Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΣΥΜΒΑΝ

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ...

Ιούλιος του 1936. Ο εργασίες της  εποχής τότε πολλές. Η Καυκάρα έσφυζε από ζωή. Όλοι αλώνιζαν τα γεννήματα όπως τα ’λεγαν… σιτάρι, κριθάρι, ρεβίθια. Η γλυκάνισος, η μυρουδιά όπως τη ξέρουμε, είχε ωριμάσει και οι γυναίκες, πάνω στις πέτρες (πλάκες), έτριβαν τα δεμάτα κα μοσχοβολούσε  τόπος θυμίζοντας το χαρακτηριστικό ποτό του τόπου μας, το ρακί.
Αγκομαχούσαν στ΄  αλώνια τα βόδια σέρνοντας  το «ντουγένι» με το ζευγολάτη και τ’ άλλα δε ζώα μουλάρια, άλογα γαϊδούρια, γύριζαν με την απειλή μιας βέργας, ψάχνοντας άχυρα στις σκορπισμένες καλαμιές με κριθάρι ή σιτάρι,
Δουλεία σκληρή,  ιδρώτας έτρεχε, αλλά σιγοτραγουδούσαν με κέφι τα «σουξέ, της εποχής».
Τον ίδιο μήνα άρχιζε τα κίρτισμα του καπνού. Γυναίκες κυρίως έκοβαν τα ώριμα φύλα απ’ την καπνουλιά.
Δυο – τρεις ώρες πριν ανατείλει ο ήλιος και μια – δυο μετά την ανατολή και ύστερα επιστροφή στο τσαρντάκι για τα περεταίρω όπως παλιότερα έχω γράψει.
Το παρακάτω γεγονός το καταγράφω όπως το άκουσα και σχεδόν όπως το έζησα.
Δεν είχα  συμπληρώσει τα 14 χρόνια. Ο Χαράλαμπος Αναγνώστου ήταν ο μεγαλύτερος καπνοπαραγωγός του χωριού μας. Ο Γιάννης Χατζόγλου, ο «Γιαννίκος», όπως τον ήξεραν όλοι, που ήταν ανιψιός της γυναίκας του κα τον είχαν σαν παιδί τους, ξυπνούσε κάθε πρωί και πήγαινε στο σπ΄τι τους για να ξεκινήσουν για τα καπνοχώραφα.
Μια νύχτα κείνου του Ιουλίου, γύρω στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, περνώντας έξω από την εκκλησία, άκουσε ένα δυνατό θόρυβο που ερχόταν από το γυναικωνίτη . Φοβήθηκε, παλικάρι ερίου 20 χρονών και έφυγε τρέχοντας προς το κάτω γεφύρι του χωριού, περιμένοντας τις γυναίκες που τις είχε ξυπνήσει σχεδόν όλες για να ξεκινήσουν για την πρωινή τους δουλειά. Καταφοβισμένος τους δηγήθηκε αυτό που άκουσε.
Οι αντιδράσεις ποικίλες. Άλλες έλεγαν ότι ήταν ιδέα του, άλλες ότι ο Άη-Γιάννης έκανε θαύμα και το εξηγούσαν τι κάτι κακό θα συμβεί στο χωριό μας.
ΔΟΥΚΑΣ  ΤΣΕΣΜΕΛΗΣ
Αυτή η συζήτηση κυριαρχούσε κείνο το πρωινό μέχρι που το μεσημέρι η απορία λύθηκε.
Όταν οι χωριανοί δεν είχαν φύγει ακόμα για τις δουλειές τους η όσοι ήτανε μόνιμοι θαμώνες των καφενείων, βλέπουν κάποιον με άμφια διάκου, καλυμμαύκι σχισμένο και θυμιατό να ψέλνει χαρούμενος.
Ήταν ο Γεώργιος Ζουρέλλης από τον Πολιχνίτο, γνωστός σε όλους, αφού αγιογραφούσε την Εκκλησία του χωριού.. – Όλες οι αγιογραφίες της Εκκλησίας μας είναι του Γ. Ζουρέλη.
Τι είχε συμβεί λοιπόν. Ο άνθρωπος «έχων κλονισμένας τας φρένας του», πήγε στο νεκροταφείο και μέσα σε τσουβάλια, κουβαλούσε  οστά νεκρών συγχωριανών μας και τα άδειαζε στο πάτωμα του γυναικωνίτη. Αυτό γινόταν όλη τη νύχτα.
Ένα τέτοιο θόρυβο άκουσε και ο, Γιαννίκος και τρόμαξε.
Το πρωί ο νεωκόρος Δούκας Τσεσμελής βρέθηκε μπροστά στο απίστευτο θέαμα. Ο γυναικωνίτης γεμάτος από κόκκαλα και ο Ζουρέλλης ατάραχες ντυμένος διάκος να τα θυμιάζει.
Ο Δούκας τότε τον οδηγεί στο γυναικωνίτη και μαζί και οι δυο τσουβάλιαζαν τα κόκκαλα  για να τα επιστρέψουν στο τόπο τους. Φορτωμένος μπροστά ο Ζουρέλλης και από πίσω ο Δούκας με ένα ραβδί συχνά τον χτυπούσε στη πλάτη επειδή ο Ζουρέλλης αντιδρούσε στη μεταφορά και του έλεγε: « Μη βαράς αφεντικό».
Τον έλεγε αφεντικό επειδή όταν αγιογραφούσε στην εκκλησία, ο Δούκας ήτανε όλη τη μέρα μαζί του.
Αυτή η μεταφορά κράτησε αρκετές ώρες
Αυτό το παράξενο και απίστευτο γεγονός θέλησα να το καταγράψω για να θυμούνται οι παλιοί, να μαθαίνουν οι νεότεροι αλλά και για να θυμηθούμε το τέλος της ζωής ενός ανθρώπου που τη δουλειά του βλέπουμε καθημερινά μέσα στην εκκλησία μας.
Ο Γεώργιος Ζουρέλλης ήτανε αξιόλογος αγιογράφος και πέθανε σε ίδρυμα.