ΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ


7





«ΛΕΣΒΩΡΙΟΝ, ή ΛΕΣΒΟΡΙΟΝ





«Ήτοι Λέσβου όριον, υπό Χριστιανών και Τούρκων κατοικούμενον χωρίον, και έχον Ναόν τον Άγιον Ίωάννην τον Πρόδρομον».
Έτσι έγραφε για το ΛΙΣΒΟΡΙ, ο «φλογερός απόστολος της Λεσβιακής παιδείας», όπως τον αποκάλεσε ο Γ. Βαλέτας, στην εισαγωγή της «ΛΕΣΒΙΑΔΟΣ ΩΔΗΣ», ο μεγάλος και πολύς, ιστορικός και λαογράφος του νησιού μας, Σταυράκης Αναγνώστου. (1804-1871).
ΛΙΣΒΟΡΙΟΝ, λοιπόν, κατά την ετυμολογία του Σταυράκη Αναγνώστου, σημαίνει «Λέσβου όριον». Αν εδώ λάβουμε το όνομα «ΛΕΣΒΟΣ» με την σημερινή του έννοια, - όπως υποστηρίζεται από μερικούς -και κατά την οποία δηλώνεται το όνομα του νησιού μας, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι «Λέσβου Όριον», είναι όρος «οριοθετικός» και δηλώνει τα «όρια», τις ακτές, την άκρη δηλαδή του νησιού μας στην περιοχή αυτή.
Και πράγματι, καθώς καταλαμβάνει η ευρύτερη περιοχή του Λισβορίου, τμήμα της μέσης - ανατολικής πλευράς - ακτής, του «Εύριπου Πυρραίου», του κόλπου Καλλονής, οριοθετεί, τουλάχιστον στο σημείο αυτό, το νησί μας, τη Λέσβο, απολαμβάνοντας έτσι την ονομασία, «Λέσβου όριον». Κάπως βέβαια παρακινδυνευμένη η άποψη αυτή...
Τώρα μια άλλη άποψη. Σε μια παλιά εργασία, με ημερομηνία 1957, συλλογής «Αρχαιολογικού, Ιστορικού. Λαογραφικού, και Πνευματικού υλικού της κοινότητος Λισβορίου», οι πονήσαντες, Αλβανός Παρθένης, Δημοδιδάσκαλος, -Χρήστος Μπακλάς, Ιεροψάλτης, - Παναγιώτης Β. Χη Παναγιώτης, απόφοιτος Γυμνασίου, και Αναγνώστου Απόστολος, γράφουν:
«Η Κοινότης φέρει το όνομα ΛΙΣΒΟΡΙΟΝ. Το αρχικόν όνομα όμως του χωρίου ήτο ΛΕΣΒΩΡΙΟΝ ή ΛΕΣΒΟΧΩΡΙΟΝ. Ως αναφέρει εις το βιβλίον του «ΛΕΣΒΙΑΣ», ο Λέσβιος συγγραφεύς Σταυράκης Αναγνώστου, παράγει το όνομα τούτο εκ των λέξεων «Λέσβου Όριον», και αναφέρει ότι εις την περιοχήν αυτήν υπήρχον τα όρια των κτημάτων ΤΟΥ ΛΕΣΒΟΥ. Επειδή δε συμφώνως των Λεσβιακών ιδιωματισμών εις ορισμένας λέξεις το - ε - προφέρεται - ι - έχομεν την σημερινήν μορφήν της λέξεως, ΛΕΣΒΟΡΙΟΝ - ΛΙΣΒΟΡΙΟΝ».
Εδώ το όνομα «ΛΕΣΒΟΣ» δεν αναφέρεται στο νησί αλλά εις τον ΛΕΣΒΟΝ, τον ήρωα «Λέσβον», το γιο του Λαπίθου, που ήρθε στο νησί μαζί με Έλληνες αποίκους και εγκαταστάθηκε εδώ. Από αυτόν πήρε το όνομα της η πόλις ΛΕΣΒΟΣ (την τοποθετούν στο μέσον περίπου του νησιού), και κατόπιν ολόκληρο το νησί. Το Λισβόρι λοιπόν είναι τα όρια των κτημάτων του Λέσβου. Αναφέρει σχετικά ο Σταυράκης Αναγνώστου:
«Μετά ταύτα δε έρχεται εκ της Θεσσαλίας π.Χ.1349 έτη, Λέσβος ο υιός του Λαπίθου μετά πλήθους οικητόρων Πελασγών άλλων, έθνους Ελληνικού και αυτών, των καλουμένων και Τυρρηνών, νυμφεύεται Μήθυμναν τινά, επίσημον και επιχώριον κόρην, και μεγίστην δύναμην και φήμην αποκτήσας, διοικεί νομίμως, και μεταδίδει το όνομα του εις την νήσον -Λέσβον- τώρα πλέον, αντί Πελασγίας, κληθείσαν. Και διοικηθείσαν ακολούθως υπό αυτού, και των απογόνων του βασιλικώς , η εν είδει πατριαρχικού πολιτεύματος, μέχρι των Τρωικών χρόνων...»
«Ο Λάπιθος, πατήρ του Λέσβου, υιός ην του Απόλλωνος και της Στίλβης, και αδελφός του Κενταύρου (εξ ου και Κένταυροι) και ηγεμών της Θεσσαλίας, εξ ου κατάγονται οι Λαπίθαι (Λιάπιδες), έθνος τη Θεσσαλίας μάχιμον και συγγενές των Κενταύρων...». Ο αρχαιολόγος και καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης, Παναγ. Γ. Πυριοβόλης μας δίνει μια άλλη ετυμολογία, σχετικά με την προέλευση της ονομασίας «Λισβόρι».
«...επί του ομόρου χωρίου Λισβορίου, κατά παρόμοιον τρόπον αναγνωρίζεται, η ταυτότης των οπαδών του ομωνύμου οικισμού της νήσου Λέσβου, πιστεύω δε ότι εις το όνομα του χωρίου τούτου, υπόκειται το εθνικόν Λεσβώοι (Λέσβος. Λέσβορος εξ' ου Λεσβώοι).ήτοι οπαδοί της Λέσβου».
Κατ' αυτόν λοιπόν η ονομασία «Λισβόρι», προέρχεται από την ονομασία κάποιας αρχαίας πόλεως που λεγότανε «Λέσβος», και που υπήρχε στο μέσον περίπου του νησιού.
Σχετικά με την πόλη αυτή «Λέσβος», ο Παναγ. Σ. Παρασκευαϊδης, στο βιβλίο του «ΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΣΒΟ», μας αναφέρει:
«...Ο Ευστάθιος (Θεσσαλονίκης) είναι ο μόνος συγγραφέας που μιλά για την πόλη «Λέσβο».Αν υπήρξε ποτέ πιθανόν να χτίσθηκε στο μέσον του νησιού από τον φόβο των πειρατών, όπως των ένοιωθαν οι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδος. Όταν έπαψε αυτός ο φόβος, οι κάτοικοι έχτισαν τις νέες πόλεις παραθαλάσσιες και αυτή η πιο επιτυχημένη θέση τους έκανε να εγκαταλείψουν την πόλη «Λέσβο».
Χωρίς αμφιβολία αυτός είναι ο λόγος της σιωπής των ιστορικών και των γεωγράφων».
Διαβάζουμε επίσης πάλι στο βιβλίο του Παν. Σ. Παρασκευαΐδη «ΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΣΒΟ»: «ο Ιταλός φιλόλογος και ιστορικός Τ. Porcacchi (1530-1585) έγραψε και γεωγραφικά έργα μεταξύ των οποίων και το «Τα περιφημότερα νησιά του κόσμου», Πάδοβα 1620...στα Ανατολικά, αναφέρει χωριό «Τεσβο» (προφανώς - Lesbo - Λέσβος δηλ. απ' το οποίο πιθανόν το ΛΙΣΒΟΡΙ. Λέσβου όριο - Λισβόριο), ...
Σχετικά μας αναφέρει και ο άοκνος ερευνητής των τόπων και των χρόνων του Νησιού μας, Μάκης Αξιώτης, ότι: «...στους "χάρτες" του νησιού, βρίσκεται μια κώμη με το όνομα Ι,εsbo ή Tesbo. που την συνδέουν με τούτο το χωριό. (Την έκανε πρώτος τη συσχέτιση ο Αρχαιολόγος R.. Koldewey). Ο Κοντής από τη μεριά του επισημαίνει, ότι "η ευχέρεια που δίνει ο σχηματισμός του για παρετυμολογίες, φέρνει σε επικίνδυνους δρόμους"...»
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι σχετικά με την ονομασία των κατοίκων του Λισβορίου. αναφέρονται ως «ΛΙΣΒΟΡΙΟΙ».(Πληθυντικός αριθμός του «ΛΙΣΒΟΡ1ΟΣ», που δηλώνει τον τόπο καταγωγής, τον κάτοικο του Λισβορίου, τον Λισβοριανό. Σε μια παλιά σφραγίδα της Εκκλησίας με ημερομηνία - 1909 - και έχουσα εγχάρακτο τον Τίμιο Πρόδρομο στο κέντρο, διαβάζουμε:: «ΙΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΛΙΣΒΟΡΙΩΝ -ΑΠΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ».
Σήμερα το Λισβόρι είναι ένα όμορφο και ζωντανό χωριό. Ένα χωριό που ανάγεται στα 1548, με τη σημερινή του μορφή και θέση, όπως μας λέει ο ακάματος ιστορικός του νησιού μας Στρατής Αναγνώστου, Βρίσκεται στη Δυτική πλευρά της χερσονήσου του Ολύμπου και στο μέσον περίπου της Ανατολικής ακτής του κόλπου Καλλονής. Έχει πρόσοψη προς Βορρά, και απέχει από τη θάλασσα, (κόλπο Καλλονής), - 3 -, χιλιόμετρα περίπου, με υψόμετρο από αυτήν περί τα 100 μέτρα, και από το πέριξ πευκόδασος - 4 - χιλιόμετρα περίπου. Από το ψηλότερο σημείο του χωριού, μπορείς να δεις ολόκληρο σχεδόν τον κόλπο Καλλονής και αυτό ακόμη το στόμιο του, που ονομάζεται από τους ντόπιους « μπουγάζ», ( - μπουγάζι -έμπαση - είσοδος ). Ακόμη μπορεί κανείς να δει και μέρος του Αιγαίου πελάγους, και ακόμη να διακρίνει, αν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, και τις ψηλότερες κορφές της Χίου. Οι ελαιώνες του χωριού είναι από τους καλύτερους του νησιού, και τα εδάφη του τα πλέον προικισμένα και εύφορα. Γειτονικά του χωριά είναι τα ΒΑΣΙΛΙΚΑ (ΒΑΣΙΛΙΚΙΩΤΗΣ), απ1 όπου απέχει περί τα - 2 - χιλιόμ , και ο ΠΟΛΙΧΝΙΤΟΣ, κεφαλοχώρι της περιοχής, από όπου απέχει - 5 - χιλιόμ. Από την πρωτεύουσα του νησιού μας, τη Μυτιλήνη, απέχει - 43 - χιλιόμ.
Τα εύφορα εδάφη του, που επιτρέπουν την πολύ-καλλιέργεια, (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, γλυκάνισο για το Μυτιληνιό ούζο, κρεμμύδια, ρεβίθια...), το πλούσιο αρδευτικό - ιδιωτικό και Κοινοτικό - σύστημα, η καλή αγροτική οδοποιία, τα πολλά και αποδοτικότατα - «παλκάρια δέντρα»- ελαιόδενδρα, η αναπτυγμένη κτηνοτροφία, το πασίγνωστο Λισβοριανό, σιταρένιο, ψωμί, η γειτνίαση με τον Κόλπο της Καλλονής, η εύκολη πρόσβαση με το υπόλοιπο νησί, έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια ζωντανή παραγωγικότητα και ταυτόχρονα ζωτικότητα, του χωριού. Βέβαια η αρρώστια της εποχής, που ονομάζεται «μαρασμός της υπαίθρου», δεν άφησε ανέγγιχτο ούτε το Λισβόρι. με τις τόσες προϋποθέσεις ζωής. Τα τελευταία χρόνια «γηράσκει απελπιστικά».Αρκεί να πούμε ότι στο Δημοτικό σχολείο του χωριού το 1984 φοιτούσαν 65 παιδιά, και το φετινό σχολικό έτος 2007-2008, ο αριθμός τους μειώθηκε στα 21. Στο δε Νηπιαγωγείο όμως τα πράγματα είναι ευοίωνα, αφού, ο αριθμός των παιδιών είναι 15. Πριν 50 χρόνια τα παιδιά του σχολείου ξεπερνούσαν τα 100. Το Λισβόρι, χρόνο με το χρόνο οδηγείται στο δρόμο, που οδηγούνται όλα τα χωριά της πατρίδος μας. Παρ' όλα αυτά, είναι ένα απ' τα λίγα χωριά που κρατεί την νεολαία και αρκετά νέα ζευγάρια κοντά του.
Οι προϋποθέσεις και τα κίνητρα υπάρχουν. Μόνο που πρέπει να το καταλάβουμε αυτό πρώτα εμείς και έπειτα «οι άνωθεν ιστάμενοι», και να ρίξουν μια ματιά αγάπης στην ύπαιθρο, την καρδιά της Ελλάδος, γιατί αν σταματήσει -και θα σταματήσει όπως δείχνουν τα πράγματα -, να χτυπά αυτή η καρδιά, ο θάνατος είναι σίγουρος και αναπόφευκτος.



ΛΙΣΒΟΡΙ.

 Κείται ΒΑ, του Βασιλικιώτον. Έχει οικογενείας περί τας 220 ων αϊ 30 οθωμανικαί. Εκκλησίαν τον Αγίου Ιωάννου και σχολείον των αρρένων. Προϊόντα παράγει τα αυτά προς τα του Βασιλικιώτου και Πολιχνίτου. Εις απόστασιν 20 λεπτών της ώρας ΝΑ, του χωρίου ευρίσκονται τα θειούχα θερμά μεταλλικά ύδατα».

Αυτά για το Λισβόρι -το σημερινό Λισβόρι- τα αναφέρει ένας άλλος άοκνος ερευνητής και καταγραφέας των τόπων και των χρόνων του νησιού μας, ο μακαριστός. Οικονόμος Σ. Τάξης, στο περισπούδαστο έργο του, «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ».
Ο δε Σταυράκης Αναγνώστου, επίσης αναφέρει στο έργο του «Η ΛΕΣΒΙΑΣ ΩΔΗ» ότι βρήκε και ανέγνωσε σε ένα παραμελημένο κώδικα της Ι. Μητροπόλεως Μυτιλήνης, και ο οποίος χρονολογείται μεταξύ των ετών 1527-1652, τα χωριά τα οποία υπήγοντο τότε στη δικαιοδοσία της. Σ' αυτόν λοιπόν τον κώδικα καν με αριθμό - 21 - φέρεται γραμμένο και το ΛΙΣΒΟΡΙ. Μάλιστα αμέσως μετά. και με αριθμό - 22 -αναφέρεται σαν χωριό, που υπήγετο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης, και ο ΚΑΤΑΠΥΡΓΟΣ, που σήμερα βέβαια υφίσταται μόνο σαν περιοχή -αγροτική - του Λισβορίου." (Με αριθμό - 20 -, στον ίδιο κατάλογο, και στην ίδια περιοχή , αναφέρεται και το χωριό ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ- ασφαλώς θα εννοεί την πέριξ του ομωνύμου εξωκκλησίου - του Αγίου Νικολάου - περιοχή, στο σημερινό Σκαμιούδι) Οι ρίζες όμως της ιστορίας του χωριού με την ευρύτερη περιοχή του, οι ρίζες μας. δεν σταματούν εκεί. Προχωρούν πολύ πιο βαθιά. Αν τις ακολουθήσουμε, χωρίς αμφιβολία, θα βρεθούμε πολλές χιλιάδες χρόνια μπροστά. Θα δούμε οικισμούς ανθηρότατους, να κοσμούν τα παράλια της περιοχής, θα βρούμε ζωή, θα βρούμε ανθρώπους που πριν από μας έδωσαν κι αυτοί τη μάχη της ζωής. Βέβαια , το Λισβόρι με τη σημερινή του θέση και μορφή, απέχει τοπικά και πολύ περισσότερο χρονικά απ’ τα χρόνια εκείνα , μα δεν είναι ξεκρέμαστο. Η «πυτία» του χωριού, ο πρώτος πυρήνας του Λισβορίου. βρίσκεται εκεί.

ΠΥΡΡΑΙΩΝ ΓΗ

Σεισμοί όμως και κλυδωνισμοί, κατολισθήσεις και αλλαγές της μορφολογίας του εδάφους, ιδιαίτερα δε των ανατολικών παραλίων του «Εύριπου Πυρραίου», - Κόλπου Καλλονής -. υποχρεώνουν τους κατοίκους, όσον κατορθώνουν να γλιτώσουν απ’ αυτές τις καταστροφές, να ψάξουν για πιο ασφαλές μέρος.
Ο Πολιχνιάτης, αυτοδίδακτος, καταγραφέας της ιστορίας της περιοχής και λαογράφος, Χαρίλαος Καρατζάνος στο βιβλίο του «Πολιχνιάτικα ιστορήματα» μας γράφει:
«1231 πΧ. Κατάπτωσις των υδάτων της αρχαίας Πύρρας. Κατ' άλλον τρόπον, καταστραφείσης της Ιεράς και Αγαμήδης. θυγατέρας της Πύρρας ή του Μάκαρος. μετά του λιμενίσκου αυτής . . . ( Η Αγαμήδη. είναι οικισμός πλησίον της «Νέας Πύρρας», και όπως πιστεύεται καταστράφηκε το 231 μΧ μαζί μ’ αυτήν).
Σταδιακή καθίζηση, κατά τον χωριανό μας γεωλόγο κ. Γ. Κατσικάτσο. Ανύψωση των -υδάτων της Μεσογείου. Κλυδωνισμός, των Ανατολικών παραλίων του Κόλπου Καλλονής, επί δεκαετίας...
Η ευκτημένη αρχαία πόλις Λέσβος, δεν υπάρχει. (Όμηρος).Με τους κλυδωνισμούς των ανατολικών παραλίων του κόλπου, σχηματίζονται οι Αλυκές, βούρκοι, λιμνάζοντα νερά, κατολισθήσεις, επιχωματώσεις, επικαλύψεις κατωκημένων χώρων...
Έντρομοι, αλλόφρονες οι κάτοικοι των παραλίων, μπροστά στην οργή του Εγκέλαδου, φυσικό να αναζητήσουν σίγουρα καταφύγια. Οι κάτοικοι της Πύρρας καταφεύγουν εφτά χιλιόμετρα βορειότερα, στην Αχλαδερή και εγκαθίστανται στο προάστιο τη γνωστή «Νέα Πυρρά». Άλλοι στις πλαγιές των ανατολικών υψωμάτων περιοχής Βασιλικών και Λισβορίου. (Άτζιρκο - Αγιος Κήρυκος - Δαμασκηνιά, Ξηρό, Άη-Δημήτρη, Λισβόρι, Κατάπυργο)».
Στο σημείο αυτό θέλουμε να επισείσουμε την προσοχή αυτών που ασχολούνται με τις. Οδοσημάνσεις και τα τοιαύτα. Η «Αρχαία Πύρρα» δεν είναι στην Αχλαδερή όπως μας πληροφορεί σχετική πινακίδα που υπάρχει σήμερα εκεί. Εκεί είναι η δεύτερη, η «Νέα Πύρρα», και η οποία όπως αναφέρθηκε, ιδρύθηκε μετά τον καταποντισμό της πρώτης, της «Αρχαίας Πύρρας». Η θέση της «Αρχαίας Πύρρας» είναι στην παραλία τη δική μας, επτά περίπου χιλιόμετρα νοτιότερα από κει. Απομεινάρι της το γνωστό «σκαλάκι», μέσα στον κόλπο Καλλονής στο Αλυκούδι, της παραλίας Λισβορίου.
Επίσης σε τουριστικό οδηγό του νησιού μας που εκδόθηκε απ’ τον Β. Σουτζιδέλλη. το 1984, αναφέρεται ότι στην παραλία Λισβορίου υπήρχε παραλιακός οικισμός που χρονολογείται στο 2000 πΧ.
Ο Ι. Δ. Κοντής, προϊστάμενος της Αρχαιολογικής υπηρεσίας, τότε, στο έργο του «Η Λέσβος και η Μικρασιατική της περιοχή», αναφέρει ότι στην παραλία Λισβορίου, κατόπιν ανασκαφών που έγιναν το1960, διαπιστώθηκε ο σπουδαιότερος προϊστορικός οικισμός της Λέσβου.
Στο αξιόλογο βιβλίο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕ1ΒΟΥ» (των: Στρ. Τζιμή, Βαγ. Γιαννάκα, Παν. Παρασκευαΐδη, Βασ. Κουρβανιού, Βασ. Κωμάΐτη, Γιώρ. Διγιδίκη),αναφέρονται τα εξής:
«...Επίσης από τις ανασκαφές στην τοποθεσία Κουρτήρ Λισβορίου, πάνω σ' ένα μικρό ακρωτήριο (ακρωτήρι -κωρτήρι - Κουρτήρ), διαπιστώθηκε ότι στο χώρο αυτό, που είναι προνομιούχος από άποψη γονιμότητας του εδάφους και άφθονων και εύγευστων ψαριών και θαλασσινών, είχε αναπτυχθεί κατά την πρώιμη εποχή της Χαλκοκρατίας (2800/2700 -2000/1900 πΧ) ο μεγαλύτερος και σπουδαιότερος μέχρι σήμερα γνωστός προϊστορικός οικισμός της Λέσβου. Ο Αμερικανός αρχαιολόγος και διευθυντής των ανασκαφών των αρχαίας Πύλου, Cornel John Coleman, υποστηρίζει ότι ο οικισμός αυτός ήταν περίπου 5 φορές μεγαλύτερος σε έκταση από τον οικισμό της Θερμής. Το πιο αξιόλογο μέρος όπως και της Θερμής, το καταβρόχθισε η θάλασσα. ( Εδώ γίνεται αναφορά σ^ μας προϊστορικό οικισμό του «Κουρτήρ», είδαν πάνω τους έντονη την επίδραση του λεγόμενου «παρα-Τρωικού» πολιτισμού, καά την πρώιμη εποχή της Χαλκοκρατίας.- 2800-2000 πΧ.).
Σε μικρή απόσταση από την παραλία του οικισμού φαίνεται στον πυθμένα της θάλασσας η βάση ενός κυματοθραύστη. Μια συστηματική αρχαιολογική ανασκαφή των ερειπίων και υποβρύχια διερεύνηση των καταποντισμένων λιμενικών εγκαταστάσεων του οικισμού φαίνεται στον πυθμένα της θάλασσας η βάση ενός κυμματοθραύστη. Μια συστηματική αρχαιολογική ανασκαφή των ερειπίων και τική διερεύνηση των καταποντισμένων λιμενικών εγκαταστάσεων του οικισμού θα π[ερισώσει ίσως αρκετά μνημεία από τον κίνδυνο αφανισμού και θα δώσει αρκετά στοιχεία για τη γνώση του προϊστορικού πολιτισμού στη Λέσβο. Η περιοχή αυτή κατοικήθηκε σ' όλες σχεδόν τις εποχές. Μάλιστα οι περισσότεροι ειδικοί επιστήμονες ταυτίζουν την αρχαία Πύρρα με τον οικισμό του Κουρτήρ....
Επίσης κοντά στο Λισβόρι. στον αυχένα μεταξύ δύο υψωμάτων, στη θέση Κατάπυργος (βόρεια από το Δαμάνδρι επισημάνθηκε από την αρχαιολογική υπηρεσία ο μόνος από τους μέχρι σήμερα γνωστούς προϊστορικούς οικισμούς που δεν είναι παραλιακός...».
«- Ο Μίλτης Παρασκευαΐδης αναφέρει: Ο συμπατριώτης μας Γ. Κατσικάτσος. γεωλόγος του Ινστιτούτου Γεωλογίας και ερευνών Υπεδάφους επισκέφθηκε το φθινόπωρο του 1962 την περιοχή Κουρτήρ και είπεν ότι, αποκλείει τον ολιγόχρονο και απότομο καταποντισμό της περιοχής των υποθαλασσίων αυτών ερειπίων της Αρχαιότητος και ότι κατά την γνώμην του έχει σημειωθεί βαθμιαία και πολύ βραδεία καθοδική κίνηση. ορισμένα κτίσματα βρέθηκαν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας..

-ΠΥΡΡΑ ( Νέα Πύρρα).

Μια από τις πλέον ευημερούσες πόλεις στη Λέσβο κατά το τέλος του 10ου αιώνα, μαζί με τη Μυτιλήνη, Μήθυμνα, Άντισσα, και Ερεσό. Η αρχαιότερη, (Πύρρα), όπως αναφέρεται και πάλι στο βιβλίο «Ιστορία της Λέσβου»: «Βρισκόταν στην τοποθεσία Κουρτήρ Λισβορίου, όπου λείψανα των λιμενικών εγκαταστάσεων της διακρίνονται ακόμη και σήμερα στον πυθμένα των νερών του κόλπου Καλλονής. Δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τη θέση αυτή και μετακινήθηκαν στο μυχό του κόλπου για να κτίσουν τη νεότερη Πύρρα της οποίας έν« μεγάλο μέρος καταστράφηκε στο μεγάλο σεισμό του 231 μΧ..»
Ο Σταυράκης Αναγνώστου στη «Λεσβιάδα Ωδή», σχετικά με την ονομασία της Πύρρας μας γράφει:
«Η Πύρρα ως εκ της γυναικός του Δευκαλίωνος και θυγατρός του Επιμηθέας και της Πανδώρας - ή. υπό Πύρρας της Μακαριάς της και Αγαμήδης έτι καλουμένης».

ΠΡΩΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

( 1- 642 μ. Χ.)

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ

Συνεχίζοντας τη ζωή του ο τόπος μας στο διάβα της ιστορίας, φτάνει στα πρώτα Χριστιανικά και τα πρωτοβυζαντινά χρόνια. Οι μαρτυρίες και ειδικότερα οι γραπτές, μαρτυρίες, που έχουμε όχι μόνο για το Λισβόρι αλλά και για όλη την ευρύτερη περιοχή είναι ελάχιστες, γι' αυτό και λίγα μόνο πράγματα μπορούμε να πληροφορηθούμε για την περίοδο εκείνη, των πρώτων Χριστιανικών χρόνων. Μάλιστα όπως αναφέρει στην αξιολογότατη μελέτη του για την Εκκλησιαστική ιστορία της Λέσβου ο μακαριστός Μητροπολίτης Μυτιλήνης κύρος ΙΑΚΩΒΟΣ ο Β' (Κλεόμβροτος), δεν φαίνεται πουθενά να υπάρχει και Χριστιανική ζωή κατά τους τρεις πρώτους αιώνας. «...Ουδεμία απολύτως γραπτή μαρτυρία είτε εκ των μαρτυρολογίων των πρώτων χριστιανικών χρόνων είτε εξ εκκλησιαστικών συγγραφέων ή και άλλων πηγών υπάρχει, μαρτυρούσα την ύπαρξιν Χριστιανών εν Λέσβω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας» Ο ίδιος επικαλείται και την μαρτυρία του Adolf Harnack για την άποψη του αυτή και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Χριστιανισμός στο νησί μας διαδίδεται κατά τον δεύτερο μετά Χριστό αιώνα. Φυσικά το δρόμο αυτό θα ακολούθησε και η περιοχή μας και βέβαια το Λισβόρι για το οποίο και ο λόγος.
Κατά την εποχή εκείνη των πρώτων χριστιανικών χρόνων ( ειδικότερα κατά την διάρκεια της Χριστιανικής περιόδου της Πεντηκοστής στις 18 Απρίλη του 58 μ.Χ.), περνά από το νησί μας και ο Απ. Παύλος, επιστρέφοντας από τη Μακεδονία μέσω Τρωάδας και των νησιών του Αιγαίου και πηγαίνοντας στη Συρία. Είναι η δεύτερη αποστολική περιοδεία. Το πέρασμα αυτό του «αποστόλου των εθνών» έχει άμεση σχέση με την ευρύτερη περιοχή μας, που λίγο αργότερα, ολόκληρη, θα πάρει την ονομασία «Βασιλικά χωρία» και έτσι θα συναντάται -ενιαία- σ' όλες της πηγές. Αναφερόμαστε λοιπόν σ' αυτό, γιατί μια από τις επικρατούσες μαρτυρίες είναι ότι η αποβίβαση του Αποστόλου, έγινε λίγο πιο πέρα από μας - σπιθαμιαία η απόσταση -, στην παραθαλάσσια περιοχή της «σκάλας Βασιλικών». Στις «Πράξεις των Αποστόλων» ο ευαγγελιστής Λουκάς, που κι αυτός τον ακολουθούσε στην περιοδεία του αυτή, μας λέει:
«Ημείς δε προελθόντες επί το πλοίον ανοίχθημεν εις την Άσσον, εκείθεν μέλλοντες αναλαμβάνειν τον Παύλον ούτω γαρ ην διατεταγμένος, μέλλων αυτό πεζεύειν.
Ως δε συνέβαλεν ήμιν εις την Άσσον, αναλαβόντες αυτόν ήλθομεν εις Μιτυλήνην». (Πρξ. Κ. 13-14).Σήμερα στην περιοχή αυτή όπου η παράδοση μας λέει ότι αποβιβάστηκε ο Παύλος με τη συνοδεία του, υπάρχει όμορφο ανακαινισμένο εκκλησάκι τιμώμενο επ' ονόματι του εθναποστόλου και παράλληλα όλη αυτή η περιοχή έχει πάρει το όνομα «Άγιος Παύλος»· Πρέπει να πούμε ακόμη σ' αυτό το σημείο ότι σχετικά με το θέμα αυτό οι απόψεις είναι διιστάμενες. Υπάρχει και η άποψη ότι ο Παύλος μαζί μ’ όλους τους άλλους που τον ακολουθούσαν δεν αποβιβάστηκε στο σημείο αυτό, αλλά σε άλλο λιμάνι του νησιού και ειδικότερα στην «Επάνω Σκάλα» της Μυτιλήνης και ότι λόγω των συνθηκών παρέμεινε ελάχιστο χρονικό διάστημα στο νησί όπου καθόλου, ή μόνο ελάχιστα κήρυξε. Δεν είναι όμως τούτο το θέμα γι' αυτό και δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα. Υπάρχει μάλιστα η σχετική βιβλιογραφία για τις ανάλογες πληροφορίες.
Πέρα όμως από όλα αυτά μας αναφέρει και πάλι ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιάκωβος ο Β', « ο το γεγονός είναι ότι επί της εποχής του Μ. Κωνσταντίνου, ότι η Χριστιανική θρησκεία εκηρύχθη ως επίσημος θρησκεία του Κράτους, η Λέσβος είχεν εκχριστιανισθεί εξ ολοκλήρου. Τούτο μαρτυρεί η κατά τον Ε' αιώνα παρατηρούμενη εν Λέσβω ακμή του Χριστιανικού πολιτισμού» ( ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΛΕΟΜΒΡΟΤΟΥ «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ» σελ. 16, ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1984).Σύμφωνα λοιπόν μ' όλα αυτά και η περιοχή των «Βασιλικών Χωρίων» και το Λισβόρι ακολούθησε το δρόμο αυτό. Οι κάτοικοι της περιοχής αφού έντρομοι είχαν αφήσει προηγουμένως τα παράλια ένεκα των σεισμών και των καταποντισμών και εγκαταστάθηκαν με νέες ελπίδες σε σίγουρα μέρη, ψηλότερα πια, ξαναρχίζουν τη ζωή τους. Ασπάζονται τώρα τη νέα γι’ αυτούς θρησκεία και αμέσως σπεύδουν την νέα τους πίστη να την υλοποιήσουν. Τα δείγματα μας λένε ότι όχι μόνο στα κέντρα μα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, θριαμβεύει ο Χριστιανισμός και οι κάτοικοι σπεύδουν να κτίσουν Ναούς, προς λατρεία του αληθινού θεού εφάμιλλους των πόλεων. Τα δείγματα αυτά των παλαιοχριστιανικών μνημείων και στο χωριό μας είναι κατάσπαρτα σε διάφορα μέρη.
«Ο καθηγητής Δημ. Ευαγγελίδης αναφέρει στη μελέτη του «Πρωτοβυζαντινή Βασιλική της Μυτιλήνης»( σελ. 1, Αθήνα 1931), ότι ως ανεκοίνωσεν αυτώ ο Έφορος των Αρχαιοτήτων Λέσβου, Ε. Παρασκευαΐδης, λείψανα Βασιλικών παρατηρούνται παρά το Λισβόριον και κατά την παραλίαν Πολιχνίτου». ( ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΛΕΟΜΒΡΟΤΟΥ «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ» ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1984).Και ο Χαρίλαος Καρατζάνος στα «Πολιχνιάτικα Ιστορήματα», αναφέρεται στο θέμα αυτό και σχετικά μας αναφέρει: «Την εποχή εκείνη, 280 περίπου χρόνια, μετά τον Καταποντισμό της Αρχαίας Πύρρας, και τον συνεχή κλυδωνισμό των ανατολικών παραλίων του Κόλπου, οι κάτοικοι έντρομοι, προσέφυγαν στο εσωτερικό και δημιούργησαν χωριά στις υπώρειες των βουνών και στο δάσος.
Ο Χριστιανισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος σ' ολόκληρη την περιοχή, που πριν τα 700 μ. Χ. δεν έχουμε μεν γραπτές αποδείξεις, έχουμε όμως ερείπια πολλών μεγάλων εκκλησιών, που μας υποχρεώνουν να το παραδεχτούμε». ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΚΑΡΑΤΖΑΝΟΥ. «Πολιχνιάτικα Ιστορήματα», σελ..25. ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1984).Μεταξύ λοιπόν των πρώτων αυτών παλαιοχριστιανικών μνημείων, αναφέρονται τα υπάρχοντα ερείπια μεγάλου Ναού που βρέθηκαν στις θερμοπηγές Λισβορίου. Γι’ αυτά μας γράφει και ο Μάκης Αξιώτης στο βιβλίο του «ΠΥΡΡΑΙΩΝ ΧΩΡΑ»
«Σίγουρο όμως είναι, ότι αμέσως μετά, την παλαιοχριστιανική εποχή, από τον 4° μ. Χ. αιώνα περίπου είναι κτισμένη εδώ μια παλαιοχριστιανική Εκκλησία. Ο ίδιος αρχαιολόγος (Χαριτωνίδης) την περιγράφει, όταν βρέθηκε το 1959.
Αποφάσισαν, λίγα μέτρα ΝΔ. του Άη Γιάννη, να κτίσουν καινούργιο εκκλησάκι, πέσανε επάνω στο μνημείο και σταμάτησαν τα έργα. Εξ αυτού του κτηρίου ήτο ορατός τοίχος Α-Δ κατευθύνσεως και δάπεδον εκ πήλινων πλακών, κατά δε την ΝΔ του γωνίαν του ανοουνθέντος θεμελίου ευρέθη λαρνακοειδής τάφος εκ παχέων πλακών, λευκάζοντος τραχείτου, με τρεις σκελετούς εν αυτώ, ων οι δύο ενηλίκων, καθώς γράφει ο αρχαιολόγος.
Αναφέρει δε μια κυκλική τράπεζα προθέσεως και ένα θωράκιο. Μιλώντας για το Λισβόρι, είπαμε ότι και τα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη στην αυ­λή της εκκλησιάς και του παλιού σχολείου, ανήκουν σε τούτο εδώ το μνημείο. Στο εκκλησάκι του Άη Γιάννη, στον ανατολικό του τοίχο, είναι εντοιχισμένος ένας πεσσός ενώ μπροστά στην όμορφη τουρκική βρύση είναι πλαγιασμένος ένας ραβδωτός κίονας με ταινία.» (ΜΑΚΗ ΑΞΙΩΤΗ. «ΠΥΡΡΑΙΩΝ ΧΩΡΑ» σελ.61-62, ΔΗΜΟΣ ΠΟΛΙΧΝΙΤΟΥ 2001).Αναφορά στο θέμα αυτό μας κάνει και ο Μη­τροπολίτης Μηθύμνης Γαβριήλ (Σουμαρούπας) (1618 - 24/2/ 1621). Γράφει λοιπόν στο βιβλίο του «Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ» { ΕΚΔΟΣΗ: Ι.Μ.Μ. 1993 ). στη σελ.22 «Έτεροι δύο τόποι πόρρω της θαλάσσης εν τη τοποθεσία τω Βασιλικών, την κλήσιν έχοντα διά το τους βασιλείς ποτέ οικοδομήσαι ταύτα λαμπρώς, ως φασίν. Νυν δε εισίν οίκοι μι­κροί και ναοί δύο( εν τω ενί του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιοτού, εν τω ετέρω των αγίων αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Εισί τα Βασιλικά ενατίας της Καλλονής» Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι ο Μητροπολίτης Γαβριήλ με την ονομασία Βασιλι­κά, δεν αναφέρεται στο σημερινό ομώνυμο χωριό το οποίο τότε έφερε το όνομα ΒΑΣΙΛΙΚΙΩΤΗΣ, μα στο Λισβόρι που όπως προαναφέραμε μαζί με τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής έφεραν από κοινού το όνομα «ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΧΩΡΙΑ». Αναφέρεται εδώ στο Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο της περιοχής των θερμοπηγών Λισβορίου αλλά και στους Αγίους Αναργύρους όπου και σήμερα στην περιοχή αυτή υπάρχει το γνωστό ξωκλήσι. Και στις δυο περιο­χές εικάζεται ότι υπήρχαν οικισμοί.
Αλλά και σ' άλλα σημεία του Λισβορίου υπάρ­χουν ερείπια παλαιοχριστιανικών Βασιλικών, αρκετά, που χρειάζονται την αγάπη μας και την προσοχή μας.
Είναι το σημερινό ξωκλήσι του Ταξιάρχη στην παραθαλάσσια περιοχή της «Πετραδερής» Λισβο­ρίου, για το οποίο και για τη Μονή που λέγεται ότι υπήρχε στο σημείο αυτό, εκτενέστερα θα μιλή­σουμε αργότερα.
Γράφει και πάλι ο Μάκης Αξιώτης:
«Ακολουθούμε αυτόν το δρόμο τώρα ανάποδα, προς τα ανατολικά. Πάλι ένα τρίστρατο και λίγο πιο μέσα άλλη μια γιγάντια πετραμίθρα. Και κάτω απ' αυτήν, ο Ταξιάρχης. Εδώ τον ξέρουν Άη Στράτη και Αστράτγιου. Το εξωκκλήσι κτίστηκε το 1955, επάνω στο ερείπιο του παλιού ναού. Στέκεται όρ­θιος ο τοίχος του, κολλημένος στη ΒΑ γωνία του ναΐσκου. Επίσης μπροστά του, βρίσκονται λαξευ­μένες πέτρες. «Σώζεται εισέτι εις ικανόν_ ύψος, τοίχος καλής κατασκευής, βαίνων λοξώς προς τη ΒΑ γωνίαν του νεόδμητου εξωκκλησίου, καμπτό-μενος κατ' αμβλείαν γωνίαν, ενώ έτερος λεπτότερος τοίχος, συναντά αυτόν κατ οξείαν γω­νίαν. «
Πρόκειται προφανώς εγγεγραμμένη αψίς πα­λαιοχριστιανικής Βασιλικής. Αρχαίον υλικόν υπάρχει και άλλο πέριξ, ενώ εντός του προς Β ιδία αγρού παρατηρούνται ικανά όστρακα». (Χαριτω­νίδης). Πραγματικά στα κτήματα γύρω του, είναι περισσότερα τα κεραμικά από τις πέτρες-.(ΜΑΚΗ ΑΞΙΩΤΗ. «ΠΥΡΡΑΙΩΝ ΧΩΡΑ" σελ.64, ΔΗΜΟΣ ΠΟΛΙΧΝΙΤΟΥ.2001).Δείγματα παλαιοχριστιανικής Βασιλικής βλέπουμε και στον πέριξ του εξωκκλησίου του Αγ. Νικολάου χώρο, που βρίσκεται στο «Σκαμιούδι», Λισβορίου και για το οποίο θα μιλήσουμε εκτενώς σε άλλο σημείο.
Όσο αφορά τα παλαιοχριστιανικά δείγματα που βρίσκονται εκεί υπάρχει ένα κομμάτι πέτρας - μπεζ πωρόλιθος - σπασμένης όμως και τοποθετημένης σε θυρίδα πάνω από την πόρτα. Πάνω σ' αυτό το θωράκιο υπάρχει ανάγλυφος Σταυρός τοποθετημένος μέσα σε στεφάνι. Ο Μάκης Αξιώτης μας αναφέρει επίσης και για ένα επίθημα με σταυρό (μαρμάρινο) και για ένα κωλουροκωνικό κιονόκρανο κατά τον Χαριτωνίδη με σταυρό εντός κύκλου. Επίσης όπως συνεχίζει στην ίδια μεγάλη εκκλησία (παλαιοχριστιανική), θα ανήκε και ο ραβδωτός κίονας με ταινία. Τέλος δίπλα στο εκκλησάκι βλέπουμε καλύμματα σαρκοφάγων με αετωματική τη μια επιφάνεια και κοίλη την άλλη, τις οποίες ο Χαριτωνίδης συνδέει με τη μεγάλη παλαιοχριστιανική της περιοχής. ( ΜΑΚΗ ΑΞΙΩΤΗ. «ΠΥΡΡΑΙΩΝ ΧΩΡΑ » σελ.66).
Παλαιοχριστιανικά δείγματα επίσης συναντάμε και στο ξωκλήσι του Αγ. Ισιδώρου στην περιοχή «Τέμενος». Είναι ένα κομμάτι από μαρμάρινη κολώνα με ένα εγχάρακτο Σταυρό και κάποια άλλα επίσης μαρμάρινα επίπεδα κομμάτια.
Επίσης στην περιοχή της «Καυκάρα» για την οποία μας αναφέρει και ο Ι.Δ.Κοντής και εκεί έχουν βρεθεί παλαιοχριστιανικό δείγματα. (Μακη Αξιώτη. «Πυρραίων Χώρα» σελ.32.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

(642 1355 - μ. Χ.)


Η περίοδος αυτή είναι δύσκολη όχι μόνο για την περιοχή μας, μα και για ολόκληρο το νησί. Αναταράξεις, αναστατώσεις, εγκατάλειψη και αφάνεια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των χρόνων εκείνων, που φυσικά δεν ήτανε διαφορετικά και για τα «ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΧΩΡΙΑ».
Η ονομασία «ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΧΩΡΙΑ», είναι τούτης της περιόδου και αφορά ολόκληρη - την ευρύτερη - περιοχή του σημερινού Δήμου Πολιχνίτου. Περιλαμβάνει τα σημερινά χωριά Πολιχνίτο, ΛΙΣΒΟΡΙ, Βρίσα, Βασιλικιώτη - (σημερινά Βασιλικά) -, καθώς και τα χωριά που σήμερα μόνο σαν αγροτικές τοποθεσίες υφίστανται, Κατάπυργο (περιοχής Λισβορίου). Αγ. Νικόλαο (περιοχής Λισβορίου), Γρίπα (περιοχής Πολιχνίτου), Δαμάνδρι (σήμερα υπάρχει στην περιοχή η γνωστή Ι. Μονή «Παναγίας Δαμανδρίου) και Νυγίδα. Όλα αυτά τα χωριά αναφέρονται και σε κατάλογο - κώδικα της Ι. Μητροπόλεως Μυτιλήνης (1527 - 1652) για τον οποίο κάνει λόγο και ο Σταυράκης Αναγνώστου στο έργο του «Η ΛΕΣΒΙΑΣ ΩΔΗ».
Στο βιβλίο του Ι. Ματζουράνη και στη σελίδα 105 «Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ», διαβάζουμε για το «Διαμέρισμα Βασιλικών».
«Ο Πολιχνίτος με τη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού του, κυρίως κατά τους τελευταίους αιώνες, έδωσε το όνομα του στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Λέσβου, πού εκτείνεται ανατολικά του κόλπου Καλλονής. Κατά τους παλαιότερους όμως αιώνες της τουρκοκρατίας και κατά τον μεσαίωνα δεν έφερε το όνομα αυτό. Ονομαζόταν διαμέρισμα Βασιλικών . Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις πώς από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια τα Βασιλικά είχαν κυρίαρχη θέση στην περιοχή και έδωσαν το όνομα τους στον οικιστικό χώρο του διαμερίσματος αυτού. Τα μεσαιωνικά Βασιλικά ασφαλώς δεν ταυτίζονται με τα σημερινά, τα όποια έφεραν ως το τέλος σχεδόν της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας το όνομα «Βασιλικιώτης». Κατά τα μεταγενέστερα μεσαιωνικά χρόνια Βασιλικά ονομάζονταν μια ομάδα μεσογειακών χωρίων, εγκατεσπαρμένων ανατολικά του κόλπου. Καλλονής. Το ίδιο όνομα φαίνεται ότι έφερε και η πιο σημαντική κώμη των χωριών αυτών («μητροκωμία»), πού βρισκόταν στα «θερμά» του αγίου Ιωάννου του θεολόγου, πού ήταν κοντά στο Λισβόρι.»
Τα ίδια περίπου μας αναφέρει και ο Σταυράκης Αναγνώστου στη «ΛΕΣΒΙΑΔΑ ΩΔΗ».
Γράφει επίσης ο αείμνηστος Μητροπολίτης Μυτιλήνης κύρος Ιάκωβος στο έργο του «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣ1ΑΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ», για την περίοδο εκείνη: «Την Λέσβον, την ένδοξον νήσον της Σαπφούς και του Αλκαίου και τόσων άλλων αρχαίων ποιητών και συγγραφέων, την οποίαν ηγάπησαν καθ' υπερβολήν οι Ρωμαίοι, είχον τελείως παραμελήσει οι Βυζαντινοί.3 Την ενθυμούντο μόνον οσάκις επρόκειτο να εξορίσουν Βασιλείς και Βασίλισσας και άλλους άνδρας εκ των εκάστοτε εις τας αντιθέτους παρατάξεις κρατούντων».
Στο βιβλίο δε του «Συνδέσμου Φιλολόγων νομού Λέσβου». «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ», διαβάζουμε: «Για τη Λέσβο η Μεσοβυζαντινή περίοδος, (642 - 1071), είναι ταραγμένη από ποικίλες αναστατώσεις. Εξορίες επισήμων ανθρώπων στο νησί, επιδράσεις Ρώσων και Σαρακηνών, κινήματα κι ανταρσίες, μηχανορραφίες και αντεκδικήσεις, που διαπράττονται στη Λέσβο ερήμην τρων Λεσβίων. Σύμφωνα με τ\ς πηγές της εποχής, οι κάτοικοι του νησιού μένουν απαθείς, αμέτοχοι και αδιάφοροι για τα όσα διαδραματίζονται στο νησί τους. Αυτή η παντελής αποστασιοποίηση των Λεσβίων από τους επίσημους εξόριστους που κατά ατον τόπο τοικ δεν είναι τυχαία. Ο αγώνας για την επιβίωση σε συνδυασμό με τις βαριές φορολογίες, ήταν ασφαλώς γι’ αυτούς σοβαρότερα προβλήματα. Ακόμα η δυσκολία επικοινωνίας κι η ενδεχόμενη έλλειψη ενημέρωσης άφηναν εντελώς απαρατήρητα τέτοια γεγονότα, που δεν είχαν άμεσο αντίκτυπο στο λαό»
Σε άλλο δε σημείο αναφέρονται τα εξής: «Η Υστεροβυζαντινή περίοδος. (1071 - 1355), της ιστορίας της Λέσβου είναι από τις λιγότερο επιτυχείς του νησιού. Χαρακτηρίζεται από επιδρομές Τούρκων και δυτικών, οι οποίοι λόγω των ειδικών προνομίων που τους έχουν παραχωρηθεί, γίνονται άπληστοι και επικίνδυνοι. Χαρακτηρίζεται επίσης από μια πρωτοφανή κοινωνική και πνευματική αποτελμάτωση.

ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

Ένας από αυτούς τους επίσημους εξόριστους που έχουν άμεση σχέση με τη Λέσβο αλλά και την περιοχή των «ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΧΩΡΙΩΝ», είναι και η ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ, η σύζυγος του Βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντος του Β', και μητέρα του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου. Τούτη ήρθε στο νησί μας εξόριστη το 802 μ. χ. και το επόμενο έτος, το 803, πεθαίνει.
«Το 802 η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, μια απ' τις πιο αμφιλεγόμενες γυναίκες του Βυζαντίου, σύγχρονη του Καρλομάγνου στη Δύση και του Αρου-Αλ-Ρασίντ στην Ανατολή, μετά από ένα βίο θυελλώδη, γεμάτο μηχανορραφίες και αποτρόπαια εγκλήματα, αναγκάστηκε σε παραίτηση από το νέο αυτοκράτορα Νικηφόρο. Ασθενής αποσύρθηκε στο γυναικομονάστηρο της Πριγκηπονήσου, που η ίδια είχε ιδρύσει. Θεωρήθηκε όμως επικίνδυνη, αν παρέμεινε τόσο κοντά στην Κωνσταντινούπολη και γι1 αυτό εξορίστηκε στη Λέσβο όπου και πέθανε το 803.»
«Η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, ήτις επρωτοστάτησεν εις των κατά των ματαρυθμιστών αγώνα και αποκατέστησε δια της εν Νίκαια Συνόδου κατά το έτος 787 την Ορθοδοξίαν, εξωρίσθη εις την Λέσβον το 802, όπου και απέθανε το επόμενον έτος. Η εγκατάστασις βεβαίως εις την Λέσβον της εξόριστου Βασιλίσσης, της εργασαμένης τον θρίαμβον της Ορθοδόξου πίστεως, θα εξήψεν αναμφιβόλως το θρησκευτικόν φρόνημα των κατοίκων της Λέσβου και θα ενεφύσησε νέαν πνοήν εις την όλην θρησκευτικήν κίνησιν της νήσου, πράγμα το οποίον, άλλως τε, μαρτυρείται και εκ του πλήθους των μοναστηριών, άτινα ήρχισαν από της εποχής εκείνης να ιόρύωνται εις την Αέσβον» Αναφερόμαστε στο σημείο αυτό στην Ειρήνη την Αθηναία γιατί σύμφωνα με μια παράδοση έχει άμεση σχέση με την περιοχή μας. Λέγεται λοιπόν ότι κατά την εξορία της το 802 στο νησί μας ήλθε και έμεινε στην περιοχή «των Βασιλικών χωρίων».Από αυτήν λοιπόν τα χωριά της περιοχής αυτής έλαβαν την επωνυμία «ΒΑΣΙΛΙΚΑ». Αυτό μας το αναφέρει και ο Οικονόμος Τάξης στη σελ.39, του έργου του»ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ», «Οι πλείστοι των έκπτωτων αυτοκρατόρων ως και οι επισημότεροι των λειτουργών του κράτους, οίτινες εις την δυαμένειαν της αυλής υπέπιπτον, ως η σύζυγος Λέοντος του Β', Ειρήνη,... . Η Ειρήνη δε λέγεται ότι κατώκησεν εις τα εξ αυτής δήθεν κληθέντα Βασιλικά λεγόμενα χωρία, του Πολιχνίτου, αποβιώσασα εν τη νήσω περί τας αρχάς του 9ου αιώνος.
Για το ίδιο θέμα ο Μάκης Αξιώτης μας αναφερόμενος στον «Καστρόπυργο» του Λισβορίου, στο Σκαμιούδι - και για τον οποίο θα μιλήσουμε αργότερα, - στη σελ.65 του βιβλίου του «ΠΥΡΡΑΙΩΝ ΧΩΡΑ».
«Επάνω ακριβώς από το λιμάνι, σε μικρό υψωματάκι το ερείπιο ενός κτίσματος. Οι τοίχοι του σώζονται σε αρκετό ύψος και φανερώνουν ότι επρόκειτο για κάποιο πύργο. Γράφει για τούτο το κτίσμα ο Σ, Χαριτωνίδης ότι αποκαλείται "Μπινιάς", όπως συνηθίζουν να αποκαλούν στη Λέσβο τους τοίχους, με άσβεστο κονίαμα χτισμένους. Οι τοίχοι τούτοι φαίνεται "ότι ανήκουν εις οχυρόν του οποίου σώζεται ερειπωμένος ο κεντρικός πύργος της υστέρας βυζαντινής περιόδου, ίος διαπιστούται και από μονόγραμμα του Μανουήλ Παλαιολόγου, εντετειχισ μενού εις το επί του υψώματος εκκλησίδιον του Αγίου Νικολάου και το οποίον, κατά μαρτυρίαν του ανεγείροντος ιδιοκτήτου αφαιρέθη εκ των ερείπιων του πύργου". Ήταν λοιπόν τούτος ο πύργος Βυζαντινός. Ο αρχαιολόγος, λίγο πιο κάτω, τον ταυτίζει με το κάστρο των Βασιλικών, στον χάρτη του Buondel Mondi αφού θεωρεί το κτίσμα κεντρικό πύργο μεγαλύτερου κάστρου". Ίσως να ήταν έτσι. Όπως είπαμε τα λείψανο επάνω στον Κατάπυργο, δεν μαρτυρούν την ύπαρξη του. Ο Μανουήλ Παλαιολόγος βασίλευσε από το 1391-1425. Η παράδοση το χαρακτήρισε σαν "παλάτι των βασιλιάδων" στα "Βασιλικά" και θέλει σαν κτήτορα την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία. Εξορίστηκε εδώ από τον Νικηφόρο και έκτοτε έμεινε το "στίγμα", σαν τόπος εξορίας. Όμως αυτά έγιναν περί το 802 μ.Χ, κάτι που δε συμφωνεί με τα ιστορικά δεδομένα του πύργου. Πέτρες λαξευμένες, τουβλάκια, κουρασάνι και άφθονα κεραμίδια. Και λίγο πιο πέρα, στο μικρό εξωκκλήοι του Άη Νικόλα σε σκούρο γκρίζο».
Στο σημείο όμως αυτό είναι απαραίτητο να αναφέρουμε και την άλλη άποψη σχετικά με τη διαμονή της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας στο νησί μας. που κατά τον Μητροπολίτη Ιάκωβο Κλεόμβροτο είναι και η πιο πιθανή. Σύμφωνα με αυτήν η Ειρήνη διέμεινε στην πρωτεύουσα και μάλιστα εντός του κάστρου, όπου υπήρχαν οι κατοικίες των αρχόντων καν των ηγεμόνων. Εκεί τελεύτησε το βίο της και ετάφη σε έναν από τους παλαιούς Βυζαντινούς Ναούς του φρουρίου.

ΒΑΣΙΛΙΚΑ (χωρία).


Του ΣΤΡΑΤΗ  ΜΟΛΙΝΟΥ
Η τριγωνική περιοχή της Λέσβου που ορίζεται απ' την δεξιά παραλία του κόλπου της Καλλονής, τις ακτές ως τα Βατερά και τη νοητή γραμμή από δω ίσαμε την Αχλαδερή. κατά τους Βυζαντινούς χρόνους του τέλους της πρώτης χιλιετηρίδας και τους κατοπινούς χρόνους, φαίνεται αποτέλεσε μίαν ιδιαίτερου ενδιαφέροντος περιοχή στο νησί. Μάλιστα συμπεραίνεται πως εκεί επικρατούσε και διαφορετικό καθεστώς, μιας κάποιας φεουδαλικής μορφής.
Η καταπράσινη πεδιάδα, μια απ' τις ευφορότερες του νησιού, τότε ανήκε στους αυτοκράτορες προσωπικά ή σε πρόσωπα συγγενικά και ίου στενού περιβάλλοντος των. Βέβαια δεν είναι γνωστό τι είδους καλλιέργεια γινόταν στα βασιλικά κτήματα, φαίνεται όμως πως οι κτήτορες της πόλης έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον χτίζοντας κάστρο και πύργους για την προστασία τους.
Πολύ πιθανό εκεί να περνούσαν και τον καιρό της ανάπαυσης των.
Σε παλιές χαλκογραφίες και χάρτες (ένα τέτοιο απόσπασμα δημοσιεύεται εδώ) διαβάζει κανείς τις λέξεις: Calona Vasilika.
Colona: . λέξη λατινική, σημαίνει γεωργός. Αργότερα στη νεολατινική γλώσσα και όπως φαίνεται μέχρι σήμερα διατήρησε την έννοια του αποίκου, του γεωμοιρίτη, του εκμισθωτή γαιών, του Μυτιληναϊκού κισιμτζή (τουρκ: Kisim = κομμάτι, μερίδα). Ντόπιοι κατά πάσα πιθανότητα επιχειρηματίες, εκμεταλλεύονταν τα βασιλικά κτήματα για λογαριασμό των ιδιοκτητών και, κρατώντας τη νόμιμη μοίρα για να περάσουν τη χρονιά, τους απέδιδαν τη μερίδα του λέοντος.
Εδώ κι' εκεί κτίσματα εξασφάλιζαν την ησυχία του τόπου, την ακεραιότητα της περιουσίας κι' οι φρουροί προφανώς Έλεγχαν την αφοσίωση και τιμιότητα των καλλιεργητών.
Τη λέξη colona. πολλοί παλιοί σχεδιαστές χαρτών την μετέτρεψαν κατά λάθος σε Calona ή Caloni κι' έτσι βλέποντας τη κανείς γραμμένη κοντά-κοντά με τα Βασιλικά ο νους του φαντάζεται πολλά και άσχετα προς την αλήθεια.
Τα γνωστά σε μας μεσαιωνικά κτίσματα της περιοχής ήταν το φρούριο πού αποτελούσε και την έδρα του βυζαντινού αξιωματούχου, οι καστρόπυργοι του Λισβορίου και της Βρίσας και ο πολυτελής πύργος-παλάτι στα σημερινά Βασιλικά.
Όλα πεσμένα ερείπια. Ποιος ξέρει αν κι' αλλά απομεινάρια, θα βγουν κάποτε στο φως.
Πιστεύουμε πως ολόκληρη η τριγωνική περιοχή που ορίστηκε πιο πάνω, ήταν γνωστή ως Βασιλικά. Συνώνυμη ήταν καί ή πολίχνη με το φρούριο, που δέσποζε στην περιοχή. Και, επί τουρκοκρατίας -- βεβαιώνει ο Στ. Αναγνώστου — όταν τα πάντα για το Βυζάντιο χάθηκαν, τ' όνομα Βασιλικά διατηρήθηκα σαν τοπωνύμιο για τα χωριουδάκια πού σιγά-σιγά ξεπετάχτηκαν:
Βρίσα, Λισβόρι, Πολιχνίτος, Γρίπα καί Βασιλικιώτης. Το τελευταίο συγκεκριμένα πιστεύεται πώς ιδρύθηκε από γεωργούς καί γεωμόρους πού προέρχονταν απ' το κάστρο της πολίχνης των Βασιλικών.
Πολύ αργότερα, κάθε χωριό απαλλάχτηκε απ' την επωνυμία να λέγεται Βασιλικό χωριό και μόνο ο Βασιλικιώτης μετωνομάστηκε πια μόνιμα σε Βασιλικά, ανάμνηση της παλιάς αίγλης.
Οι τόποι και τα κτίσματα της βασιλικής καλλιέργειας δεν άργησαν να γίνουν και τόποι εξορίας υψηλών προσώπων. μιας εξορίας τις περισσότερες φορές καθ' όλα πολυτελούς και άνετης, φτάνει οι εξόριστοι να ήταν μακριά από ραδιουργίες καί ίντριγκες στην Κωνσταντίνου Πόλη.
Απ' την κοινωνική θέση και το είδος των εξόριστων - - όλοι λίγο-πολύ βασιλικά πρόσωπα - - πολλοί παρασύρθηκαν να πιστέψουν πως από δω πηγάζει τ' όνομα Βασιλικά. Δεν ειν' αλήθεια.
Στην αναφορά στο παλάτι των βασιλιάδων, παρατίθεται ένας μακρύς κατάλογος εξόριστων. Πιστεύω πως σ' αυτόν τον καστρόπυργο κατ' αποκλειστικότητα έμεναν μόνο οι έγκλειστοι. Φοβάμαι μόνο. μη τυχόν συχνός συνωστισμός ανεπιθύμητων για την Πόλη προσώπων, δημιούργησε την ανάγκη να φυλακίζωνται πότε-πότε καί στα υπόλοιπα κτίσματα πού αναφέρθηκαν. Δυστυχώς οι περισσότερες πηγές, όταν μιλάν για τόπο εξορίας δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα στην όλη περιοχή Βασιλικά καί στην ομώνυμη μόνο πόλη με το κάστρο.

Απ'το βιβλίο του ΣΤΡΑΤΗ ΜΟΛΙΝΟΥ «ΚΑΣΤΡΑ Κ.Α1 ΚΑΣΤΡΕΛ1Α» ΑΘΗΝΑ 1984 σελ.39

 

ΒΑΣΙΛΙΚΑ  ΧΩΡΙΑ

ΣΤΑΥΡΑΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ
Βασιλικά ωνομάσθησαν ταύτα, κατά τινός μεν, διότι Βασιλέως τινός αδελφή, ή μήτηρ,  σύζυγος, επί Γραικορωμαίων. σταλείσα εξόριστος, διέτριβεν επί πολύν χρόνον εν αυτοίς. Κατ' άλλους δε, ίσως διότι ο Μακαρεύς. ο της νήσου αρχαιότατος βασιλεύς, παραιτηθείς εσχάτως του Θρόνου της Μιτυλήνης, και μεταβάς αυτόθι, διήγεν (ως η παράδοσις διηγείται), τον υπόλοιπον βίον εκεί- και ούτω, το, Βασιλικά, σημαίνει, τρόπον τινά. Παλάτια του Βασιλέως, ή χωρία, ή μέρη του Βασιλέως: ήτοι του Μακαρέως αυτού, κατ' έλλειψιν δηλονότι του ουσιαστικού, λεγομένου μόνου του επιθέτου. Πιθανολογείται η γνώμη αύτη και από τα «Μάκαρα». μέρος αυτόθι κατερειπωμένον. ούτω λεγόμενον και μέχρι σήμερον. Κείνται δε τα ερείπια ταύτα των Μακάρων, δύο περίπου ώρας μακράν του Πολιχνίτου, εις την δεξιάν παραλίαν της εισόδου, και ου μακράν του στομίου του κόλπου της Καλλονής (ή Πυρραϊκού), κατά την θέσιν την καλουμένην σήμερον «Αποθήκαι» ή «Μάκαρα». Εξ’  ου και ο υπό τον Μιτυλήνης διατελών Επίσκοπος, ωνομάζετο ποτέ «Μακαριουπόλεως». Προσέτι δε, και από Νερόμυλους τινός, ευρισκομένους εις τα μέρη εκείνα, και ονομαζόμενους από τους κοινούς «Μύλοι του Μάκαρ». Λέγω δε ταύτα χωρίς να διισχυρίζομαι, αλλά δίδων νύξιν μόνον εις τους σημερινούς λογίους, τους έχοντας τας ευκολίας, και τας απαιτουμένας γνώσεις, καν τα μέσα, ή εις τους μεταγενεστέρους μου, όπως, εξετάσαντες αυτοί, εύρωσι τα' αληθέστερον.
ΑΠ ΤΟ ΒΙΙ1ΛΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΑΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ «Η ΛΕΣΒΙΑΣ ΩΔΗ» ΑΘΗΝΑ -ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΓΗΣ 1972- ΣΕΛ.142.

ΤΑ «ΒΑΣΙΛΙΚΑ» ΧΩΡΙΑ

ΤΗΣ ΑΝ. ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΛΠΟΥ ΚΑΛΛΟΝΗΣ
Μ1ΛΤΉ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, ΜΑΙΟΣ 1980
....Πιο πιθανόν φαίνεται ότι η ονομασία των «Βασιλικά» οφείλεται στο γεγονός ότι στην περιοχή των υπήρχαν κτήματα και εξοχικές κατοικίες των βασιλικών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης που προικοδοτήθηκαν στους Γατελούζους ηγεμόνες της Λέσβου της περιόδου 1355 -1462, για την βοήθεια που έδωσε ο Γενοβέζος Φραγκίσκος Α' Γατελούζος στον αυτοκράτορα Ιωάννην Ε' Παλαιολόγο να ξαναπάρει τον θρόνο του Βυζαντίου από τον σφετεριστήν Ιωάννην ΣΤ Καντακουζηνον. Οι βασιλικές αυτές κατοικίες διαπιστώθηκαν από τα ερείπια «Φραγκόκκλησας» στην παραλία «Σκαμνιούδ» Λισβορίου, όπου δια'πιστώθηκε το 1960 και μονόγραμμα του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, όπως λεπτομερειακά αναφέρεται ατήσελίδα 258 του βιβλίου του Κώστα Μάκιστου - Παπαχαραλάμπους του 1970 <<Η Σελλάδα της Αγίας Παρασκευής Λέσβου». Εξ άλλου σε νομισματικήν συλλογήν που κατήρτισε η Κοινότης Λισβορίου με πρωτοβουλίαν του προέδρου της κ. Αριστείδη Γιαννόγλου, διαπιστώθηκε και ένα μολυβδόβουλλο του Πάπα της Ρώμης Ευγενίου του 4ου (1431 -1447), που είχαν επιτύχει την εφήμερην ένωση της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας στην σύνοδο της Φλωρεντίας και αλληλογράφησε με ηγεμόνα που διέμενε προσωρινά στην περιοχή Λισβορίου. Η σημασία της ανακάλυψης στην ανατολική παραλία του Κόλπου Καλλονής μολυβοόβουλλου αλληλογραφίας του Πάπα Ευγενίου του 4ου τονίσθηκε και στην σελίδα 242 του νέου πολύτιμου για την ιστορία της Λέσβου συγγράμματος «Μήθυμνα» του καθηγητού του Πανεπιστημίου του Γκίσσεν Χανς Γκύνιερ Μπούχχολτς, παρουσίαση του οποίου έγινε από το «Βήμα» Αθηνών της 44-1980 και από τον «Δημοκράτη» Μυτιλήνης της 214-1980.
(ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΊΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΚΑΡΑΤΖΑΝΟΥ «ΠΟΛ1ΧΝΙΑΤΙΚΑ «ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ

ΒΑΣΙΛΙΚΑ  ΧΩΡΙΑ


Ο λόγος και πάλι για τα «ΒΑΣΙΛ1ΚΑ».Τα «ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΧΩΡΙΑ», που η ιστορία τους δεν έχει τελειωμό. Όσο κι αν σκαλίζεις την ιστορία τους άκρη δεν θα βρεις. Πάντα κάτι καινούριο θα ξεπεταχτεί μπροστά σου κι άιντε πάλι απ' την αρχή για να μπορέσεις να δεις με τη φαντασία σου τη συνέβη στα χώματα που πατάς πριν 8 αιώνες περίπου και να ερευνήσεις τις ρίζες σου.
Ατέλειωτα μα και ανεξερεύνητα τα απομεινάρια βρίσκονται κατάσπαρτα σ" ολόκληρη την περιοχή. Πέτρες, κεραμίδια απομεινάρια από πήλινα σκεύη, νομίσματα, ότι και να σκεφτεί κανείς θα τα βρει μέσα στην αγκαλιά της μάνας γης, να περιμένουν πότε επί τέλους θα τους δοθεί η ευκαιρία να συνθέσουν το «παζλ» της ιστορίας τους. Κι εμείς αδιάφορα τα προσπερνάμε χωρίς να τους δίνουμε καμιά σημασία - έρχονται καν εμπόδια πότε πότε στα σχέδια μας... - και ακόμη τα βέβηλα χέρια των επιτήδειων που φαίνεται ξέρουν πολύ πιο πολλά από μας, ιεροσυλούν πάνω τους, ξεριζώνοντας τα από το φυσικό τους χώρο για να τα μετατρέψουν σε ένα πρώτης τάξεως εμπόρευμα... Στο «Σκαμιούδι λοιπόν όπου και ο λιμενίσκος, «η σκάλα», Λισβορίου, λίγο πιο πέρα από αυτό το αλιευτικό καταφύγιο όπως το λένε σήμερα και πλησίον του ναϋδρίου του Αγίου Νικολάου και στη θέση «Μπινιάς». βρίσκεται ή για να ακριβολογούμε σώζονται σαν κραυγάζουσα μαρτυρία, τα ερείπια από αρχοντικό Βυζαντινών αξιωματούχων, από αυτά που ήσαν διάσπαρτα σ' όλη την περιοχή των «Βασιλικών χωρίων».
Λέγεται γι' αυτό ότι είναι απομεινάρι από παλαιό - Βυζαντινό - πύργο , «καστρόπυργο», ο οποίος χρησίμευε είτε σαν εξοχική κατοικία αξιωματούχων του Βυζαντίου, είτε ακόμη και σαν τόπος εξορίας ανεπιθύμητων στα Βυζαντινά ανάκτορα.
Ο δικός μας πύργος όπως μας αναφέρει ο Στρατής Μολίνος, στο βιβλίο του «Κάστρα και Καστρέλια» πρέπει να είναι το τελευταίο γνωστό κομμάτι, μέχρι σήμερα από όσα έχουν ανακαλυφθεί σ' ολόκληρη την περιοχή των «Βασιλικών Χωρίων' του «Πυρραίου κόρφου». Δυστυχώς η άγνοια, η αμέλεια, η αδιαφορία το άφησαν και αυτό στην τύχη του. Δεν το προσέξαμε καθόλου κι έτσι σιγοκαταστρέφεται μέρα με τη μέρα. Εδώ έχει βρεθεί και μαρμάρινη πλάκα με το μονόγραμμα του Μανουήλ Παλαιολόγου και η οποία σήμερα βρίσκεται εντοιχισμένη στη δεξιά πλευρά της εισόδου του ναϋδρίου του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται λίγο πιο πέρα.
Επίσης εδώ πέρα έχουν βρεθεί και πολλά ά?λα άξια λόγου ευρήματα, όπως διάφορα νομίσματα, για τα οποία θα γίνει πιο κάτω λόγος, καθώς και το μολυβδόβουλο (αρχιερατική σφραγίδα) του πάπα Ευγενίου του Δ'. Ο οποίος ηγήθηκε της Αγίας Έδρας στη Ρώμη από το 1431 ως το 1437 μ. Χ.

Ας δούμε όμως τι μας λέει γι' αυτό ο Στρατής Μολίνος.
«Ο Καστρόπυργος του Λισβορίου»


«Το τελευταίο γνωστό κομμάτι απ' την αλυσίδα ιών αρχοντικών των βυζαντινών αξιωματούχων που ήταν διάσπαρτα στα βασιλικά κτήματα, υπάρχει σήμερα στη θέση Σκαμνιούδ. κοντά στο χωριό Λισβόρι. τώρα πια σε λίγα ερείπια.
Βρίσκεται πάνω ατό λόφο της παραλιακής περιοχής, κάτι ανάλογο με τον Παλιόπυργο της Βρίσας κι' ίσως με το ανάκτορο των Βασιλικών.
Το δυστύχημα είναι πώς αφέθηκε να ερειπωθεί ολοκληρωτικά, τόσο που είναι ακόμα δύσκολο ν' αναγνωριστούν και τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά του κτίσματος: Οι διαστάσεις του, η διαρρύθμιση κ.ά.
Αντίθετα η τύχη βοήθησε σε τούτο δω το μικρό οχυρό να βρεθούν πολλά αντικείμενα ιστορικής αξίας καθώς και μαρτυρίες που με λίγη μελέτη μπορεί πολλά να πουν:
Συγκεκριμένα, εδώ ξεθάφτηκε το μονόγραμμα του αυτοκράτορα Μανουήλ Β' του Παλαιολόγου,
Ανάγλυφο σε πέτρα, που σήμερα σώζεται εντοιχισμένο σε γειτονικό εκκλησάκι.
Ό αυτοκράτορας Μανουήλ ({348—1425 μ.Χ.) ήταν πολύ κοντινός συγγενής των Γαττελούζΐι γιατί ο πατέρας του Ιωάννης ο Ε' ήταν αυτός που έτρεφε βαθιά εκτίμηση στον πρώτο Γαττελούζί Φραγκίσκο ια' έδωσε στον τελευταίο σύζυγο την αδερφή του πριγκίπισσα.
Ίσως έτσι δικαιολογείται, πως βρέθηκε στα βασιλικά κτίσματα της περιφρονημένης Λέσβου μονόγραμμα του αυτοκράτορα. Λόγοι στενής συγγένειας και προστασίας ίσως.
Εδώ βρέθηκαν πολλά νομίσματα σημαντικής αξίας και το μολυβδόβουλο — σφραγίδα κατά κανόνα αρχιερατική, σ' αντίθεση με τα χρυσόβουλα των αυτοκρατόρων και τ' αργυρόβουλα των δεσποτών -του πάπα Ευγενίου του Λ', που ηγήθηκε της Αγίας Έδρας απ' το 1431 έως το 1437 μ.Χ.
Για το τελευταίο γεγονός υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μαζί και λίγη έκπληξη. Τι είδους επικοινωνία είχε αποκατασταθεί με τον έξω κόσμο και ειδικά με τον Πάπα; Τι νόημα είχε αυτή την ταραγμένη εποχή και τι σκοπό εξυπηρετούσε;
Κάποιος μπορεί να πιστέψει πως ήταν θρησκευτική επαφή των Καθολικών ηγεμόνων του νησιού με τον πρωθιεράρχη τους κι' άλλος μυστική διαβούλευση Ανατολής με τη Δύση μπροστά στον επαπειλούμενο κίνδυνο. Δεν παύει βέβαια, ν' αποτελεί ένα αξιόλογο εύρημα πού άπλα, μπορεί να μεταφέρθηκε τυχαία στον τόπο του καστρόπυργου, χωρίς ιδιαίτερες σκέψεις.» ( ΣΤΡΑΤΗ ΜΟΛ1ΝΟΥ «ΚΑΣΤΡΑ ΚΑί ΚΑΣΤΡΕΛΙΑ» ΑΘΗΝΑ 1984, ΣΕΛ. 47).
Και τώρα να τι μας γράφει γι’  αυτόν τον καστρόπυργο και ο Μάκης Αξιώτης.
«Επάνω ακριβώς από το λιμάνι, σε μικρό υψωματάκι σώζεται το ερείπιο ενός κτίσματος. Οι τοίχοι του σώζονται σε μικρό ύψος και φανερώνουν ότι επρόκειτο για κάποιο πύργο. Γράφει για τούτο το κτίσμα ο Σ. Χαριτωνίδης ότι αποκαλείται «Μπινιάς», όπως συνηθίζουν να αποκαλούν στη Λέσβο τους τοίχους, με ασβεστοκονίαμα χτισμένους. Οι τοίχοι τούτοι φαίνεται «ότι ανήκουν εις οχυρόν του οποίου σώζεται ερειπωμένος ο κεντρικός πύργος της υστέρας βυζαντινής περιόδου, ως διαπιστούται και από μονόγραμμα του Μανουήλ Παλαιολόγου, εντετειχισμένου εις το επί του υψώματος εκκλησίδιον του Αγίου Νικολάου και το οποίον, κατά μαρτυρίαν του ανεγείροντος ιδιοκτήτου αφαιρέθη εκ των ερειπίων του πύργου». Ήταν λοιπόν τούτος ο πύργος Βυζαντινός. Ο αρχαιολόγος, λίγο πιο κάτω, τον ταυτίζει με το κάστρο των Βασιλικών, στον χάρτη του ΒιιΟΓΚ&Ιιηοηάϊ αφού θεωρεί το κτίσμα κεντρικό πύργο μεγαλύτερου κάστρου. Ίσως να ήταν έτσι. Όπως είπαμε τα λείψανα επάνω στον Κατάπυργο, δεν μαρτυρούν την ύπαρξη του, Ο Μανουήλ Παλαιολόγος βασίλευσε από το 1391-1425. Η παράδοση το χαρακτήρισε σαν «παλάτι των βασιλιάδων» στα «Βασιλικά» και θέλει σαν κτήτορα την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία. Εξορίστηκε εδώ από τον Νικηφόρο και έκτοτε έμεινε το «στίγμα», σαν τόπος εξορίας. Όμως αυτά έγιναν περί το 802 μ. Χ, κάτι που δε συμφωνεί με τα ιστορικά δεδομένα του πύργου. Πέτρες λαξευμένες, τουβλάκια, κουρασάνι και άφθονα κεραμίδια. Και λίγο πιο πέρα, στο μικρό εξωκκλήσι του Αη - Νικόλα, σε σκούρο γκρίζο μάρμαρο το μονόγραμμα του αυτοκράτορα. Το εςωκκλήσι χτίστηκε το 1911. Ο Χαριτωνίδης ο ίδιος χαρακτηρίζει τον κεντρικό αυτό πύργο, «είδος μικρού παλατιού του εκπροσώπου του αυτοκράτορος».( ΜΑΚΗ ΑΞΙΩΤΗ «ΠΥΡΡΑ1ΩΝ ΧΩΡΑ»ΔΗΜΟΙ ΠΟΛ1ΧΝΙΤΟΥ 2001 .ΣΕΛ.64 - 66). Ας σημειώσουμε όμως στο σημείο αυτό και την άλλη άποψη που θέλει το «κάστρο των «βασιλικών» εννοείται χωρίων, να βρίσκεται σε άλλο σημείο και να μην ταυτίζεται με τούτον δω τον καστρόπυργο. Αναφέρει σχετικά ο Στρατής Μολίνος.

«Το κάστρο των Βασιλικών»

Στο λοφίσκο πού 'ναι. κοντά στην παράλια τοποθεσία Αχλαδερή, ανακαλύφτηκαν τα ίχνη της πολίχνης των βυζαντινών Βασιλικών με το ερειπωμένο κάστρο τους. Σε μέγεθος αποδεικνύεται αξιόλογο κάστρο, κι' ο λόγος είναι πως μέσ' στον χώρο του ήταν χτισμένη και η μικρή πόλη. Να, λοιπόν, ακόμα μια περίπτωση περιτείχιστης μονάδας κι' αυτό κάνει το κάστρο των Βασιλικών ν' αναφέρεται συχνά σε περιγραφές επισκεπτών κατέχοντας μια σημαντική θέση σπουδαιότητας στο νησί. Συνήθως την τετάρτη. Τούτο όμως δεν αποτελεί παρά μόνο προσωπικές εντυπώσεις ορισμένων, γιατί, ως γνωστό, τη θέση αυτή κατείχαν εναλλάξ -- ανάλογα με την περίοδο ακμής του καθενός — πότε της Ερεσού και πότε της Γέρας.
Την ύπαρξη του αναφέρουν στις περιγραφές τους, συγκεκριμένα οι Ch. Buondelmondi Β. Zamberti και F. Da. Bergamo ενώ οι περισσότεροι παλιοί χάρτες, αρχίζοντας απ' του Buondelmondi μέχρι και του Ο. Dapper αναφέρουν τη λέξη Vasilika (-cha)χωρίς την ένδεικη castel, αφήνοντας έτσι τον αναγνώστη ή παρατηρητή να συμπεράνει μόνος του αν πρόκειται για ολόκληρη περιοχή, για πόλη αφρούρητη ή για καστέλλο.
Ένας απ" τους χαρτογράφους αυτούς μάλιστα, έχει δημιουργήσει και την παραλλαγή του σε 0'3ΐοη3 οδηγώντας τις σκέψεις σε γεωγραφικές συσχετίσεις μεταξύ των χωριών Καλλονή και Βασιλικά.
Αξιόλογης κατασκευής είναι η σήραγγα που έβγαζε υπόγεια έξω, μακριά απ' το κάστρο. Τα τοιχώματα της που μόλις επιτρέπουν ένα σκυφτόν άνθρωπο να προχωρήσει, είναι φτιαγμένα από γκρίζες πλάκες, καλοχτισμένες, δίνοντας την εικόνα επιμελούς και κοπιαστικής εργασίας.
Με την πιθανότερη αιτιολογία, ότι σαν ακραιφνώς βασιλικό κάστρο μια προσβολή ενάντια του θα δημιουργούσε σοβαρότερες απ' τις συνηθισμένες συνέπειες ή ότι, για την ίδια πιο πάνω αίτια, η άμυνα θα ήταν τόσο σθεναρή ώστε ν' απογοητέψει εκ ίων προτέρων τους πολιορκητές, πολεμικά επεισόδια είναι τελείως άγνωστα γύρω απ' το κάστρο αυτό.
Το μόνο γεγονός πού έμεινε στην ιστορία, είναι πώς μαζί με τα περισσότερα, πρόδωσε τον αυτοκράτορα και παρέδωσε τα κλειδιά των πυλών στον επιδρομέα ποιώ. €αΐΙ&ηεο. Τίποτ'
άλλο. ( ΣΤΡΑΤΗ ΜΟΛΙΝΟΥ «ΚΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΚΑΣΤΡΕΛ1Α» ΑΘΗΝΑ 1984, ΣΕΛ. 4 Ι).

ΜΑΝΟΥΗΛ   Β . ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ( 1391 - 1425)

Ας κλείσουμε και αυτή μας την αναφορά στα «ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΧΩΡΙΑ», με τον Μανουήλ Παλαιολόγο μια και το μονόγραμμα, που βρέθηκε στην αγκαλιά της Λισβοριανής γης, στον καστρόπυργο του Λισβορίου, μιλάει ξεκάθαρα γι αυτόν.
Είναι από τους τελευταίους Βυζαντινούς αυτοκράτορας, γιος του Ιωάννου του Ε' Παλαιολόγου. Όμορφος, ευγενικός, μορφωμένος, προικισμένος με φιλολογικές ικανότητες, αισθανόμενος όχι μόνον φρίκη για την κατάσταση που επικρατούσε και στον εσωτερικό και στον εξωτερικό τομέα της αυτοκρατορίας, αλλά και ταπεινωτικό βάρος για την κληρονομιά του. Προσπάθησε μα δεν κατόρθωσε να σώσει την ολισθαίνουσα πλέον αυτοκρατορία. Αποσύρθηκε από το θρόνο χάριν του υιού του Ιωάννη και στο τέλος της ζωής του έγινε μοναχός, με το όνομα Ματθαίος. Πέθανε από αποπληξία. Σύζυγος του ήτο η Ελένη η Παλαιολογίνα που έγινε κι αυτή μοναχή με το όνομα Υπομονή, και η οποία έχει αγιοποιηθεί από την Εκκλησία μας. Πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1449 και είναι η μητέρα του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του ΙΑ'.


 ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ   ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

( 1462 – 1912 )

Και η ζωή συνεχίζεται

Τα Βυζαντινά και τα ύστερα Βυζαντινά χρόνια που άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στα «ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΧΩΡΙΑ» και στο νησί μας ολόκληρο, διαδέχεται η εκατοντάχρονη περίπου Γατελούζιος κυριαρχία (1355-1462). Περίοδος οικονομικής ευρωστίας  ανάπτυξης και ειρήνης για το νησί μας, όπως μαρτυρούν οι ιστορικοί, μα και ύπουλων προσπαθειών του Πάπα ( Ιννοκέντιος ο 6ος  ), και  της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, για τον προσηλυτισμό των κατοίκων της Λέσβου και  την υποταγή του νησιού, εκκλησιαστικώς, στο Ρωμαιοκαθολικισμό. Στην περιοχή Λισβορίου έχουν βρεθεί αρκετά δείγματα και αυτής της περιόδου. Όπως το μολυβδόβουλο του πάπα Ευγενίου του Δ΄(1431-1447) στην περιοχή «Σκαμιούδ», νομίσματα των Γατελούζων, Ιακώβου(1376-1397), Δορίνου(1401-1449), Νικολάου(1459-1462),σε διάφορες περιοχές, και διάφορα άλλα ευρήματα. Η περιοχή μας, περιοχή «Βασιλικών Χωρίων», αναφέρεται και στα έγγραφα αυτής της περιόδου. Αξιοσημείωτη επίσης είναι και η λεγόμενη «Φραγκοκκλησιά» που βρίσκεται στην περιοχή «Τίδα», όπου βλέπουμε αρκετά οικιστικά λείψανα. Γι’ αυτό ακριβώς το σημείο, όπως διαβάζουμε στο Μάκη Αξιώτη, «ο Μίλτης Παρασκευαΐδης, σημειώνει τα Βυζαντινά νομίσματα, που βρέθηκαν εδώ και ένα «μολυβδόβουλλο» του τέλους του 12ου αιώνα, της Βυζαντινής οικογενείας των Καταλανών. Εδώ τα όστρακα που είδε ο Κοντής, είναι κυρίως Ελληνιστικά». ( «ΠΥΡΡΑΙΩΝ ΧΩΡΑ».  Σελ. 71).
Τον Αύγουστο του 1462 έχουμε την κατάληψη της Λέσβου από τους Τούρκους· (Μωάμεθ ο Β)΄. Ένας βαρύς Γολγοθάς ξεκινάει για ολόκληρο το νησί μας, που ειδικά κατά τους δυο πρώτους αιώνας, δεύτερο μισό του 15ου αιώνα μέχρι και το πρώτο μισό του 17ου,  το οδηγεί στην αθλιότητα και την κακομοιριά. Φυσικά και για τα «Βασιλικά Χωρία», και το Λισβόρι, η μοίρα δεν θα ήτανε διαφορετική. Η πρόοδος που είχε αρχίσει να σημειώνεται κάτω από τη διοίκηση των Γενουατών Ηγεμό­νων του νησιού (1355 - 1462), ανεκόπη και το νησί μας «το σκιάζει η φοβέρα και το πλακώνει η σκλαβιά». Οι κάτοικοι ιδίως στα παραθαλάσσια ζούνε σε συνθήκες φρίκης. Για τρεις περίπου αιώνες οι Λέσβιοι γνωρίζουνε μεγάλη δυστυχία. Ο κόσμος πεινάει, υποφέρει, ζει σε σπίτια τρώγλες, δέχεται εξευτελισμούς, τρομοκρατία, άγρια φορολογία. Δεν χάνει όμως το θάρρος του και προ πάντων τον εθνισμό του.
Διαβάζουμε στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ» που εξέδωσε η «ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ Ν. ΛΕΣΒΟΥ» και στη σελ.155:
«Με την εγκατάσταση της τουρκοκρατίας, η Λέσβος ξέπεσε ολότερα από την παλιά της ακμή, Το άλλοτε πλούσιο νησί έπεσε απότομα στη χειρότε­ρη αθλιότητα και κακομοιριά. Σκοτάδι και σίδερο της χειρότερης σκλα­βιάς επικράτησε παντού. Οι καταστρεπτικές επιδρομές που επακολουθή­σαν το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα επέφεραν τέλεια καταστροφή στην ύπαιθρο του νησιού. Πολλά χωριά ερημώθηκαν κι άλλα εξαφανίστηκαν τελείως. Μεγάλο μέρος του λεσβιακού πληθυσμού υπέστη ό,τι και ο πλη­θυσμός της πρωτεύουσας. Πολλοί από τους εναπομείναντες ραγιάδες, για να αποφύγουν τις τρομερές πιέσεις και τους διαρκείς εξευτελισμούς από μέρους των Τούρκων αναγκάστηκαν, τους πρώτους αιώνες μετά την άλωση, να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μετοικήσουν σε άλλα πλη­σιέστερα προς αυτούς χωριά, όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν αμιγές ή αποτελούσε πλειονότητα. Άλλοι πάλι εγκατέλειψαν ομαδικά τα χωριά τους και ίδρυσαν καινούργια, για το λόγο ότι ήταν παραθαλάσσια και κατά συνέπεια ευπρόσβλητα από τους πειρατές. Έτσι, συνέβη κατά τον 16ο αιώνα να εξαφανιστούν πολλά χωριά και να ιδρυθούν καινούργια σε μέρη απόκεντρα και αθέατα.»
Τα ίδια ακριβώς διαβάζουμε και στη «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ», σελ. 59, του μακαριστού μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρού ΙΑΚΩΒΟΥ Β΄. Μάλιστα ο αείμνηστος επίσκοπος μας, επεκτεινόμενος , σκιαγραφεί ειδικότερα και τη ζωή των Χριστιανών:
«Εις την Λέσβον, μετά τα τραγικά και φρικώδη γεγονότα, άτινα έλαβον χωράν κατά τας πρώτος ημέρας της αλώσεως της πρωτευούσης, ως ανωτέρω ελέχθη, το εναπομείναν χριστιανικόν στοιχείον ευρέθη εις οικτράν κατάστασιν. Πανταχού ήρχεν ή βία και ή αυθαιρεσία. Ή νήσος απώλεσε την προτέραν αυτής αίγλην και κατεδικάσθη εις αφάνειαν. Οι εναπομείναντες Χριστιανοί, στερηθέντες των πάντων και αυτής της περιουσίας των, διήρχοντο φας ημέρας της ζωής των εν μέσω αφάντα­στων κακουχιών και στερήσεων. Πασά θρησκευτική και πνευματική ζωή είχε νεκρωθεί). Τα μοναστήρια ηρημώθησαν. Οι μεγαλύτεροι ναοί, όσον είχον διασωθεί εκ της καταστροφής των σεισμών, μετεβλήθησαν εις τεμένη, κατή την κρατήσασαν τότε παρά τοις Τούρκοις αρχήν. Εν γένει ή κατάστασις της νήσου ήτο οικτρά και απαίσια από πάσης απόψεως. Παρ’ όλα αυτά όμως, οι εναπομείναντες ολίγοι Χριστιανοί δεν απέβαλον των εθνισμόν των. Ο εθνικός ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος λέγει ότι τα δύο στοιχεία (χριστιανικόν και τουρκικόν), έμειναν άμικτα προς άλληλα, όπως το ύδωρ και το έλαιον.»
Σε άλλο  σημείο και στη σελίδα 80, διαβάζουμε επίσης:
«Η κατάληψις της νήσου υπό των Τούρκων και αι γενόμεναι κατά το δεύτερον ήμισυ του 15ου αιώνος καταστρεπτικαί επιδρομαί εις την Λέσβον εμάραναν τον εν τη νήσω Λέσβω ανθήσαντα χριστιανικόν πολιτισμόν και επήνεγκον τελείαν αναστάτωσιν εις την ύπαιθρον της νήσου χωράν. Πολλά χωρία ηρημώθησαν και αλλά εξηφανίσθησαν τελείως. Μέγα μέρος του χριστιανικού πληθυσμού της υπαίθρου χώρας υπέστη ό,τι και ο πληθυσμός της πρωτευούσης. Πολλοί εκ των εναπο­μεινάντων χριστιανών, δια να αποφύγωσι τας τρομεράς πιέσεις και τους διηνεκείς εξευτελισμούς εκ μέρους των Τούρκων, ηναγκάσθησαν ευθύς κατά τους μετά την άλωσιν χρόνους να εγκαταλειψωσι τας εστίας των και να μετοικήσουν εις αλλά πλησιέστερα προς αυτούς χωρία, όπου το χριστιανικόν στοιχείον ήτο αμιγές ή απετέλει πλειονότητα. Άλλοι δε πάλιν εγκατέλειψαν ομαδικώς τα χωρία των και ίδρυσαν νέα, δια τον λόγον ότι ταύτα ήσαν εκτισμένα εις θέσιν περίβλεπτον και κατά συνέπειαν ήσαν εκτεθειμένα εις τα όμματα των πειρατών από της θαλάσσης. Ούτω δε συνέβη κατά τον 16ον αιώνα να εξαφανισθούν πολλά Βυ­ζαντινά χωρία και να ιδρυθούν νέα τοιαύτα, και δη εις μέρη απόκεντρα και αθέατα, χάριν περισσοτέρας ασφαλείας από του κινδύνου των πειρα­τικών επιδρομών.»
  Εδώ πρέπει να δώσουμε περισσότερη προσοχή γιατί αναφέρεται στη ζωή της υπαίθρου. Περιγράφει δηλαδή τη ζωή των χωριών μας, που φυσικά αφορά και το Λισβόρι.
Δυστυχώς τα 550 περίπου χρόνια που μας χωρίζουν από την εποχή αυτή έχουν οδηγήσει ανεπιστρεπτί στον αφανισμό την πλειονότητα των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορία του τόπου που ζούμε. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που σώζονται για τα χρόνια εκείνα και για το χωριό μας αλλά και για ολόκληρη την περιοχή των πάλαι ποτέ «Βασιλικών χωρίων». Επειδή λοιπόν είναι ελάχιστες οι πληροφορίες που υπάρχουν ειδικά για το Λισβόρι καταφεύγουμε στη γενικότερη ιστορία του νησιού μας, που όπως προαναφέραμε δεν θα επεφύλαξε ιδιαίτερη μοίρα και γι’ αυτό.
Σύμφωνα λοιπόν τα παραπάνω, μπορούμε να υποθέσουμε – ίσως παράτολμα – ότι η εποχή αυτή, το δεύτερο ήμισυ, του 15ου αιώνα,(1550 – 1600), και ο 16ος,  μπορεί να είναι και η εποχή της οριστικής διαμόρφωσης του Λισβορίου στον τόπο που είναι σήμερα, αφού όπως μας λέει η ιστορία κατά τα χρόνια εκείνα χωριά που ήταν παραθαλάσσια και σε περίβλεπτο θέση, εγκατέλειψαν ομαδικά τους τόπους τους και κατά κάποιο τρόπο μετακόμισαν, «δια τον λόγον ότι ταύτα ήσαν εκτισμένα εις θέσιν περίβλεπτον και κατά συνέπειαν ήσαν εκτεθειμένα εις τα όμματα των πειρατών από της θαλάσσης. Ούτω δε συνέβη κατά τον 16ον αιώνα να εξαφανισθούν πολλά Βυ­ζαντινά χωρία και να ιδρυθούν νέα τοιαύτα, και δη εις μέρη απόκεντρα και αθέατα, χάριν περισσοτέρας ασφαλείας από του κινδύνου των πειρα­τικών επιδρομών»
Επανερχόμενοι στην οικτρά κατάσταση των δύο τουλάχιστον πρώτων αιώνων τουρκοκρατίας στο νησί μας, σημειώνουμε και τη μαρτυρία του Σταυράκη Αναγνώστου (1804-1871),ο οποίος μελετώντας παλαιούς κώδικας και εκκλησιαστικά έγγραφα της Μητροπόλεως Μυτιλήνης της περιόδου1567-1652,  μας γράφει στη σελ. 152 της «ΛΕΣΒΙΑΔΟΣ ΩΔΗΣ:  «Ἐν ὧ, ἐν τῷ κώδηκι τούτῳ,  ὡς ἐν ἐσόπτρῳ βλέπομεν τήν ἐλεϊνήν τῶν ἀνθ΄ρπων ἐκείνης τῆς περιόδου κατάστασιν, και ὡς πρός τὸ σκέπτεσθαι, καὶ ὡς πρός τὸ γράφειν, καὶ ὡς πρός τὸ ἀθλίως διάγειν, σμικρότατόν τι μὲ ὅλον τοῦτο, καὶ ἀδύνατον, καὶ πολύ ἀμυδρόν φῶς, παιδείας, ἀναλάμπ’ εἰς τὰ βλέμματά μας, καὶ καθορῶμεν, καὶ ἐν αὐτῷ τούτῳ, ὅτι, ἡ πρὸς τὸ ἑλληνίζειν, καὶ ἡ πρὸς τὸ σπουδάζειν τοῦ ἔθνους, καὶ μάλιστα ἡ τῆς πατρίδος ἡμῶν ὄρεξις ὁλοτελῶς δὲν ἐξέλιπε…»
Το ευτύχημα είναι ότι η κατάσταση αυτή δεν κράτησε όλη περίοδο των 450 χρόνων, της τουρκοκρατίας στο νησί μας. Με το πέρασμα των χρόνων και τη μετάβαση στον 18ο αιώνα και ακόμα περισσότερο στον 19ο, η ζωή αρχίζει να μετασχηματίζεται. Αλλαγή αργή, μα πραγματική και σταθερά εξελισσόμενη. Τα πράγματα σιγά – σιγά θ’ αλλάξουν και οι κάτοικοι αρχίζουν να βγαίνουν απ’ την μιζέρια και την καταφρόνια. Η τρομοκρατία που κυριαρχούσε τα πρώτα χρόνια μειώνεται, τούρκοι και έλληνες συμβιώνουν σχεδόν αρμονικά στα χωριά και τις πόλεις και το ελληνικό στοιχείο θα πάρει τελικά το πάνω χέρι.
Στην περίοδο αυτή (1527 – 1652), αναφέρεται και ο προαναφερθείς κώδικας της Μητροπόλεως Μυτιλήνης τον οποίο βρήκε και ανέγνωσε ο Σταυράκης Αναγνώστου και στον οποίο αναφέρονται τα χωριά τα οποία συγκροτούσαν την μεγαλυτέρα από τις δυο επαρχίες της Λέσβου, την επαρχία Μυτιλήνης. Αναφέρονται λοιπόν μεταξύ των άλλων: «…16) Άγιος Νικόλαος. 17). το Λισβόριον. 18). ο Κατάπυργος…».Δυστυχώς ο κώδικας αυτός έχει χαθεί.
«Δεν δυνάμεθα όμως, αναφέρει στη σελίδα 61,(ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ) ο Μητ/λίτης ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΛΕΟΜΒΡΟΤΟΥ, να παραδεχθώμεν, ότι η τοιαύτη κατάστασις της στασιμότητος και αφανείας του υποδούλου Ελληνικού έθνους, η οποία παρετηρήθη κατά τους πρώτους χρόνους της δουλείας, διήρκησεν μέχρι τέλους του 16ου αιώνος πανταχού εις όλας τας επαρχίας, διότι η Εκκλησία, τυχούσα μεγάλων προνομίων υπ’ αυτού του πρώτου κατακτητού και περιβληθείσα με ισχυράν πολιτικήν δύναμιν, επεδόθη ευθύς αμέσως δια των πανταχού ιεραρχών εις το έργον της ηθικής και θρησκευτικής και πνευματικής ανασυγκροτήσεως των εναπομεινάντων, εκ των αθρόων εξισλαμίσεων και σφαγών, Χριστιανών και της οργανώσεως αυτών εις Χριστιανικάς κοινότητας».
«Η ζωή των Λεσβίων κατά την περίοδο αυτή ήταν βυθισμένη στην εξα­θλίωση και τη μιζέρια. Τα πάντα, τιμή. ζωή, περιουσία ήταν στη διάθεση του κατακτητή. Το μόνο φως ελπίδας και παρηγοριάς που τους απέμενε ήταν η εκκλησία. Η παραχώρηση των προνομίων από το Σουλτάνο στο Πατριαρχείο έδωσε τη δυνατότητα στην εκκλησία να οργανώσει γύρω της ιούς κατατρεγμένους ραγιάδες και να κρατήσει άσβηστη τη φλόγα της ορθοδοξίας που θ' αποτελέσει το στυλοβάτη του έθνους στις δύσκολες εκείνες ώρες και το προσάναμα για την εθνική αφύπνιση.
Με την κατάκτηση, ο χριστιανικός πληθυσμός του νησιού ελαττώθηκε σημαντικά εξαιτίας των σφαγών και εξανδραποδισμών αλλά και των εξι­σλαμισμών, Η ζωή για το ραγιά τους πρώτους αιώνες ήταν αβάσταχτη. Όσοι μπόρεσαν και στάθηκαν δυνατοί, υπόμειναν τις δυσκολίες και παρέ­μειναν στην πίστη τους. Οι υπόλοιποι, που λύγισαν, ζήτησαν γλιτωμό στον εξισλαμισμό.
Οι Τούρκοι περιορίστηκαν κυρίως στα αστικά κέντρα ενώ οι κάτοικοι της υπαίθρου είναι οι περισσότεροι Έλληνες. Τα χωριά και οι πόλεις παρουσιάζουν μια αξιοθρήνητη εικόνα. Οι δρόμοι, ακόμη και σ' αυτή τη Μυτιλήνη, είναι στενοί, σχεδόν μονοπάτια, που μόνο άνθρωποι πεζοί ή έφιπποι μπορούν να διασχίσουν. Οι άμαξες και οι αραμπάδες ήταν άγνω­στα πάνω σ' όλη τη Λέσβο. Η μεταφορά γινόταν στη ξηρά πάνω σε μουλάρια ή με τα γρήγορα, κοντόσωμα και ευέλικτα ιππάρια, τους "Μυτιλήδες". Η σπάνια αυτή ράτσα αλόγων δυστυχώς εξαφανίστηκε τον περασμένο αιώνα, στο τέλος του οποίου κατασκευάστηκαν και αμαξωτοί δρόμοι που επέτρεψαν την εμφάνιση τροχοφόρων.
Η φτώχεια, η πείνα, οι ελώδεις πυρετοί, η λέπρα είναι καταστάσεις γνώριμες και οικείες στο λεσβιακό, μετά την άλωση, πληθυσμό. Αποτέλε­σμα του λοιμού του 1601 είναι η άλλοτε "πολυάνθρωπος" Τζήθρα να μεί­νει με ελάχιστο πληθυσμό. «Το χωριό Κίθρα (Τζήθρα) ηρημώθη υπό του θανάτου προ χρόνων., γράφει στα 1620 περίπου ο Γαβριήλ. Μητροπολίτης Μηθύμνης. Του έμειναν 65 σπίτια μονάχα χριστιανών και 5 - 6 αγαρηνών και «ουκ έχει άλλο αγαθό ει μη αηδόνας πλείστους εν τω έαρ».
Οι Λεσβίοι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Π. Παρασκευαΐδης, «έσερναν τη χαμοζωή τους πίνοντας το πικρό ποτήρι της σκλαβιάς». Η τροφή τους, περιγράφει ο Άγγλος περιηγητής Sandys, περιορίζεται «σε παξιμάδια, ελιές, σκόρδα και κρεμμύδια. Πότε - πότε για αλλαγή ψάχνουν στα ρηχότερα νερά για κάποιο μικρό ψάρι... Πίνουν νερό και καμιά φορά τη μέρα ζεσταίνουν το αίμα τους με μια γουλιά κρασί». Τη σκληρή καθημερινή βιοπάλη και μιζέρια διέκοπτε πότε – πότε κάποιο πανηγύρι, γάμος ή άλλη θρησκευτική γιορτή. Στο σύντομο αυτό διάλειμμα προσπαθούσαν να ξεχάσουν τις πίκρες και τα βάσανα τους. Έβαζαν τότε τα φτωχικά, γιορτινά τους ρούχα, που οι τούρκοι απαγόρευαν να είναι πράσινα και φανταχτερά και συμμετείχαν στις απλές γιορτές προσπαθώντας να λησμονήσουν μέσα στη γιορτινή ατμόσφαιρα τη ζοφερή πραγματικότητα που ζούσαν». «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ» -ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ Ν. ΛΕΣΒΟΥ- Σελ.169 – 170).

Η Εκκλησία λοιπόν διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο όλη αυτή την περίοδο στη ζωή των κατοίκων των πόλεων και των χωριών της Λέσβου. Αυτή συγκέντρωσε γύρω της  και συσπείρωσε τους ραγιάδες, και διατήρησε άσβεστη μέσα τους την πίστη στο Θεό και την πατρίδα.
Το χωριό μας το Λισβόρι τότε, διοικητικά ανήκε στο «ναχιγιέ» Βασιλικών, (μάλλον εννοούνται και πάλιν όλα τα γνωστά χωριά των «Βασιλικών χωρίων») και τα οποία χωριά, όλα μαζί, 7 – 8 χωριά, ανήκαν στον «καζά», Πλωμαρίου.
Το Λισβόρι, μέσα του 18ου αιώνος, ήτανε! «…πό Χριστιανν κα Τούρκων κατοικούμενον χωρίον, κα χον Ναόν τν γιον ωάννην τν Πρόδρομον». (Σταυράκη Αναγνώστου «ΛΕΣΒΙΑΣ ΩΔΗ» Σελ.141).
Στις αρχές του 19ου αιώνα, «…χει οκογενείας περί τς 220 ν α 30 θωμανικαί. κκλησίας χει το γίου ωάννου κα σχολεον τν ρρένων». (Οικονόμου Τάξη  «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ» Σελ.119).
Ο Μάκης Αξιώτης μας αναφέρει, επίσης: «Οι τούρκοι ήταν πάντα λίγοι στο Λισβόρι. Ο Γεώργιος Αριστείδης, το 1863 δίνει 17 οικογένειες (τουρκικές), ενώ οι Χριστιανοί ήταν 86. Στα 1894 (Αρχοντόπουλος) το Λεσβόριον έχει 145 Χριστιανικάς οικογενείας και 35 Οθωμανικάς. Το ίδιο και το 1907, όπου από τις 220 οικογένειες του χωριού, οι Οθωμανικές ήταν 30.(«ΠΥΡΡΑΙΩΝ ΧΩΡΑ» σελ. 145.
Αναφέρεται το όνομα του Μεχμέτ Νουρί ΧηΠασά, από τους πιο ισχυρούς παράγοντας του νησιού και ο οποίος κατείχε αρκετή περιουσία και κτήματα στην περιοχή και στο Λισβόρι. Μάλιστα η παράδοση αναφέρει ότι αυτός κατείχε ιδιόκτητη οικία στο δρόμο που περνά από πίσω, ανατολικά, από την εκκλησία μας. Όταν λοιπόν την εποχή αυτή γύρω στα 1830, κτιζόταν ο σημερινός Ναός, ο προηγούμενος όπως και πάλι λέει η παράδοση, ήταν μικρός και είχε ανάγκη επανιδρύσεως, υποχρέωσε τους Λισβοριανούς να σκάψουν το έδαφος στο σημείο που θα κτιζόταν ο Ναός, να σκάψουν και να κατεβούν 4 περίπου μέτρα απ’ τη φυσική στάθμη του εδάφους,, για να μην μπει μπροστά στο σπίτι του ο Ναός και του κόψει τη θέα προς τη θάλασσα και τον κόλπο της Καλλονής. Σήμερα το σπίτι αυτό ανήκει στην οικογένεια του κ. Στυλιανού Προκοπίου. (ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΛΕΟΜΒΡΟΤΟΥ. “MYTILENA SACRA” Τόμος Β’. Σελ 257).
Υπάρχουν επίσης ακόμη και σήμερα εναπομείνασες  τουρκικές ονομασίες σε χωράφια, που και πάλι κατά μαρτυρίες, τα κατείχαν τότε τούρκοι και μετά την αποχώρηση τους έμειναν στα χέρια των Λισβοριανών. Έτσι κοντά στο νεκροταφείο υπάρχει χωράφι που ονομάζεται, «Αλή πασά». Άλλο στην περιοχή Τέμενος με την ονομασία «Ριζά μπέη». Ένα άλλο ακόμη στην περιοχή «Πλύστρες» με την ονομασία «Κιορ Αλή». Αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα ακόμα. Τούτα είτε με αγορά, είτε σαν «ανταλλάξιμα», τα κατέχουν οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού και μόνο η ονομασία τους παραμένει για να μας θυμίζει μια παλιά, πονεμένη ιστορία.
Στην σημερινή πλατεία της Κοινότητος επίσης υπήρχε το τζαμί και ο μιναρές. Από αυτά δεν σώζεται τίποτε απολύτως. Στις θερμοπηγές όμως του χωριού, σώζονται με την τότε κατασκευή και διαρρύθμιση τους οι παλιές «χαβούζες», με το ζεστό ιαματικό νερό τους και τα κτίρια που τις περικλείουν, τύπου «χαμάμ», τα γνωστά «Λισβοριανά μπάνια», για τα οποία όμως θα μιλήσουμε ξεχωριστά.
Αλλά ας δούμε τώρα και τα σχετικά με τη διοίκηση  - την τότε αυτοδιοίκηση -, για να καταλάβουμε πως ήτανε οργανωμένο κάθε χωριό και πως ήτανε οργανωμένη η ζωή των Χριστιανών.
Τα χρόνια λοιπόν εκείνα η ζωή των Χριστιανών, φυσικά και των Λισβοριανών, ήταν οργανωμένη σε κοινότητα, τη «Χριστιανική κοινότητα», η οποία διοικείτο από τους προεστούς, τους δημογέροντας του χωριού. Τούτοι επετρόπευαν και στην εκκλησία, έπαιρναν αποφάσεις, εισέπρατταν τους φόρους της κοινότητας, διοικούσαν το κοινοτικό σχολείο, πλήρωναν τον κοινοτικό δάσκαλο. Συνάμα εκπροσωπούν τη Χριστιανική κοινότητα στις τουρκικές αρχές και υπογράφουν μαζί με το Μητροπολίτη, και το εφημέριο του χωριού, διάφορες πράξεις, διαθήκες, δωρεές κ.λ.π. Η επίσημη Κοινότητα θα ιδρυθεί το 1918 οπότε από κει και πέρα θα έχουμε τη διανομή της περιουσίας της «τέως Χριστιανικής Κοινότητος».
«Εις εκάστην πόλιν και εις έκαστον χωρίον της νήσου οι χριστιανοί ωργανώθησαν κατά τους αμέσως μετά την άλωσιν χρόνους, ως και εν τοις έμπροσθεν είπομεν, εις Κοινότητας, αίτινες διοικούντο υπό των προϊσταμένων αυτών, ήτοι των Δημογερόντων ή Προεστών, ως ωνόμαζον τότε τους Κοινοτικούς άρχοντας, ους εξέλεγον κατ' έτος εκ της τάξεως των προκρίτων, όσοι εκ των ενηλίκων δημοτών είχον το δικαίωμα του εκλέγειν συμφώνως προς τα υπό των κανονισμών της Κοι­νότητος καθοριζόμενα. Οι ουτωσίν εκλεγόμενοι και αναλαμβάνοντας την διοίκησιν της Κοινότητος Δημογέροντες είχον το δικαίωμα να διαχειρίζωνται την Κοινοτικήν περιουσιαν, να καθορίζουν, να εισπράτ­τουν και να παραδίδουν εις τον αντιπρόσωπον της Τουρκικής Κυβερνή­σεως τον δημόσιον φόρον, ον έκαστος δημότης αναλόγως της περιου­σίας του υπεχρεούτο να καταβάλλη, να δέχωνται τας δωρεάς των χρι­στιανών προς την Κοινότητα και τα αφιερώματα προς τους Ναούς, να επιβάλλουν φόρον επί των δημοτών δια κοινωφελείς σκοπούς ή εκπαι­δευτικός άνάγκας. να αντιπροσωπεύουσι την Κοινότητα ενώπιον των Τουρκικών άρχων και των δικαστηρίων, να διορίζωσι φύλακας δια την φύλαξιν της περιουσίας των κατοίκων, να ύπογράφωσι μετά του Μητρο­πολίτου αυτών και του εφημερίου των τάς διαφόρους πράξεις, ως είναι Αι διαθήκαι, αί δωρεαί κ.λπ.» (ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΛΕΟΜΒΡΟΤΟΥ «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ»  Σελ. 91)7
Και τώρα πως γινόταν η εκλογή και η ανάδειξη των Δημογερόντων:
«Η εκλογή των δημογερόντων εξακολούθησε να γίνεται και μετά τις μεταρρυθμίσεις, κάθε χρόνο. Οι εκλογείς ήταν βέβαια πάντα άνδρες που είχαν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και η ετήσια φορολογία τους ανερχόταν σε 50 τουλάχιστον γρόσια. Εκλόγιμοι για πρόεδροι δημογεροντίας ή μέλη του συμβουλίου ήταν όσοι είχαν συμπληρώσει το 30ό έτος και κατέβαλαν φόρο 200 γρόσια.
Τη διαδικασία εκλογής των δημογερόντων και της επιτροπής και αυτής της εποχής (19ος αιώνας), μας περιγράφει ο Γ. Αριστείδης στην «Τετραλογία» του: Το μήνα Μάρτιο η απερχόμενη δημογεροντία ανακοίνωνε τον τερματισμό της θητείας της και καλούσε τους πολίτες, που είχαν τα νόμι­μα δικαιώματα, να προσέλθουν στην εκκλησία ή το Μητροπολιτικό ναό και σε συγκεκριμένη μέρα (Κυριακή) και ώρα. Καλούνταν παράλληλα και οι εκπρόσωποι όλων των συντεχνιών. Αφού συγκεντρώνονταν όλοι οι ψηφοφόροι, ο γραμματέας διάβαζε έκθεση των πεπραγμένων και στη συνέ­χεια ανακοίνωνε τα ονόματα των υποψηφίων για τη νέα δημογεροντία. Η ψηφοφορία διεξαγόταν με σφαιρίδια λευκά και μαύρα (σ' αντίθεση με το παρελθόν που γινόταν με κουκιά) ή κουμπιά, όπως για παράδειγμα στον Πολιχνίτο. Δηλαδή, παίρνοντας κάθε ένας από τους εκλογείς δύο κουμπιά ή σφαιρίδια, ένα μαύρο κι ένα λευκό, έριχναν το άσπρο στην πρώτη κάλπη, εφόσον ενέκριναν την υποψηφιότητα κάποιου προσώπου ή το μαύρο στη δεύτερη κάλπη εφόσον δεν την ενέκριναν. Εάν οι λευκοί ψήφοι ήταν περισσότεροι των μαύρων ο υποψήφιος εκλέγονταν. Η ίδια διαδικασία ακολουθείτο και με τους υπόλοιπους υποψηφίους.» («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ» -ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ Ν. ΛΕΣΒΟΥ- Σελ.186 – 187).
Όμως δεν είναι μόνο η Τουρκοκρατία.
 Όπως μας αναφέρει η ιστορία ο εμπερίστατος 16ος αιώνας κλείνει με λοιμό, ενώ τα ίδια έχουμε και με τον 17ο αιώνα. Το 1716 σαρώνει το νησί όλο – που τότε αριθμούσε 60000 κατοίκους περίπου, και η οποία επανακάμπτει το 1728.
Το 1832, έχουμε νέο μεγάλο θανατικό. Η φοβερή επιδημία της πανώλης σαρώνει κυριολεκτικά το νησί και στοιχίζει τη ζωή σε χιλιάδες Λεσβίους. Τότε έχουμε και το θαύμα του προστάτου του νησιού μας, Αγίου Θεοδώρου, νεομάρτυρος, του Βυζαντίου.
Το 1850 έχουμε τη φοβερή παγωνιά και το «κάψιμο» των ελιών. Δένδρα ξεράθηκαν, ζώα ψόφησαν, η οικονομία του νησιού μας επλήγη θανάσιμα.
Το 1867, φοβερός σεισμός πλήττει το νησί μας. Στο Λισβόρι οι ζημιές από το σεισμό πολύ μεγάλες. Όπως αναφέρει σε έκθεση του ο Γάλλος γεωλόγος M. Fouque, (Παρίσι 1867), στο Λισβόρι από τα 160 σπίτια που υπήρχαν τότε, γκρεμίστηκαν τα 100. Καταγράφονται επίσης 2 νεκροί. (ΠΑΝ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ «ΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΣΒΟ» Σελ.155).
Σημειώνει επίσης ο ίδιος ειδικότερα για το σεισμό αυτό: «Στις 6,30 το απόγευμα στις (23 Φεβρουαρίου παλαιό ημερολόγιο), (6 Μαρτίου 1867 νέο ημερολόγιο), έγινε ο πρώτος σεισμός διάρκειας 40΄΄ στις δέκα η ώρα το βράδυ έγινε δεύτερος σεισμός 20΄΄. Ακολούθησαν κι άλλοι ασθενέστεροι σεισμοί επί ένα μήνα.»
Ακόμα ένας μεγάλος καταστρεπτικός σεισμός αναφέρεται για όλο το νησί το 1889. Αυτός όμως έπληξε κυρίως το Β.Δ. τμήμα του νησιού.
Φθάνουμε στην ανατολή του 20ου αιώνα. Η Λέσβος παρά τα σοβαρά χτυπήματα που δέχτηκε, τώρα παρουσιάζει σημαντικότατη ανάπτυξη, σε αντίθεση με την Οθωμανική αυτοκρατορία που οδηγείται πλέον σε μαρασμό, από οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κρίση. Οι μεγάλες δυνάμεις αλλάζοντας πολιτική, εκδηλώνουν άλλα ενδιαφέροντα  για  θαλάσσια κυριαρχία,  μονοπώληση της αγοράς και  αναδιανομή των εδαφών της αυτοκρατορίας. Δίνουν έτσι τη χαριστική βολή στους Οθωμανούς. Ήρθε πλέον ο καιρός για να γίνει και των Λεσβίων το όνειρο πραγματικότητα!
Παρ’ όλα αυτά οι Οθωμανοί αντιστέκονται. Ο πανικός που είχε καταλάβει τους τούρκους αξιωματικούς που έβλεπαν την αναπόφευκτη πλέον κατάρρευση, μεταφράζεται σε πράξεις βιαιότητας και τρομοκρατίας. Οι Λέσβιοι έστω και την τελευταία στιγμή υποφέρουν Το Λισβόρι βρίσκεται μέσα στη λίστα των λ,εηλασιών και των ξυλοδαρμών.
«Ακόμη η τουρκική κυβέρνηση με την άστοχη και απερίσκεπτη πολιτική της ξυπνά και θερμαίνει το μίσος των Χριστιανών εναντίον των μουσουλ­μάνων, αφού επιτρέπει στην Χωροφυλακή να συναγωνίζεται τους άτα­κτους Τούρκους σε βιαιότητες. Τα μεγαλύτερα Θύματα ήταν εκείνοι οι Χριστιανοί που μετέφεραν τρόφιμα και πολεμοφόδια για τις ανάγκες του Τουρκικού στρατού. Εκτός απ' το βάναυσο τρόπο, με τον οποίο τους μετα­χειρίζονται, τους υποχρεώνουν αμισθί να υπερφορτώνουν τα ζώα και τους αραμπάδες τους. Τακτικοί και άτακτοι στρατιώτες δημιουργούν συνεχώς επεισόδια στη Φίλια, στο Σκουτάρο. στην Πέτρα, στο Μανταμάδο, στα Τελώνια και σ' αυτή ακόμη τη Μυτιλήνη και τα περίχωρα της. Το αίμα τρέχει άφθονο σ' όλο το νησί. Το τελευταίο επεισόδιο με θύμα το Δ. Πιτσιλαδή. πατέρα 5 ορφανών παιδιών, έγινε στο Πλωμάρι στις 28 Οκτω­βρίου. Χάρη όμως στη κεραυνοβόλο ενέργεια του δημοφιλούς Καϊμακάμη Πλωμαρίου Μπαχάμπεη αποσοβήθηκε μια μεγαλύτερη αιματοχυσία. Στην Πηγή. στον Πολιχνίτο, στο Λισβόρι. στο Σκόπελο, στους Λάμπου - Μύλους, στα Μιστεγνά. στα Γέλια οι λεηλασίες και οι ξυλοδαρμοί ήταν σύνηθες φαινόμενο. Εικονίσματα στην Αγία Παρασκευή καταστρέφονται, ενώ στην Ανεμότια κακοποιούνται οι δημογέροντες. Μάταια διαμαρτύρονται ­ ο Δεσπότης και οι δημογέροντες, τόσο στις τοπικές αρχές, όσο και στην Κων/πολη». («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ» -ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ Ν. ΛΕΣΒΟΥ- Σελ.221).                         
Όμως τα πράγματα πλέον δεν γυρίζουν πίσω.

8 Νοεμβρίου. Εορτή των Ταξιαρχών.

Ο Ελληνικός στόλος στο λιμάνι της Μυτιλήνης.
Οι Τούρκοι τα χάνουν. Γεμάτη κόσμο η προκυμαία, που όλος με ξέφρενο ενθουσιασμό κραυγάζει: «Ήρθαν τα βαπόρια! Ήρθαν τα βαπόρια!». Το εμβατήριο «Μαύρη είν' η νύχτα στα βουνά», ακούγεται από τη μπάντα του «Αβέρωφ», που βρίσκεται κοντά στο Καστρέλι, όπου σήμερα και το άγαλμα της Ελευθερίας. Το πλήθος παραληρώντας από ενθουσιασμού απερίγραπτα. χαιρετίζει τη πολυπόθητη μέρα της λευτεριάς. Οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα πυροβολισμοί χαιρετιστήριοι ακούγονται παντού. Η Ελληνική σημαία ξεπροβάλλει και πάλι.
Από το θωρηκτό «Αβέρωφ» κατεβαίνει μια ατμάκατος με λευκή σημαία και αποστέλλεται με αξιωματικό στην αποβάθρα. Μετά από διαπραγματεύσεις με τις Τουρκικές αρχές, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία, συμφωνούν να αποχωρήσει ο Τουρκικός στρατός στο εσωτερικό του νησιού και να γίνει αναίμακτα η κατάληψη της Μυτιλήνης.
Η αποβίβαση των Ελλήνων πεζοναυτών αρχίζει στις 12.30 το μεσημέρι. Το βράδυ της ίδιας μέρας η πόλη φωταγωγείται. Γιορτάζει με άκρατο ενθουσιασμό τη λευτεριά της.
Όμως χρειάζεται αγώνας ακόμη πολύς για την πολυπόθητη λευτεριά.
Στις 10 Νοεμβρίου: Απελευθερώνεται το Πλωμάρι και η Αγιάσος.
Στις 11 Νοεμβρίου:  Ο Πολιχνίτος.
Στις 15 Νοεμβρίου:  Η Γέρα.
Το νησί όμως, θα  καθυστερήσει να απελευθερωθεί εξ’ ολοκλήρου, ένα ακόμη μήνα, λόγω των αιώνιων τριβών μεταξύ μας.  Οι διοικήσεις στρατού και στόλου, ερίζουν για την εξέλιξη των πραγμάτων.
Παράλληλα επειδή ο αριθμός των Ελληνικών δυνάμεων είναι μικρός, αφήνονται οι Τούρκοι να οπισθοχωρήσουν στο εσωτερικό του νησιού, έως ότου έρθουν ενισχύσεις.
Στις 18 Νοεμβρίου, φθάνουν επιτέλους ενισχύσεις. Μαζί τους φθάνει και η Λεσβιακή φάλαγγα, αποτελούμενη από 210 Λεσβίους εθελοντές μετανάστες. Τη γενική διοίκηση αναλαμβάνει ο συνταγματάρχης Συρμακέζης, ο οποίος και θέτει τέρμα στη διαμάχη που υπήρχε στους κόλπους του στρατεύματος.
Κατά τη διάρκεια του ενός μηνός που χρειάστηκε ο Ελληνικός στρατός για να απελευθερώσει ολόκληρο το νησί, ο άμαχος πληθυσμός υπέφερε τα πάνδεινα από τους Τούρκους. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε, πολύ εύστοχα, από το λαό «Φοβία».
Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι είχαν οχυρωθεί στο Τουρκικό χωριό Κλαπάδος, κοντά στη Καλλονή.
6 Δεκεμβρίου: Όλα είναι έτοιμα για την τελική επίθεση. Ο στρατός συντάσσεται και προχωρεί, ενώ το πλήθος, μέσα σ' ένα παραλήρημα πατριωτισμού, τον κατευοδώνει. Η μάχη που ακολουθεί είναι σκληρή και κρατάει 11 ώρες. Το οχυρωμένο στρατόπεδο των Τούρκων δεν μπόρεσε να αντέξει.
8 Δεκεμβρίου: Ύστερα από ολονύκτια διαπραγμάτευση, υπογράφεται το πρωτόκολλο παράδοσης του Τουρκικού στρατού. Η Τουρκική στρατιωτική σημαία· παραδίνεται και φυλάσσεται μέχρι σήμερα στο μουσείο της μονής Λειμώνος.
10 Δεκεμβρίου: Το Ελληνικό στράτευμα επιστρέφει στη Μυτιλήνη, ενώ οι Τουρκικές δυνάμεις μεταφέρονται με πλοίο στον Πειραιά.
Η απελευθέρωση της Λέσβου είναι πραγματικότητα. Δεν σημαίνει όμως αυτό αυτόματα και την ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Οι τότε μεγάλες δυνάμεις, οι αιωνίως ρυθμίζουσες τις τύχες των μικρών, αφήνουν να φανεί ξεκάθαρα η πρόθεση τους απέναντι μας. Δεν έχουν τη διάθεση να αναγνωρίσουν την ένωση των νησιών του Αιγαίου με την Ελλάδα. Ο Μυτιληνιός λαός όμως, πάντα αγέρωχος, φιλελεύθερος και γενναίος, δεν το βάζει κάτω. Το Γενάρη του 1913 η Μυτιλήνη σείεται από απανωτά συλλαλητήρια. Θέλουμε την ένωση με την μητέρα πατρίδα. Τα συνθήματα: «Ζήτω η Ελλάς» και «Ένωσις ή θάνατος», δίνουν και παίρνουν σ’ όλο το νησί.
Για τα επόμενα δέκα χρόνια εκκρεμεί το νομικό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και στη Λέσβο παραμένουν Τούρκοι, οι οποίοι μάλιστα συμμετέχουν και στη διοίκηση της.
Οι διαρκείς πολεμικές συγκρούσεις αυτής της δεκαετίας, διατηρούν τη κατάσταση αυτή μέχρι και τη Μικρασιατική καταστροφή. Η τελική λύση δίνεται με τη συνθήκη της Λωζάνης, το 1923, η οποία παραχωρεί αμετάκλητα τα νησιά στην Ελλάδα. Τότε φεύγουν οριστικά και οι τελευταίοι Τούρκοι από το Λεσβιακό έδαφος.
Τότε λήγει πλέον και τυπικά η περίοδος της τουρκοκρατίας και για το Λισβόρι.

Από την έκθεση του προξενικού πράκτορα της Γαλλίας στη Μυτιλήνη,
Αποστόλου Σημαντήρη, προς το Γενικό πρόξενο της Γαλλίας στη Σμύρνη
Πέμπτη 8 Νοεμ­βρίου 1912

«Ήλθαν τα βαπόρια.  Ντύ­θηκα βιαστικά και έτρεξα προς την νοτιανατολική πλευ­ρά της πόλεως, όπου εις το βάθος του ορίζοντα, προς την πλευρά του Ντικελί, διέκρινα να διαγράφονται πολεμικά πλοία, τα οποία υπολογίζο­νταν στα 14. Κατευθύνθηκα προς το τελεγραφείο, το οποίο βρήκα κλειστό. Κατά τις 8:30 άκουσα πυροβολι­σμούς, προερχομένους από τη νοτιοδυτική πλευρά της πόλε­ως. Νόμισα ότι η φρουρά προ­έβαλε αντίσταση στα αποβιβα­ζόμενα τμήματα. Η έκπληξη μας όμως ήτανε μεγάλη όταν είδα από το παράθυρό μου τα τουρκικά στρατεύματα να εγκαταλείπουν την πόλη από τη δυτική πλευρά σέρνοντας πολλά ζώα φορτωμένα με διάφορα υλικά. Όπως έμαθα με­τά από μισή ώρα, οι πυροβο­λισμοί ήταν χαιρετιστήριοι ριφθέντες από τους κατοί­κους τη στιγμή της αγκυροβολήσεως του στόλου. Η είδηση του ερχομού του στόλου είχε φθάσει απ’ την προηγούμενη. Έτσι από στόμα σε στόμα το μυστικό διαδόθηκε σε όλη τη Μυτιλήνη κι ο σκλαβωμένος λαός παρέμεινε άγρυπνος να δει τη μέρα που λαχταρούσε τόσους αιώνες. Το πρωί με την κραυγή "ήλθαν τα βαπό­ρια", βρίσκει τους Έλληνες να είναι κατεβασμένοι στο μου­ράγιο, στην Πετρόσκαλα και στο Κιόσκι.

"ΖΗΤΩ Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ.
ΞΥΠΝΑΤΕ, ΞΥΠΝΑΤΕ, Η ΣΑΛΠΙΓΞ ΗΧΕΙ.
ΕΜΠΡΟΣ Η ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΒΗΜΑ ΤΑΧΥ".

Στις 12.30 της Πέμπτης 8 Νοεμβρίου 1912, έκλεισε κύ­κλος τετρακοσίων πενήντα χρόνων αφ' ότου ο τελευταίος Γενοβέζος Άρχοντας, ο Νικόλαος Γατελούζος παρέδωσε την πόλη στο Μωάμεθ τον Πορθητή»


ΜΕΤΑ ΤΗΝ  ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

(1912–1950)


 Το 1912 όπως ήδη αναφέραμε ήτανε μια σημαδιακή χρονιά. Ο Νοέμβρης αν και τελευταίος μήνας του φθινοπώρου χαρίζει στη Λέσβο την άνοιξη. Η μεγάλη στιγμή της απελευθέρωσης ήρθε και για μας. Ένα -  ένα τα χωριά έβλεπαν τους Τούρκους να το βάζουν στα πόδια. Η ελευθερία ήλθε!
Έφυγαν οι Τούρκοι κι ο κόσμος προσπαθεί να μπει σε μια καινούρια ζωή. 450 ολόκληρα χρόνια είχε μάθει να ζει σε ένα άλλο ρυθμό. Τώρα πλέον προσπαθεί να σταθεί μόνος, στα δικά του πόδια. Τότε μικτό σχολείο Λισβορίου αριθμούσε 105 παιδιά.
Λίγα χρόνια αργότερα θα στηθεί και η πρώτη τοπική αυτοδιοίκηση. Το 1918 έχουμε την ίδρυση της κοινότητος Λισβορίου. Από κει και πέρα το Λισβόρι τραβά το δρόμο του.
                        Την εποχή αυτή έχουμε και τη διανομή της περιουσίας της « τέως Χριστιανικής κοινότητος».Η  ζωή των Χριστιανών, φυσικά και των Λισβοριανών, ήταν όπως ήδη έχουμε αναφέρει, οργανωμένη σε κοινότητα, τη «Χριστιανική κοινότητα», η οποία διοικείτο από τους προεστούς, τους δημογέροντας του χωριού. Τούτοι επετρόπευαν και στην εκκλησία, έπαιρναν αποφάσεις, εισέπρατταν τους φόρους της κοινότητας, διοικούσαν το κοινοτικό σχολείο, πλήρωναν τον κοινοτικό δάσκαλο. Συνάμα εκπροσωπούν τη Χριστιανική κοινότητα στις τουρκικές αρχές και υπογράφουν μαζί με το Μητροπολίτη, και το εφημέριο του χωριού, διάφορες πράξεις, διαθήκες, δωρεές κ.λ.π. Η περιουσία που διαχειριζόταν η «Χριστιανική κοινότητα», διανέμεται. Κοινότητα, Σχολείο και Εκκλησία παίρνει από ένα μέρος της περιουσίας αυτής.
Το Σχολείο και κατόπιν της υπ.Αριθ:1/27-9-1930 «Επιτροπής Διανομής Περιουσίας της τέως Χριστιανικής Κοινότητος», βάσει του νόμου 2508 και 4446, θα πάρει τρεις βοσκοτόπους.
Άγιοι Ανάργυροι, εκτάσεως 10 στρεμμάτων.
Αλμυρός, εκτάσεως 6 στρεμμάτων.
Λίπεδος, εκτάσεως  4 στρεμμάτων.
Η Κοινότητα παίρνει τους βοσκοτόπους:
Στη θέση Κούκος (αργότερα θα μετατραπεί σε ελαιόκτημα),
Στη θέση Κρεμμύδι.
Και στη θέση Αλυκούδι.
Επίσης στην  κυριότητα της Κοινότητας πηγαίνουν και οι θερμοπηγές..

Στο βιβλίο του Γιώργου Τσαλίκη « Η ΛΕΣΒΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ»1 , όπου και αναφέρεται ότι στα 1919 το Λισβόρι  ανήκει στην υποδιοίκηση Πλωμαρίου, έχουμε τις εξής πληροφορίες.
« ΛΙΣΒΑΡΙΟΝ. (Κατ. : 2500). Πρόεδρος : Γαβριήλ Χρυσούλης. Σύμβουλοι; Κυρ. Δαλβάνταης (Δαλβαδάνης). Χαρ. Βουλγαρέλλης. Θεόδ. Χατζηπαναγιώτου. Ευστρ. Μπακλάς. Χαράλ. Προκοπίου. Χαρ. Ληστέλλης.». « Η ΛΕΣΒΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» Σελ.136.
«ΛΙΣΒΟΡΙΟΝ : ( Κάτ.: 2.700). Κοινότης της υποδιοικήσεως Πλωμαρίου του νομού και της νήσου Λέσβου. Κείται εις μικράν απόστασιν ΒΔ των Βασιλικών. Θερμά θειούχα μεταλλικά ύδατα εις απόστασιν 0.30΄.
Ναός : Άγιος Ιωάννης.
Ταχυδρομείον, Αστρυνομικός Σταθμός. Παραγωγή Δημητριακών, ελαίου, οσπρίων κ. τ. λ.».
« Η ΛΕΣΒΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» Σελ. 160.

Επαγγελματίαι

Ελαιοτριβεία ατμοκίνητα: Ζουμπαντίδης Ιωάννης. Τζωρτζίδης Γιαννακός.
Ιχθυοπωλεία: Αϊβαλιώτης Παναγιώτης.
Καφενεία: Βουλγαρέλλης Χαράλαμπος.
Παντοπωλεία: Γαβριήλ Ιωάννης. ΔαλβαδάνηςΚυριάκος. Καρπουλάς Ευστράτιος. Σταυρακέλλης Παναγιώτης. Χατζηπαναγιώτης Θεόδωρος.
Ραφεία: Τσεσμελής Δούκας.
Σαγματοποιεία: Δαγκλής Γεώργιος.
Σαπωνοποιεία: Χατζηαγγελής Γεώργιος.
Σιδηρουργεία: Αγγελής Ιωάννης.
Υποδηματοποιεία: Λεβέντης Κωνσταντίνος.   « Η ΛΕΣΒΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» Σελ. 216.

Όλα αυτά τα χρόνια 1910 – 1940, στο κάτω μέρος του χωριού και στο δρόμο που οδηγεί στο Σκαμιούδι – το λιμενίσκο του χωριού μας -  λειτουργεί και το «ελαιοτριβείο της Εκκλησίας», στο οποίο θα αναφερθούμε λεπτομερώς αργότερα. Υπάρχει όμως όπως αναφέρει και ο  Γ. Τσαλίκης και το ελαιοτριβείο του Ι. Π. Ζουπαντή που λειτουργεί γύρω στα 1920.
Επίσης σχετικά με το σχολείο την ίδια εποχή, απ’ το Γιώργο Τσαλίκη, έχουμε την πληροφορία:
«ΛΕΣΒΟΡΙΟΝ: Μονοτάξιον μικτόν. Μπούρας Κωνσταντίνος. Μαθηταί 56. Μαθήτριαι 34».
Το 1931 είναι μια ακόμη σημαντική ημερομηνία για το Λισβόρι. Ξεκινούν οι διαδικασίες για την ανέγερση του σημερινού Δημοτικού σχολείου. Το παλαιότερο οίκημα ( «σχολείον των αρρένων» - 1887 – 1927), που σήμερα κατεστραμμένο πλέον ανήκει στην Εκκλησία, σταμάτησε να λειτουργεί το 1927. Θα μιλήσουμε όμως και γι’ αυτό αργότερα.
1930. Αναγνωρίζεται επισήμως η Εκκλησία του Τιμ. Προδρόμου ως Ενοριακός Ναός και ιδρύεται η Ενορία Λισβορίου.
Στις 29-8-1930, το Εκκλ. Συμβούλιο της «Ιεράς Εκκλησίας Λισβορίων» και σύμφωνα με το υπ. Αριθ: 2138/24-8-1930 έγγραφο της Ιεράς Μητροπόλεως Πλωμαρίου και το υπ’ αριθ. 4303/4-8-1930 έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, καλείται να αποστείλει στοιχεία και γνωμοδότηση της Κοινότητος Λισβορίου για την ανακύρηξη της Εκκλησίας ως ενοριακού Ναού. Από τα αποσταλέντα στοιχεία προκύπτει ότι το Λισβόρι αριθμούσε τότε 200 οικογένειες.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι κατά τα έτη 1924 – 1934 Εκκλησιαστικά το Λισβόρι υπαγόταν στην τότε συσταθείσα Μητρόπολη Πλωμαρίου, αφού αποσπάστηκε προσωρινά από την Μητρόπολη Μυτιλήνης, το τμήμα Πλωμαρίου), με μόνο σκοπό την αποκατάσταση των προσφύγων Μικρασιατών Αρχιερέων. Τούτες, οι προσωρινά συσταθείσες Μητροπόλεις μέχρις ότου χηρεύσουν μόνιμες Μητροπόλεις, για την τακτοποίηση των Αρχιερέων τούτων. Έτσι το Λισβόρι, υπάχθηκε προσωρινά στη Μητρόπολη Πλωμαρίου μέχρι την 23-3-1934 με Μητροπολίτη τον πρώην Μαδύτου και Καλλιουπόλεως Κωνσταντίνο Κοϊδάκη, ο οποίος κατόπιν τοποθετήθηκε στην χηρεύουσα Μητρόπολη Κίτρους.
Το1949 έχουμε την Ίδρυση  του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού.
                        Όμως παρά τη δίψα για ζωή, παρά τις προσπάθειες όλων για να ορθοποδήσουν και να βρουν ένα ρυθμό στη ζωή τους, τα δύσκολα χρόνια δεν έλλειψαν. Η πατρίδα μας , στα δίχτυα και πάλι πολεμικών αναταραχών. Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄. Παγκόσμιος, Μικρασιατική Καταστροφή, Ελληνοϊταλικός πόλεμος, Γερμανοκατοχή, εμφύλιος και τόσα και τόσα άλλα.
 Χρόνια δύσκολα και για το νησί μας και φυσικά και για το Λισβόρι. Το 1914 έχουμε τους Μικρασιάτες πρόσφυγες του Α΄. διωγμού. Το 1922 το δεύτερο και τελειωτικό διωγμό. Πρόσφυγες έρχονται και στο νησί μας. Μερικοί και στο χωριό μας και προσπαθούν να επιζήσουν. Το 1923 έχουμε την αποχώρηση απ’ το χωριό και των τελευταίων εναπομεινάντων Τούρκων και την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Προχωρούμε στα 1940. Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Στο θέατρο επιχειρήσεων της Αλβανίας Λισβοριανοί έδωσαν το παρόν. Ο ελληνικός στρατός αν και ανεπαρκώς εξοπλισμένος και παρά την συντριπτική αριθμητική υπεροχή των Ιταλών, πολέμησε με ενθουσιασμό και αυτοθυσία και γι’ αυτό όχι μόνο απέκρουσε την Ιταλική επίθεση, αλλά και απώθησε τον εχθρικό στρατό 60 χιλιόμετρα μέσα στο αλβανικό έδαφος. Ο αείμνηστος ιεροψάλτης Παναγιώτης ( Κυριάκου) Δαλβαδάνης πάντοτε μιλούσε με δέος και με δάκρυα για τις μέρες αυτές και για τα όσα έζησε ο ίδιος και άλλοι Λισβοριανοί εκεί.
«Ο λεσβιακός λαός πέρασε τη δοκιμασία αυτή με καρτερία και χωρίς γογγυσμό. Επειδή τα αποθέματα τροφίμων ήταν ανεπαρκή, καθιερώθηκε δελτίο στη διανομή τροφίμων. Για τις ανάγκες δε σε ρουχισμό του στρα­τού, που πολεμούσε στα παγωμένα βουνά της Β. Ηπείρου, με πρωτοβου­λία της Ιεράς Μητρόπολης Μυτιλήνης, συστήθηκαν επιτροπές σ' όλες τις κοινότητες που εργάστηκαν με ζήλο τόσο για την κατασκευή όσο και τη συλλογή αυτού του υλικού. Τα σχολεία και οι εκκλησίες φιλοξενούσαν τα συνεργεία των γυναικών που έπλεκαν "τη φανέλα του στρατιώτη". Η φτωχή κυκλοφορία των αυτοκινήτων στη Μυτιλήνη εκμηδενίζεται μετά την επίταξη των περισσοτέρων τροχοφόρων που στέλνονται στο μέτωπο.
Εν τω μεταξύ οι νίκες έρχονται η μία ύστερα από την άλλη και οι καμπάνες των εκκλησιών αναγγέλλουν κάθε τόσο την κατάληψη από το στρατό μας και κάποιας Βορειοηπειρωτικής πόλης. Όμως νέοι. ήρωες των πεδίων των μαχών, με τις πατερίτσες και μαυροφορεμένες μητέρες, αδελφές και σύζυγοι των θυμάτων του πολέμου κάνουν την εμφάνιση τους στους δρόμους της Μυτιλήνης και των χωριών της Λέσβου. Τα γνώριμα πια αυτά φαινόμενα δεν πτοούν τους λεσβίους, αλλά απεναντίας τους φανατίζουν και τους οδηγούν στην απόφαση να διαφυλάξουν αντί οποι­ουδήποτε τιμήματος την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας τους. Για την επίρρωση δε του εθνικού φρονήματος καθηγητές των σχολείων της Μ. Εκ/σεις οργανώνουν στη Μυτιλήνη και στα χωριά πατριωτικές διαλέξεις, ενώ στους ιερούς Ναούς τελούνται πάνδημα και επιβλητικά μνημόσυνα για τους πεσόντες λεσβίους αγωνιστές.» 2
 Και φθάνουμε στα 1941.
«Ήταν οι τελευταίες μέρες τ' Απρίλη του 1941. Οι Γερμανικές σιδερόφρακτες στρατιές είχαν καταλάβει ολόκληρη την ηπειρω­τική Ελλάδα.
Τ' αρπαχτικό όρνιο του φασισμού, αφού την σκέπασε με τον ίσκιο του, τώρα άπλωνε τις μαύρες φτερούγες του στα νησιά του Αιγαίου κι ένα ένα τα κατακτούσε. Το γέλιο είχε στερέψει απ’ τα χείλη μας κι η ηρεμία απ' τις καρδιές μας.
Ζούσαμε μέρες αγωνίας κι οσμιζόμαστε τον κίντυνο που όπου νάναι ζύγωνε.
Ένα μούδιασμα αδράνησε τις ψυχές μας.
Το νησί μας ήταν ανοχύρωτο.
Τα παλικαριά μας που είχαν πολεμήσει, στην Αλβανία και στα οχυρά Μακεδονίας - Θράκης ήταν τώρα σκορπισμένα σε διά­φορα μέρη της στεριανής Ελλάδας, στα λιμάνια της Σαλονίκης, του Βόλου, της Καβάλας και του Πειραιά, ζητώντας απεγνω­σμένα να βρεθούν καΐκια να τους μεταφέρουν στη Λέσβο.
-   Μονάχα τραυματίες της Αλβανίας με κομμένα χέρια, με τσακισμένα κορμιά, κι αχρηστεμένα απ' τα κρυοπαγήματα πόδια κι αυτοί άοπλοι, βρισκόταν στο νησί.
Οι μονάδες αεράμυνας που τις αποτελούσαν άνδρες πάνω .από πενήντα χρόνων, με οπλισμό από μαρτίνια, γκράδες και κυνηγητικά όπλα, αδύναμοι και με κατάθλιψη στην καρδιά, πε­ρίμεναν να δώσουν τη μάχη του νησιού μας.».3
«Είχαν περάσει κιόλας τέσσερις μήνες από τότε πού οι Γερμα­νοί σκλαβώσανε το νησί μας.
Οι μαύροι βρυκόλακες σκόρπισαν τον τρόμο και την πείνα. Την φοβερή πείνα του σαρανταένα που κάθε μέρα μας αποδεκάτιζε.
Τ' αγέρι πια ήταν θρηνητικό, κι' άκουγες στο βόγγο του την επίκληση των πεινασμένων.
Μαραμένα λουλούδια κατάντησαν τα παιδιά μας, κι οι άρρω­στοι ξεψυχούσαν πολλές φορές μέσα στο δρόμο. Σκελετωμένος ο περισσότερος πληθυσμός του νησιού έτρεχε από χωριό σε χωριό ν' ανταλλάξει τα πιο πολύτιμα νοικοκυριά του, με λίγο καρπό, κι ό, τι φαγώσιμο μπορούσε να βρει, για να χορτάσει την πείνα του, που ξέσκιζε και σούβλιζε τα σωθικά του.
Οι Γερμανοί τότε αφέντες μας φόρτωναν κάθε μέρα σε καΐκια το λάδι μας και τόστελναν στην πατρίδα τους, να θρέ­ψουν το λαό τους, και το στρατό τους, που πολεμούσε με μονα­δικό σκοπό την κατάκτηση όλου του κόσμου»4.

« Ο λεσβιακός λαός αντιμετωπίζει αυτή τη ζοφερή κατάσταση χωρίς να χάσει το θάρρος του και την αγωνιστική του διάθεση. Τα λαϊκά συσσίτια που άρχισαν να λειτουργούν με την πρωτοβουλία των Αρχών του τόπου, μετά από τη βοήθεια που έστειλε ο "Διεθνής Ερυθρός Σταυρός", βελτίωσαν την επισιτιστική κατάσταση του λεσβιακού λαού. Η κατάσταση όμως αυτή. μόνο υλικά τον αφάνισε, όχι όμως και ηθικά. Δεν εκλιπάρησε τη σωτηρία από τον κατακτητή. Αντίθετα τόνωσε το αγωνιστικό του μένος και η Αντί­σταση απέκτησε ένα τεράστιο έμπεδο στις μάζες των πεινασμένων λαϊκών μαζών. Ο λαός διδάχτηκε από τη θανάσιμη πείρα του. πως με τη σκλαβιά τον απέμενε η εξολόθρευση και ως σωτηρία δεν απέμενε παρά η αποτίναξη της.»5
Όμως για το Λισβόρι τα πράγματα ήτανε κάπως καλλίτερα. Η πείνα δεν φάνηκε και τόσο πολύ. Εργατικοί οι Λισβοριανοί, εύφορος ο κάμπος, σιτάρι μπόλικο, δεν έλλειψε το ψωμί. Πολλοί βρήκαν καταφύγιο στο Λισβόρι για να σβήσουν την πείνα τους. Πολλοί μαρτυρούν πως στο Λισβόρι χρωστούν τη ζωή τους τα χρόνια εκείνα.
Ένας Αγιασώτης δάσκαλος, συνταξιούχος σήμερα, ο Δημήτρης Αλικάρης,  θυμάται και μας λέει:

 

Τα παιδιά της θύελλας

«Ήμουν στα εννιά μου χρόνια του 1941, και ένοιωθα πολύ καλά από φτώχεια-δυστυχία και πείνα. Τα μαύρα εκείνα χρόνια της κατοχής.. Άνθρωποι που πέθαιναν από πείνα και παιδιά που πρήζονταν από ασιτία... Κείνο το πρωινό, ο πατέρας με ξύπνησε από τις τέσσερις τα χαράματα. Αφού βάλαμε τα τσουράπια μας (τρίχινα μέστια από πανιά ελαιοτριβείου), γιατί  δεν είχαμε παπούτσια, ξεκινήσαμε για ένα χωριό που για πρώτη φορά άκουγα:  Λισβόρι. Στο δρόμο ο πατέρας πάντα φρόντιζε να με ενημερώνει, πού πηγαίνουμε, τι  θα συναντήσουμε, και πόση ώρα θα κάνουμε με τα πόδια.
Φτάσαμε κατά τις οκτώ το πρωί. Όλοι γνώριζαν τον πατέρα. Άνθρωποι απλοί, καλοκάγαθοι, εργατικοί. Ήρθαμε σ' ένα χωριό κατ' εξοχήν γεωργικό και κτηνοτροφικό.
Όλοι είχαν κάτι να φάνε, για να μην πεθάνουν της πείνας. Ήταν η ώρα 9.30 το πρωί και είχα σηκωθεί από το δεύτερο τραπέζι φαγητού με ρεβίθια.
 Παντού  έβλεπες την αγάπη στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ήταν ένα χωριό με ανηφο­ριές και σοκάκια και στο κάθε σπίτι η αυλή του είχε και φούρνο. Την κάθε ζυμωσιά της νοικοκυράς τη συνόδευε και ένα τσουκάλι ρεβίθια.
Έτσι έγινε και σε κείνο το σπίτι. Η νοικοκυρά ζύμωσε και έβαλε τα ρεβίθια στο φούρνο να ψηθούν...
Ο Παναγιώτης, που γνώριζα πολύ καλά, ένα παιδί από την Αγιάσο, (ά­γνωστο πώς και με ποιο τρόπο έφτασε στο χωριό αυτό με τη μάνα του), είχε πρηστεί τόσο πολύ από την πείνα, ώστε περπατούσε με ανοιχτά τα πόδια. Χλωμό, κίτρινο, έτοιμο να καταρρεύσει, φύλαγε τη γυναίκα στη γωνιά του δρόμου. Μόλις η νοικοκυρά του σπιτιού άφησε για λίγο το φούρνο, το έρημο παιδί μπήκε στην αυλή του σπιτιού, άρπαξε το τσουκάλι που έβραζε και τη κουτάλα και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα άντεχαν τα πρησμένα πόδια του, ενώ συγχρόνως έτρωγε το φαγητό.
Η γυναίκα πήρε φαίνεται είδηση, βγήκε από τα σπίτι και βλέποντας το παι­δί να τρέχει κρατώντας το τσουκάλι και την κουτάλα της, έβαλε τις φωνές... Έκανε τρία τέσσερα βήματα ξωπίσω του για να τον πιάσει φωνάζοντας: Βρε! Βρε! Βρε! Μα σταμάτησε ξαφνικά στη θέση της.
Ξαφνιάστηκα και πήγα κοντά της. Από το γαλήνιο τώρα πρόσωπο της κυλούσαν δάκρυα. Κοίταξε τον ουρανό κι έκανε το σταυρό της. Κάτι ψέλλισε, μα δεν κατάλαβα  τι.
            Ο Παναγιώτης είχε στρίψει στη γωνιά του δρόμου. Είχε χαθεί…
Μετά από λίγους μήνες βρήκα τον Παναγιώτη καλά αυτή τη φορά. Οι φιλόξενοι κάτοικοι αυτού του χωριού δεν άφησαν το παιδί να πεθάνει».   (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  ΑΛΙΚΑΡΗΣ   ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ)
ΗΡΩΟ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ
          1944. «Ο Σεπτέμβρης του χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα μας ήρ­θε σαν άνοιξη. Τα μηνύματα μας έρχονταν από παντού χαρμό­συνα. Αγέρας μυρωμένος, λεύτερος άρχισε να φυσά κι εμείς τον οσμιζόμαστε και στον καρτερούσαμε. Οι Γερμανοί μέρα τη μέρα γινόντουσαν όλο και πιο ανήσυχοι. Η άναστρη νύχτα της σκλα­βιάς μας άρχισε πια να χαράζει. Το ναζιστικό τέρας δεχόταν απ' όλο τον ελεύθερο κόσμο τόσα χτυπήματα, που η άλλοτε πα­ντοδύναμη μηχανή του άρχισε να αγγομαχά και ν' αναδιπλώνε­ται ο' όλα τα μέτωπα. Οι αποτρόπαιοι εκείνοι Γερμαναράδες με τα βλοσυρά τους πρόσωπα τώρα ετοίμαζαν βιαστικά την αποχώρηση τους απ' το νησί.
Τους βλέπαμε εμείς και αηδιάζαμε στ' αλήθεια για την κατά­ντια τους».6
Και έφυγαν. Την αυγή της 10ης Σεπτεμβρίου 1944 η Λέσβος ανακτούσε την ελευθερία της ύστερα από 1220 μέρες κατοχής.
Κλείνουμε με μια αναφορά στο φόρο αίματος που προσέφερε το Λισβόρι όλα αυτά τα χρόνια.( 1912 -  1948).

Ø      Στρατιώτης      Δαλβαδάνης Αριστείδης          του Ιωάννου                           1912
Ø      Στρατιώτης      ΧΗΠαναγιώτης  Πανσέληνος  του Νικολάου                         1914
Ø      Υπολοχαγός    Ευσταθίου  Αντώνιος              του Μηνά                               1915
Ø      Στρατιώτης      Ζουπαντής  Αναστάσιος          του Ευστρατίου                      1915
Ø      Στρατιώτης      Βογιατζόγλου  Δημήτριος        του Σπυρίδωνος                    1916
Ø      Στρατιώτης      Ζουπαντής  Χαράλαμπος        του Ευστρατίου                      1919
Ø      Στρατιώτης      Δούκας Ευάγγελος                   του Πανσελήνου                    1919
Ø      Στρατιώτης      Τακτικός  Ευστράτιος              του Στυλιανού                           1920
Ø      Στρατιώτης      Ευσταθίου  Φώτιος                 του Μηνά                                  1920
Ø      Στρατιώτης      Δούκας  Θεολόγος                  του Κωνσταντίνου                  1921
Ø      Στρατιώτης      Δούκας  Θεόδωρος                 του Κωνσταντίνου                 1922
Ø      Στρατιώτης      Πανσελλήνου  Ιωάννης           του Κωνσταντίνου                   1922
Ø      Στρατιώτης      Κανελής  Γεώργιος                 του Σωτηρίου                         1922
Ø      Στρατιώτης      Τακτικός  Χαράλαμπος           του Παναγιώτου                    1922
Ø      Στρατιώτης      Πανσελήνου  Ευστράτιος        του Δημητρίου                       1922
Ø      Στρατιώτης      Λόκος  Ευστράτιος                 του Σάββα                              1922
Ø      Στρατιώτης      Χαδεμένος  Δημήτριος           του Παρασκευά                      1922
Ø      Στρατιώτης      Τακτικός  Ευστράτιος             του Στυλιανού                         1940
Ø      Στρατιώτης      Μοριανέλλης  Γεώργιος         του Αντωνίου                          1940
Ø      Στρατιώτης      Τηνιακός Ευστράτιος              του Στυλιανού                         1940
Ø      Στρατιώτης      Ευσταθίου  Κυριάκος             του Ιωάννου                            1948
Ø      Στρατιώτης      Χρυσούλλης  Δημήτριος        του Βασιλείου                         1948
Ø      Στρατιώτης      Γδούτος  Θεόφιλος                 του Εμμανουήλ                       1948

ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΑΥΤΩΝ

  




1 « Η ΛΕΣΒΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ν. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ  ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1988
2 « ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ» ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΛΕΣΒΟΥ.  ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1996  Σελ. 266.
3 « Η ΛΕΣΒΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ν. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ  ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1988  Σελ. 79.

4 « Η ΛΕΣΒΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ν. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ  ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1988  Σελ. 84.


5 « ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ» ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΛΕΣΒΟΥ.  ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1996       Σελ. 273

6 « Η ΛΕΣΒΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ν. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ  ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1988  Σελ. 127.




ΣΤΑ   ΝΕΟΤΕΡΑ   ΧΡΟΝΙΑ

(1950   ΚΑΙ  ΜΕΤΑ…)


Αναμοχλεύοντας την ιστορία του ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ, που είναι «Γη των Πυρραίων» και «χώρα των Βασιλικών χωρίων», φθάσαμε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Περάσαμε μέσα από ανώμαλες μα και όμορφες καταστάσεις. Σεισμούς και καταποντισμούς μα και περιόδους δημιουργίας. Πολέμους μα και αδελφοσύνης. Γέλιου και κλάματος, πίκρας και χαράς, γέννησης και θανάτου. Και η ζωή συνεχίζεται…

Φτάσαμε στα 1950. Το Λισβόρι από τη θέση αυτή σέρνει ήδη στην πλάτη του ιστορία, περίπου 800 ετών.  Από τότε μέχρι σήμερα μεσολαβούν 54 ολάκερα χρόνια. Χρόνια που είναι αρκετά για να χωρέσουν μέσα τους κοσμογονικές αλλαγές. Αυτές τις αλλαγές θα προσπαθήσουμε να δούμε από δω και πέρα. Οδηγοί μας στην περιήγηση αυτή θα είναι μια καθοριστική «ΣΥΛΛΟΓΗ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ, ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ» που κατορθώσαμε να βρούμε και η οποία που έγινε το 1957 (Αύγουστο).Τούτη πραγματοποιήθηκε με τη μερίμνα του τότε Δημοδιδάσκαλου στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού, Παρθένη Αλβανού και την ευγενή συνεργασία  του Χρήστου Μπακλά ιεροψάλτου και Παναγιώτου Β. Χατζηπαναγιώτου, αποφοίτου Γυμνασίου. Επίσης θα χρησιμοποιήσουμε όποιες άλλες πηγές έχουμε στη διάθεση μας και διάφορες μαρτυρίες κατοίκων.

 ΠΟΥ ΑΚΡΙΒΩΣ ΚΕΙΤΑΙ Η ΚΟΙΝΟΤΗΣ*

 Η Κοινότης Λισβορίου κείται επί της χερσονήσου του Ολύμπου και επί της δυτικής πλευράς αυτής. Έχει πρόσοψιν προς βορράν και απέχει εκ της θαλάσσης ( Κόλπος Καλλονής), περί τα δύο χιλιόμετρα, με, υψόμετρον 100 μέτρων. Εκ του υψηλοτέρου σημείου του χωρίου είναι ορατόν το μεγαλύτερον τμήμα του κόλπου. Καλλονής, το στόμιον αυτού ως και μέρος του Αιγαίου πελάγους και αι υψηλότεραι κορυφαί της νήσου Χίου.
Περιβάλλεται από πυκνόν ελαιώνα και απέχει από το δάσος (πευκώνος) τέσσαρα περίπου χιλιόμετρα. Γειτνιάζει προς ανατολάς μεν με την κοινότητα Βασιλικών και εις απόστασιν δύο χιλιομέτρων . Προς δυσμάς δε μετά του Δήμου Πολιχνίτου και εις απόστασιν τεσσάρων χιλιομέτρων. Προς Νότον και εις μικράν σχετικώς απόστασιν ευρίσκεται η Μονή Δαμανδρίου.

ΠΩΣ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ Η ΚΟΙΝΟΤΗΣ*

 Η Κοινότης φέρει το όνομα ΛΙΣΒΟΡΙΟΝ.. Το αρχικόν όνομα όμως του χωρίου ήτο ΛΕΣΒΩΡΙΟΝ ή ΛΕΣΒΟΧΩΡΙΟΝ,  ως  αναγράφει εις το βιβλίον του «ΛΕΣΒΙΑΣ» ο Λέσβιος συγγραφεύς Σταυράκης Αναγνώστου, παράγει δε το όνομα τούτο εκ των λέξεων «Λέσβου όριον» και αναφέρει ότι εις την περιοχήν αυτήν υπήρχον τα όρια του κτημάτων του Λέσβου. Επειδή δε συμφώνως των Λεσβιακών ιδιωματισμών εις ορισμένας λέξεις το - ε – προφέρεται  - ι – έχομεν την σημερινήν μορφήν της λέξεως ΛΕΣΒΩΡΙΟΝ  -  ΛΙΣΒΟΡΙΟΝ.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ*

 Το χωρίον ιδρύθη κατά τον 11ον ή 12ον αιώνα και ουδέν αξιόλογον ιστορικόν γεγονός συνδέεται μετ’ αυτού.
Αι οικείαι είναι λιθόκτιστοι μετ ασβέστου, μονόροφοι ή διόροφοι, δεν υπάρχουν όμως ιδαίτερα δωμάτια δι’ έκαστον άτομον. Εις τον κάτω όροφον υπάρχουσι συνήθως δύο δωμάτια εξ ων το εν χρησιμοποιείται ως μαγειρείον και αίθουσα εστιάσεως το δε έτερον ως αποθήκη (κελάρι), εφ’ όσον η οικία είναι διόροφος. Εάν είναι μονόροφος χρησιμοποιείται το έτεροω ως υπνοδωμάτιον. Εις τον άνω όροφον υπάρχουσι δύο δωμάτια εξ ων το εν χρησιμοποιείται ως υπνοδωμάτιον το δε έτερον ως αίθουσα επισκέψεων (σαλόνι).
Εκάστη οικία έχει αποχωρητήριον. 

NAOI  MONAI*

Ναός εντός του χωρίου υπάρχει εις, εις μνήμην της αποκεφαλίσεως του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ρυθμού Βασιλικού, και πανηγυρίζει την 29ην Αυγούστου.
Πλην του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου υπάρχει και σεβαστός αριθμός εξωκκλησίων και εις μικράς σχετικώς αποστάσεις εκ του χωρίου, ως είναι το του Αγίου Ιωάννου του θεολόγου, παρά τας θερμοπηγάς, το των Αγίων Αναργύρων, Αγίου Νικολάου κ. τ. λ.
Εφημέριος υπάρχει εις.
Σημ: Θα μιλήσουμε για την Εκκλησία μας και την ιστορία της με λεπτομέρειες αργότερα.

ΣΧΟΛΕΙΑ*

Υπάρχει Δημοτικόν Σχολείον Διτάξιον και είναι συμπληρωμέναι και αι δύο θέσεις Δημοδιδασκάλων.
Σχολικός κήπος δεν υπάρχει λόγω του βραχώδους εδάφους της αυλής του Σχολείου. Σχολική βιβλιοθήκη εις υποτυπώδη μορφήν, ο δε αριθμός των μαθητών κυμένεται κατά την τελευταίαν τριετίαν από 80 – 90 - μαθητάς.

ΔΡΟΜΟΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ*

Εις το εσωτερικόν του χωρίου υπάρχουν δρόμοι καθ’ όλον το μήκος πλακόστρωτοι πλην όμως δεν υπάρχει αποχετευτικόν δίκτυον ολοκληρωμένον. Υπάρχει όμως η προοπτική ολοκληρώσεώς του εντός των προσεχών ετών.
Υπάρχει αμαξιτή οδός ήτις συνδέει το χωρίον με τας άλλας γειτονικάς Κοινότητας και κατ’ επέκτασιν με την πρωτεύουσαν της νήσου Μυτιλήνην. Επίσης προσφάτως διηνοίχθησαν δια προσωπικής εργασίας των κατοίκων και δια των μηχανικών μέσων της Νομαρχίας, διατεθέντων επί τούτοις, τρεις αμαξιτοί οδοί, μία προς θερμοπηγάς μήκους 1800 μέτρων, μία προς την θάλασσαν μήκους 5000 μ. περίπου και μία προς την αγροτικήν περιοχήν «Ληόμπουλα», μήκους 1500 μέτρων ήτις συνδέει με την εθνικήν οδόν την άγουσαν εις Πολιχνίτον.
Δύνατα τις συνεπώς να φθάση σήμερον εκ του χωρίου τόσον εις θερμοπηγάς όσον και εις την θάλασσαν (νότια ακτή κόλπου Καλλονής) δι’αυτικινήτου.

 

ΥΔΡΕΥΣΙΣ*

 
ΡΟΔΑΦΝΙΔΙΑ. ΥΔΡΟΜΥΛΟΣ
Η Κοινότης υδρεύεται από την άρτι οικοδομηθείσαν υδατοδεξαμενήν εις την είσοδον του χωρίου ήτις τροφοδουείται από πηγήν εις απόστασιν 700 μέτρων. Το εσωτερικόν δίκτυον υδρεύσεως ευρίσκεται υπό κατασκευήν εντός του τρέχοντος έτους η δε παροχή ύδατος, υπαρχούσης ήδη επαρκείας, προβλέπεται να γίνεται κατ’ οίκον. Το νερό δεν έχει εξετασθεί υπό ειδικού χημικού και τούτου ένεκα δεν υπάρχει σχετική γνωμάτευσις.


ΕΝΑ  ΕΓΓΡΑΦΟ - ΣΧΕΤΙΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΥΔΡΕΥΣΗ  

-- ΤΗΣ  ΤΟΤΕ  ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ   ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ



ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
       ΝΟΜΟΣ ΛΕΣΒΟΥ
   ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ


Αριθ. Πρωτ.   119                                                                        Εν Λισβορίω τη 17-3-1967     



                                                                                                                Περίληψις
                                                                                Περί των Υδρονυμιών της Κοινότητος


                                                                                Π ρ ο ς
                                                                               Τον κ. Νομάρχην Λέσβου


Λαμβάνω την τιμήν εις εκτέλεσιν της υπ’ αριθμ. 3832/24 ε. ε. Υμετέρας εγκυκλίου Διαταγής, ν’ αναφέρω Υμίν τας υδρωνυμίας της Κοινότητος ημών ως ακολούθως.

1.                                                                                                                                                         Ο Κάτζισμες είναι ένας μικρός χείμαρρος που πηγάζει από την τοποθεσία Βρυσούδια, περνά από τη βορεινή άκρη της Κοινότητος και της τοποθεσίας Πλείτιργια – Πλως – Καμάρα και ενώνεται με τον ποταμό Γλάρος. Έχει μήκος 4 χιλιόμετρα. Λέγεται έτσι διότι στο σημείο που περνά από την Κοινότητα υπήρχε άλλοτε η κάτω βρύση του χωριού, (κάτω τσισμές).
2.                                                                                                                                                         Το Βαθύ Λαγγάδ, είναι ποταμάκι που κατεβαίνει από τις τοποθεσίες Πηγάδια – Πίτζισμε – Πατέστου και ενώνεται με τα νερά των θερμοπηγών, σχηματίζοντας τον ποταμό «Γλάρου» που χύνεται στον κόλπο Καλλονής. Περνά σε απόσταση 400μ. νοτιοδυτικά του χωρίου μας και έχει μήκος 3 χιλ/μετρα. Λέγεται έτσι γιατί είναι το πιο βαθύ λαγκάδι της περιφερείας μας.
3.                                                                                                                                                         Ο «Κατάπυργος»είναι ένα μικρό ποταμάκι που πηγάζει από τις πηγές υδρεύσεως της Κοινότητος. Βρίσκεται 800 μέτρα από το χωριό μας και έχει μήκος 400 μέτρα ενούμενον με το Βαθύ Λαγκάδι. Τον λένε έτσι γιατί στην τοποθεσία αυτή υπήρχε άλλοτε μικρό χωριό «Άγιοι Ανάργυροι», εις τι οποίον υπήρχε Πύργος, που τον έλεγαν κάτω Πύργο εν αντιθέσει προς τον έτερον που υπήρχε στη σημερινή Κοινότητα που είναι πιο ψηλά.
4.                                                                                                                                                         Ο χείμαρρος Τσήρες κατεβαίνει από τη θέση Κρύα Βρύση και φθάνει μέχρι το Κόλπο Καλλονής σχηματίζοντας τον ποταμό Γαλετσέλλη. Έχει μήκος 3 χιλ/τρα και απέχει 2 χιλ/τρα από την Κοινότητα προς βορράν. Τον λένε έτσι από το όνομα της τοποθεσίας που πήρε το όνομα της από τις πολλές ήρες που φυτρώνουν.
5.                                                                                                                                                         Ο ‘Γλάρος», είναι ο μεγαλύτερος π[ποταμός της περιφερείας μας και σ’ αυτόν χύνονται όλοι οι μικροί ποταμοί. Βρίσκεται στο Δυτικό μέρος της Κοινότητος και απέχει 3 περίπου χιλιόμετρα. Πηγάζει από τις θερμοπηγές της Κοινότητος και χύνεται στον κόλπο Καλλονής. Έχει μήκος τρία περίπου χιλ/τρα και λέγεται έτσι από το όνομα της αγροτικής τοποθεσίας που διέρχεται και η οποία το πήρε από το πουλί Γλάρος που συνήθως είναι ο τόπος βοσκήσεως των.


                                                                                         Ευπειθέστατος
Ο πρόεδρος της Κοινότητος



Αριστείδης  Γιαννόγλου


 

            Συνεχίζουμε τώρα την προσπάθεια της μελέτης και διερεύνησης της ιστορίας του χωριού μας, του τόπου μας κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Χρόνια δύσκολα μα συνάμα όμορφα και νοσταλγικά.
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του  ΄50. Το Λισβόρι από τη θέση αυτή, τη σημερινή, σέρνει ήδη στην πλάτη του ιστορία, περίπου 800 ετών.  Από τότε μέχρι σήμερα μεσολαβούν 54 ολάκερα χρόνια. Χρόνια που είναι αρκετά για να χωρέσουν μέσα τους κοσμογονικές αλλαγές. Αυτές τις αλλαγές προσπαθούμε τώρα να δούμε.. Οδηγοί μας στην περιήγηση αυτή θα είναι όπως ήδη έχουμε πει η καθοριστική «ΣΥΛΛΟΓΗ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ, ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ» που κατορθώσαμε να βρούμε και η οποία που έγινε το 1957 (Αύγουστο).Τούτη πραγματοποιήθηκε με τη μέριμνα του τότε Δημοδιδάσκαλου στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού, Παρθένη Αλβανού και την ευγενή συνεργασία  του Χρήστου Μπακλά ιεροψάλτη και Παναγιώτη Β. Χατζηπαναγιώτη, αποφοίτου τότε του Γυμνασίου. Επίσης χρησιμοποιούμε και όποιες άλλες πηγές έχουμε στη διάθεση μας και διάφορες μαρτυρίες κατοίκων.

ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

«Η συνήθης και μοναδική σχεδόν ψυχαγωγία είναι η συνάντησις των κατοίκων εις τα καφενεία, των οποίων ο αριθμός ανέρχεται εις (10) δέκα. Εις τούτο οι κάτοικοι διέρχονται τας ώρας των χαριεντιζόμενοι ή παίζοντες τάβλι, αναγινώσκουν εφημερίδας (τοπικάς και Αθηναϊκάς) και ακούουν ραδιόφωνον, αστεΐζονται με το γνωστόν χίουμορ, χαρακτηριστικόν γνώρισμα του χωρικού. Μεταξύ ενός καφέ και ενός τσιγάρου ανταλλάσονται διάφοροι γνώμαι και επί διαφόρων θεμάτων, κοινωνικών, αγροτικών, οικογενειακών, πολιτικών, οικονομικών, ενδιαφερόντων τον τόπον και γενικώς τους Έλληνας.
Αι συζητήσεις αύται γίνονται κατά κανόνα τας βραδινάς ώρας, δεδομένου ότι την ημέραν ασχολούνται άπαντες με τας εργασίας, αγροτικάς.
 Πλην των συζητήσεων γίνονται και αφηγήσεις υπό των γεροντοτέρων, αφηγήσεις διαφόρων διά το χωρίον γεγονότων, ανεκδότων ή πολεμικών κατορθωμάτων, κατά δε την ώραν της αφηγήσεως άπαντες οι θαμώνες του καφενείου ακροώνται μετά προσοχής. Δεν λείπουν φυσικά και οι φορτικώς και ανοήτως απορούντες προς των ομιλούντα οι οποίοι ενοχλούν δι’ ερωτήσεων εις τρόπον ώστε ενίοτε να θυμώνη ο αφηγούμενος και να δημιουργείται μία ατμόσφαιρα εύθυμος αφ’ ενός μεν των ανοήτων αποριών αφ’ ετέρου δε από τον θυμόν του αφηγουμένου. Και τούτο αποτελεί εν είδος ψυχαγωγίας δεδομένου ότι θ’ αναλογισθούν περισσοτέρων τοιούτων περιστατικών εξ άλλων αφηγήσεων και ούτω τα αλληλοπειράγματα λαμβάνουν έκτασιν.
Την ψυχαγωγίαν των κατοίκων δυνάμεθα να διακρίνωνμεν εις μερικήν και ολικήν.
Κατά τον χειμώνα καθ’ όν λειτουργούν μόνον τα καφενεία ψυχαγωγούνται εις ταύτα μόνον οι άνδρες δεδομένου ότι η συμμετοχή των γυναικών θεωρείται κάτι το τολμηρόν. Κατά την περίοδον λοιπόν ταύτην η μοναδική ψυχαγωγία των γυναικών είναι η ανταλλαγή επισκέψεων, τα περίφημα «γειτονιά», εις τα οποία συμμετάσχουν πολλές μαζί, φέρουσαι μαζί των, πλέξιμο, κέντημα, ρόκα, κ. λ. π.
Κατά την περίοδον του καλοκαιριού ότε λειτουργούν και τα τρία εξοχικά κέντρα, ευρισκόμενα εις την είσοδον του χωριού δύνανται ναμ συχνάζουν εις ταύτα και αι γυναίκες (κυρίες και δεσπιονίδες) συνοδευόμεναι πάντοτε υπ’ ανδρός, (συζύγου, αδελφού, πατρός_).
Τα εξοχικά ευρίσκονται κατά μήκος της αμαξιτής οδού, της αγούσης προς Μυτιλήνην και επ’ αυτής γίνεται και ο περίπατος «βόλτα», όπως συνηθίζουν να τον ονομάζουν, και εκεί λαμβάνει χώραν το «νυφοπάζαρο». Ο περίπατος γίνεται κατά τας Κυριακάς ή αργίας όχι μόνον το καλοκαίρι αλλά και κατά το χειμώνα.
Κατά τας Κυριακάς του καλοκαιριού την ψυχαγωγίας συμπλρώνει η μοναδική ορχήστρα του χωριού αποτελουμένη εκ λαϊκών οργάνων, παιανίζουσα λαϊκούς ρυθμούς, Ελληνικούς χορούς, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν και οι Ευρωπαϊκοί τοιούτοι. Την πρώτην όμως θέσιν κατέχουν οι λαϊκοί και Ελληνικοί χοροί (συρτός, καλαματιανός, μπάλλος, καρσιλαμάς, ζεϊμπέκικο αλλά και ταγκό βάλς, ρούμπα κ. λ. π.
Τα χρησιμοποιούμενα ποτά είναι κατ’ εξοχήν το ούζο και ολίγον η μπύρα.
Η ορχήστρα αμείβεται από τους χορευτάς και κατά την ώραν του χορού ή κατά την ώραν που παραγγέλλουν τον χορό της αρεσκείας των.
Άλλος τρόπος ψυχαγωγίας είναι τα πανηγύρια.
Στο Λισβόρι τελούνται κατά τυν διάρκειαν του έτους δύο πανηγύρια, το εν τη 8ην Μαΐου προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ναΰδριον εις τας θερμοπηγάς Αγίου Ιωάννου κθ’ ό πλήθος κόσμου συρρέει, αφ’ ενός μεν διά να τιμήση τον εορτάζοντα Άγιον, αφ’ ετέρου διά να θαυμάση και να απολαύση το μεγαλείον της φύσεως εις την μαγευτικήν αυτήν τοποθεσίαν, ήτις κατά την εποχήν της ανοίξεως παρουσιάζει μίαν ιδιάζουσαν ωραιότητα.
Το έτερον τελείται περιλάμπρως την 29ην Αυγούστου και εορτάζει ο φερώνυμος >Ναός του χωρίου, όστις ως αναγράφεται ανωτέρω τιμάται με την αποκεφάλισιν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Καθ’ έκαστον έτος η Θεία Λειτουργία τελείται υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μυτιλήνης, πλήθος δε ξένων, εκ των γειτονικών κοινοτήτων συρρέει, προσφερόντων διάφορα αναθήματα, προς εκπλήρωσιν διαφόρων «ταμάτων» καθ’ ότι ο άγιος θεωρείται θαυματουργός.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας οι κάτοικοι και οι ξένοι κατευθύνονται εις τα καφενεία για το καθιερωμένο γλέντι όπου και παραμένουν διασκεδάζοντες άνδρες και γυναίκες μέχρις αργά την νύκτα, ενίοτε δε μέχρι των πρωινών ωρών.
Αγώνες δεν τελούνται κατά τας πανηγύρεις. Κινηματογράφος δεν υπάρχει.
Ξενοδοχεία δεν υπάρχουν πλην του ξενώνος των θερμοπηγών, εις τον οποίον διαμένουν οι λουόμενοι και οι προς λουτροθεραπείαν αφικνούμενοι, είνμαι όμως δυνατή η διαμονή ενός επισκέπτου εις ιδιωτικά οικήματα ως φιλοξενουμένου καθ’ όσον οι κάτοικοι διακρίνονται διά την φιλοξενίαν των.»
Ένα άλλο πανηγύρι που δεν αναφέρεται στην παραπάνω εργασία, καλό πανηγύρι, ήταν και το πανηγύρι στην Παναγιούδα, την Λαμπροτρίτη. Όλο το χωριό τα χρόνια κείνα, όταν η ζωή μας δεν είχε τυποποιηθεί και ήταν πιο αυθόρμητη, κατέβαινε την Καυκάρα κι εκεί μετά την αναστάσιμη Θεία Λειτουργία γινόταν μεγάλο πανηγύρι. με χορούς και τραγούδια. Το φαγοπότι με τα αρνιά, τα παραδοσιακά τυριά, τα «γιαλιά», τα κόκκινα αυγά και τη ζωντανή μουσική και τον «τενεκέ», κρατούσαν τον κόσμο εκεί όλη τη μέρα.


Ο  ΜΠΑΛΛΟΣ

Του Αποστόλου Αναγνώστου

Άμεση σχέση με τα παραπάνω και φυσικά τη ψυχαγωγία των κατοίκων, έχουν και τα παρακάτω αναφερόμενα από τον Απόστολό Αναγνώστου, συνταξιούχο εκπαιδευτικό και ιεροψάλτη του ναού μας και αναφέρονται σε μνήμες της Αποκριάς με κέντρο αναφοράς το «Μπάλλο», παραδοσιακό χορό.
«Ήρθαν και πάλι οι Αποκριές και πέρασαν όπως γίνεται χρόνια και χρόνια…
Μας χόρτασαν και πάλι από την τηλεόραση με τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, όπως τις λένε της Πάτρας, του Μοσχάτου και άλλων Ελληνικών πόλεων που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κακότεχνη αντιγραφή του καρναβαλιού του Ρίο της Βραζιλίας. Όλη αυτή η βαβούρα πλαισιώνεται και με την μονότονη λατινοαμερικάνικη μουσική και όλοι περνάμε…πολύ καλά τις αποκριές και ειδικά την τελευταία Κυριακή. Δεν ξέρω…αν εξαιρέσουμε κάποια θεάματα που προσφέρουν με τα ημίγυμνα κοριτσόπουλα και τις πολύχρωμες ενδυμασίες, αν όντως διασκεδάζει κανείς και χαίρεται και ξεφαντώνει αυτές τις μέρες.
Θυμάμαι παλιότερα στο χωριό μας πως διασκέδαζαν, με τις όμορφες και συμβολικές μεταμφιέσεις, άνδρες και γυναίκες και μάλιστα όχι λίγοι, που διέθεταν και έμφυτο χίουμορ, χωρατατζήδες όπως τους λέμε, έβρισκαν την ευκαιρία να επιδείξουν τις ικανότητες τους. Η γύρα στο χωριό, την τελευταία Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα, ήταν το επιστέγασμα όλων αυτών των «υπαίθριων παραστάσεων»και ο κόσμος χαιρόταν και διασκέδαζε.
Θυμάμαι κάποια χρονιά ένα «μπάλλο», όπως λέγαμε τη διασκέδαση της τελευταίας Κυριακής, που είναι και η αφορμή αυτού του σημειώματος.
Μικρός τότε, πρέπει να ήταν το …34 ή το …35 με …36, δε θυμάμαι ακριβώς που στο χωριό και σε δυο καφενεία της Αγοράς, έπαιζαν λαϊκές κομπανίες,. Που ήταν τότε άφθονες σ’ όλο το νησί.
Ο αδερφός μου Χαράλαμπος που το δικό του καφενείο το είχε κλείσει, ειδοποιείται με ένα μικρό  να βγει έξω. Μέσα στην αγορά τον περικύκλωσαν ένα μικρό τσούρμο από όμορφες γυναίκες του χωριού που δεν ήσαν στου δυο μπάλλους που γίνονταν στην Αγορά. Σχεδόν σηκωτό τον κατεβάζουν στο καφενείο του, που δυστυχώς σήμερα είναι οικόπεδο. Αναφέρω μερικές κοπέλες. Η…Καρδάτου με την κόρη της (τα Φγρατζούδια), η…Χρυσούλη με την κόρη της τη Βιργινία, η Μαρία Τηνιακού, η Παπαναστασίου και άλλες πολύ όμορφες και καλλίφωνες.
Παίρνουν θέση στο καφενείο με όργανο ένα τενεκέ που τον έπαιζε η Καρδάτου και με τραγούδια γλυκά και όμορφα, άρχισε ο χορός. Μέσα σε λίγα λεπτά διεδόθη το γεγονός και δεν είναι υπερβολή να πω ότι οι δυο, μπάλλοι, της αγοράς διαλύθηκαν. Είχε γεμίσει ασφυκτικά το καφενείο. Όρθιοι δε και στα παράθυρα ακόμη παρακολουθούσαν το χορό. Εσείετο το μαγαζί από τις γλυκές και μελωδικές φωνές των κοριτσιών και οι χορευτές διαπληκτιζόταν ποιος θα πρωτοχορέψει.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι τότε χόρευαν πάντα ζευγάρια, άνδρας και γυναίκα (ανδρόγυνο), ή δυο φίλοι, ή δυο φίλες. Δεν υπήρχε αυτό το χάλι που βλέπουμε σήμερα, που κάθε άλλο παρά χορός είναι. Ο χορός είναι έκφραση συναισθημάτων και χάρη χορευτής έχει τη δική του χάρη όταν χορεύει. Εξ άλλου υπήρχε και μια διαδοχική και απαράβατη σειρά στο χορό. Συρτός, μπάλλος, καρσιλαμάς, και τελευταία ομαδικός –Σέρβικος – ή Καλαματιανός με όλη την παρέα του τραπεζιού. Δεν τολμούσε κανείς να σηκωθεί αν κάποιο ζευγάρι χόρευε. Στην περίπτωση αυτή που αναφέρω η αυτοσχέδια ορχήστρα, ανάλογα με την περίπτωση, δηλ. ποιο ζευγάρι χόρευε έλεγε και τα σχετικά τετράστιχα. Και ποιος πάνω σε τέτοιο κέφι δεν έριχνε λεφτά στις τραγουδίστριες…και ας πάει και το παλιάμπελο! Θυμάμαι που κόντευε να ξημερώσει και το κέφι ήταν αμείωτο, μπέτο.
Αυτές οι διασκεδάσεις ήταν το κάτι άλλο και δεν μοιάζουν με τις σημερινές άχαρες εκδηλώσεις τόσο σε ομαδικό όσο και σ ατομικό επίπεδο. Ίσως να έχω άδικο γιατί παρά είμαι μεγάλος και δεν μ’ αρέσουν τα σημερινά. Πιθανόν, αλλά βλέπω και τους νέους και τις νέες της εποχής που κάτι τέτοιες μέρες πλήττουν. Δεν διασκεδάζουν! Όταν κανείς χαίρεται, φαίνεται καθαρά. Και όταν μελαγχολεί πάλι φαίνεται».

Αναμοχλεύοντας την ιστορία του ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ, που είναι «Γη των Πυρραίων» και «χώρα των Βασιλικών χωρίων», φθάσαμε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Περάσαμε μέσα από ανώμαλες μα και όμορφες καταστάσεις. Σεισμούς και καταποντισμούς μα και περιόδους δημιουργίας. Πολέμων μα και αδελφοσύνης. Γέλιου και κλάματος, πίκρας και χαράς, γέννησης και θανάτου. Και η ζωή συνεχίζεται…

Φτάσαμε στα 1950. Το Λισβόρι από τη θέση αυτή σέρνει ήδη στην πλάτη του ιστορία, περίπου 800 ετών.  Από τότε μέχρι σήμερα μεσολαβούν 55 ολάκερα χρόνια. Χρόνια που είναι αρκετά για να χωρέσουν μέσα τους κοσμογονικές αλλαγές. Αυτές τις αλλαγές προσπαθούμε να δούμε τώρα. Οδηγοί μας στην περιήγηση αυτή θα είναι μια καθοριστική «ΣΥΛΛΟΓΗ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ, ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ» που κατορθώσαμε να βρούμε και η οποία που έγινε το 1957 (Αύγουστο).Τούτη πραγματοποιήθηκε με τη μέριμνα του τότε Δημοδιδάσκαλου στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού, Παρθένη Αλβανού και την ευγενή συνεργασία  του Χρήστου Μπακλά ιεροψάλτου και Παναγιώτου Β. Χατζηπαναγιώτου, αποφοίτου Γυμνασίου. Επίσης χρησιμοποιούμε όποιες άλλες πηγές έχουμε στη διάθεση μας και διάφορες μαρτυρίες κατοίκων.
Σημειώνουμε ότι την εργασία αυτή την δημοσιεύουμε όπως ακριβώς είναι γραμμένη.
Προσωρινά διακόψαμε τη κανονική σειρά των δημοσιεύσεων μας, των σχετικών με το Λισβόρι, - και επιστρέψαμε για λίγο πίσω, στα χρόνια των «ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΧΩΡΙΩΝ» και των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Ήλθε στα χέρια μας μια πολύ αξιόλογη και διαφωτιστική μελέτη του αειμνήστου Μίλτη Παρασκευαΐδη που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Καθημερινή»  στις 8-1-1964 και αφορούσε αποκλειστικά το Λισβόρι και την ευρύτερη περιοχή του. Μας την παραχώρησε ευγενώς ο κ. Στρατής Πάντας.
Και τώρα συνεχίζουμε…

ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ  – ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ  - ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΙ

            Α). ΠΡΟ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΟΣ

            Κατά την περίοδον της εγκυμοσύνης της γυναικός, πιστεύεται ότι κατά την ημέραν του Αγίου Συμεώνος, η έγκυος δεν πρέπει να άπτεται αντικειμένων διότι το γενώμενον θα γεννηθή σημειωμένον ( σημαδεμένον ) ήτοι θα φέρει επί του σώματός του το σχήμα του αντικειμένου με το οποίον ήλθεν εις επαφήν η έγκυος.
            Επίσης πιστεύεται ότι αν η έγκυος κρατήσει κρυφή την εγκυμοσύνη της το παιδί που θα γεννήσει θα είναι όμορφο.

            
Β). ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ

Μόλις γεννηθή το παιδί αισίως ο πατήρ ή εις των συγγενών πυροβολεί διά κυνηγετικού ή πυροβόλου όπλου εντός της καπνοδόχου (πκαρίς) του σπιτιού για να φύγουν όπως πιστεύουν τα κακά από τη λεχώ.
            Την τρίτην νύκτα, μετά την γέννησιν του παιδίου, «στις τρεις νύχτες», οι πλέον στενοί συγγενείς, συγκεντρούνται εις την οιοκίαν της λεχώς για να γίνει το περίφημο «κοσκίνισμα» του παιδιού. Πριν από κάθε άλλη ενέργεια θα φορέσουν στο νεογέννητο καινούρια φορέματα και θα συμπληρώσουν την περιβολήν του με βαρύτιμα κοσμήματα, φλωριά, λίρες, κ. λ. π, διότι πιστεύεται ότι κατά την τρίτην νύκτα, πηγαίνει η μοίρα (τύχη), για να το καλομοιρώση.
            Μετά το στόλισμα του παιδιού, έρχεται η τελετή του «κοσκινίσματος». Το βρέφος τοποθετείται εις υψηλόν σημείον της αιθούσης, (τραπέζι π. χ. ), «για να γίνει μεγάλος άνθρωπος». Επάνω από το βρέφος τοποθετείται ένα κόσκινο εντός του οποίου έκαστος των παρευρισκομένων ρίπτει χρυσούν ή άλλο νόμισμα και το κινεί, «κοσκινίζει», για να γίνει ο παιδί «ψιλοκοσκινισμένο», ενώ συγχρόνως λέει διάφορες ευχές. «Να γίνεις καλός άνθρωπος», «να πάρεις τα χρόνια μου» (ευχή γέροντος), «να πάρεις την παλικαριά μου» ( ευχή νέου), κ. λ. π. Αν το βρέφος είναι θήλυ του εύχονται να γίνει όμορφη κοπέλα, καλή νοικοκυρά κ. λ. π.
            Μετά το κοσκίνισμα οι συμμετέχοντες εις τούτο εξακολουθούν παραμένοντες στο σπίτι του νεογεννήτου διασκεδάζοντες εις κοινόν δείπνον.

Γ). ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

            Άξια λόγου είναι τα τραγούδια που λέγονται από την μητέρα του βρέφους ή από άλλους συγγενείς προκειμένου να κοιμηθεί τούτο, συντομώτερα αλλά και κατά τρόπον ευχάριστον.
            Παραθέτομεν μερικά τετράστιχα.




Νανά του Κώστα το παιδί
Βασίλισσας παγώνι
Π(ου) του νανουρίζ η μάνα του
Και κείνο καμαρώνει.


Κοιμάτ’ ο ήλιος στα βουνά
Κοιμάται στα λαγγάδια
Κοιμάται και ο μπέης μου
Μες τα μαργαριτάρια.


Έλα ύπνε και πάρε το
Και παν’ το στους μπαξέδες
Και γέμισε τους κόρφους του
Τριαντάφυλλα μενεξέδες.


Μικρό μικρό σου τόδωσα
Μεγάλο φέρ μου το
Ω πήρες τα’ άλλα τα μωρά
Έλα πάρε και τούτο.
Κατά την Βάπτισιν, επίσης του παιδίου,  και μετά την τέλεσιν του  Μυστηρίου ο ανάδοχος
( νουνός ), μοιράζει χρήματα ( μαρτυριές ή μαρτυρικά), ούτως ώστε οι λαμβάνοντες ταύτα παριστάμενοι να μαρτυρούν ότι εγένετο παρ’ αυτού το Μυστήριον.
            Να σημειώσουμε επίσης εδώ και κάτι εκτός της εργασίας, ότι κατά το πρώτο μπάνιο του παιδιού, μέσα στο ζεστό νερό, και στη μπανιέρα του μωρού βάζουν διάφορα φυσικά μυρωδικά, όπως φύλλα καρυδιάς, τριαντάφυλλα, κ. λ. π. 

            Δ). ΞΑΓΟΡΑΣΜΑ

            Αν τύχει και αρρωστήσει το παιδί πολλές φορές το τάζουν στον Άη Γιάννη να το ξαγοράσουν. Είναι ένα είδος αφιερώματος, με αφιέρωμα το ίδιο το παιδί. Κατ’ αυτό το πάνε στην Εκκλησία το αφήνουν μπροστά στην Ωραία Πύλη και αφού ανάψουν τα κεριά τους, κάνουν το σταυρό τους και προσευχηθούν, ρίχνουν χρήματα στο παγκάρι για να «ξαγοράσουν το παιδί. Να ο αγοράσουν απ’ τον Άη Γιάννη και να το πάρουν πίσω.

            Ε). ΝΕΚΡΟΙ

Μετά την διαπίστωσιν του θανάτου πρώτη ενέργεια είναι η αλλαγή ιματισμού, «σαβάνωμα».
Αξιοπρόσεκτα είναι:
1.      Η τοποθέτησις εις τον κόλπον του νεκρού ενός κοχλιαρίου και ενός μανδηλίου εις το άκρον του οποίου έχει σφικτά προσδεθεί (κόμπος) ένα νόμισμα διά την πληρωμήν των ναύλων του.
2.      Το δέσιμο των ποδών του νεκρού δια μανδηλίου και των χειρών σταυροειδώς, επί του στήθους, τα οποία λύνονται μετά την τοποθέτησιν του εντός του τάφου, και τότε μόνον εφ’ όσον έχει τελέσει Μυστήριον βαπτίσματος.
3.      Κατά την διάρκειαν της νυκτός γίνεται παραμονή του νεκρού, τοποθετουμένου εις το μέσον του δωματίου, με την κεφαλήν προς δυσμάς, προσέχοντες οι παραμονεύοντες να μην τον διασκελίση γάτα διότι ως πιστεύουν θα βρυκολακιάση. Ανάβουν κεριά, αρχίζουν το μοιρολόγι τραγουδώντας διάφορα τετράστιχα.
4.      Στο σπίτι όπου έχουν το νεκρό σκεπάζουν τους καθρέφτες με ένα ύφασμα, ώστε να μην μπορείς να δεις  σ’ αυτούς.
5.      Ειδικά στο Λισβόρι ο θάνατος κάποιου, αμέσως μόλις συμβεί αναγγέλλεται με το νεκρώσιμο χτύπημα της καμπάνας της Εκκλησίας.

Παραθέτουμε ορισμένα εκ τούτων.

Αν είναι ο νεκρός νέος και πατήρ.


Κοπήκανε μουρέλι μου
Τα όμορφα σου νειάτα
Κι άφησες μάνα και παιδιά
Να κλαίνε μεσ’ τη στράτα.


Σου βάζω δυο γαρύφαλα
Για να τα κάνεις πέννα
Για να μου γράφεις πως περνάς
Μουρέλι μου εκεί πέρα



Θα πάρω δέβρη τα βουνά
Τις βρύσες να ρωτήσω
Ίσως και σε ποτίσανε
Να τες φιλοδωρήσω.

Η χήρα τραγουδά στον πεθαμένο άνδρα της.

Έμεινα πλέον έρημη
Σαν το ξερό ποτάμι
Όπου στερεύουν τα νερά
Και μένουν πέτρες κι άμμοι.

Κατά την ώραν της οδεύσεως της νεκρικής πομπής, από την εκκλησίαν προς το νεκροταφείον δεν πρέπει ο παπάς να γυρίσει να δει πίσω του, διότι πιστεύουν ότι, όταν γυρίσει και δει θα πεθάνουν και άλλοι.
Οι οικείοι του νεκρού δεν τρώνε κρέας επί σαράντα ημέρας, και ανάβουν καντήλι εις το σημείον ακριβώς του σπιτιού που ξεψύχησεν ο νεκρός, πιστεύοντες ότι επί σαράντα ημέρας η ψυχή του ευρίσκεται εκεί.


Ζ). ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

Κατά την παραμονήν των Θεοφανείων ρίχνουν εις τα θεμέλια των σπιτιών στάκτη δια να προφυλάξουν τους τοίχους από τους καλλικαντζάρους, πιστεύοντες ότι ούτοι δημιουργούν διαρκή υγρασίαν η οποία προσβάλλει τους τοίχους των σπιτιών. Αν κατά τον χειμώνα επί πολλάς ημέρας βρέχει συνέχεια, ονομάζουν τον καιρόν «καλλικαντζαρίτην».

Η Νυφοδώρα Γαβριήλ το 1973 (ήτανε τότε 75 ετών), στο βιβλίο του Ντόρη Διαλεκτού «ΝΕΡΑΪΔΕΣ – ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ – ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ  ΣΤΙΣ ΛΕΣΒΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ», ΑΘΗΝΑ 1976, λέει τα εξής για τους καλικάτζαρους.

 ..............................................................................................

«Να του ένα του γουμ*»
.  Ένας νοικουκύρ’ς  φόρτουσι του μ’λαρι  τ’   δυο σακιά σ’ταρ’ τσι του πάγινι στου μύλου. Οι Καλλικατζάρ’ τουν ακ’λουθήσαν. Λοιπόν γη άθριπους του κατάλαβι πους θα τουν καν’ κακό. Φόρισι την κάπα του τσι κάτσι καταμισί στα σακιά. Οι Καλλικατζάρ’ γη άλλους πίσου γη ένας μπρουστά· τσι πιάναν του μ’λαρ’ τσι λέγαν:»Να του ένα του γουμ, να τσι τα’ άλλου, να τσι τα’ απάνου γουμ. Γη άθριπους που είνι;» .
*γουμ.  Το ένα σακί του φορτίου του ζώου. Μισό φορτίο.

Επίσης πιο αναλυτικά για τους Καλικάτζαρους διαβάζουμε  άρθρο του Γιώργου Αλβανού που έχουμε δημοσιεύσει στο ίδιο τεύχος.


Η). ΔΡΙΜΜΑΤΑ.

Τας πρώτας τρεις ημέρας του Αυγούστου αποφεύγουν να χρησιμοποιούν σαπούνι, να κάμνουν λουτρά, ή να καμνουν χρήσιν σαπουνιού δι’ οιονδήποτε σκοπόν πιστεύοντες ότι το καθαριζόμενον μέρος του σώματος ή τα καθαριζόμενα ενδύματα θα μαδήσουν.
Όποιος λόγου χάριν λουστεί αυτές τις τρεις ημέρες του πέφτουν τα μαλλιά.

Θ). ΚΑΨΑΛΑ.
Κατά την παραμονήν της 1ης Αυγούστου και όταν αρχίζει να νυκτώνει, πηδούν «τα κάψαλα». Ανάβουν τρεις φωτιές εις το μέσον του δρόμου κάθε γειτονιάς εις απόστασιν 2 ή 3 μέτρων εκάστη και πέρνοντας μια πέτρα κρατώντας αυτήν επί της κεφαλής περνούν πηδώντας τις τρεις κατά σειράν φωτιές λέγοντας;


Άκστου παράκστου  ( Δηλαδή:Αύγουστο παραύγουστο)
Κάηκε του κάστρου
Σίδηρου κατίνα (Δηλαδή: πλάτη),
Πέτρα τσιφάλ.

Να σημειώσουμε ότι κστ’ εξαίρεση στο Λισβόρι, το χωριό όπου παράγεται η γλυκάνισος,  σαν υλικό για τις φωτιές στα  «κάψαλα» χρησιμοποιούνται τα «μυρουδιόξλα». Δηλαδή τα κλαδιά από τη «μυρουδιά», γλυκάνισο, που έχει ήδη συλλεγεί.




* «ΣΥΛΛΟΓΗ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ, ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ»

*  «ΣΥΛΛΟΓΗ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ, ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ»



 ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ

  Του Γιώργου Αλβανού

Πρώτο μισό του αιώνα μα; και η οικογένεια του χωριού μας διατηρούσε ακόμα την οικονομική αυτοτέλεια και αυτάρκεια της, καθώς και τον Πατριαρχικό της χαρακτήρα. Έπρεπε να εξασφαλίσει η ίδια τα αγαθά που ήταν απαραίτητα για τη διαβίωση της ή μ’ άλλα λόγια, έπρεπε να περιοριστεί στην κατανάλωση εκείνων μονάχα. που η ίδια ήταν σε Θέση να παράγει με την εργασία των μελών της. Αυτό ίσχυε γενικά για όλες τις οικογένειες του χωριού, μα περισσότερο για κείνες που διάθεταν μεγαλύτερο κλήρο γης και περισσότερα «μόδια», τους ζευγάδες, τους κτηνοτρόφους, τους ελαιοκτηματίες. Οι εργάτες, οι τεχνίτες. οι ακτήμονες γενικά. που πρόσφεραν την εργασία τους στους πρώτους. αμείβονταν τις περσότερες φορές με είδος: Δυο οκάδες σιτάρι το μεροκάματο της θερίστριας. μια οκά λάδι το μεροκάματο του ραβδιστή, διατροφή. ένα ζευγάρι παπούτσια το χρόνο και ένα βόδι η πέντε πρόβατα για τόσα χρόνια Παραγιό;. (Οι αριθμοί μπαίνουν ενδεικτικά). Αλλά κι ανάμεσα στους ιδιοκτήτες των αγαθών η ανταλλακτική μορφή της οικονομίας ήταν πολύ γνωστή Και σε χρήση: Ένα αρνί « τράμπα» με 15 οκάδες σιτάρι, 10 οκάδες κουκκιά για μια οκά μαλλί ή μταμπάκι (και πάλι οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί).
Η γη ήταν ακόμα «η τροφός, μήτηρ». όπως στη μακρινή εποχή του Ησίοδου και το αλέτρι με τ' αργοκίνητα βόδια γονιμοποιούσαν ακόμα τα λασπερά της σπλάχνα. Τα σύγχρονα μέσα καλλιέργειας δεν είχαν ξαπλωθεί στην «υπό ανάπτυξη» τότε χώρα μας και η γη απαιτούσε πολύν ιδρώτα για να γίνει πλουτοδότρα.
Τα οιστρογόνα και οι ορμόνες, βλέπεις, δεν Είχαν ακόμα επινοηθεί για καταστροφή της σωματικής και ψυχικής υγεία; του ανθρώπου. για άνομο πλουτισμό. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας στη χώρα μας ήταν ακόμα στα σπάργανα Κι ο καταμερισμός της εργασία; με τις ειδικότητες Και τα παρασιτικά επαγγέλματα δεν είχαν ακόμα δει το φως του ήλιου. Η δουλειά κρατούσε την αρχέγονη μορφή της. δουλειά σκληρή. ολοήμερη, και γόνιμη και δημιουργική: Κάθε δουλευτής κι ένα; παραγωγό: αγαθών. κάθε εργαζόμενο: κι ένας δημιουργός. στην κύρια σημασία της λέξης. Το μεροκάματο δεν μετριόταν με τις ώρες. μα με την ανατολή και τη δύση του ήλιου· και τις πιο πολλές φορές, πριν απ’ αυτές.
Μέσα και κάτω απ’ αυτές  τις συνθήκες η οικογένεια. ασκούσε τις δραστηριότητες της για να εξασφαλίσει τον «άρτον τον επιούσιον». Μεροδούλι, μεροφάι..
Ένα πλατύ πεδίο έρευνας με εξίσου πλατύς λαογραφικό. κοινωνιολογικό και επιστημονικό, γενικά, ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα των μορ­φών της ζωής, των  δραστηριοτήτων, και των εκδηλώσεων στον υλικό τομέα της οικογέ­νειας του χωριού μας. Μα είναι ακόμα η τέτοια έρευνα μια ανα­δρομή στα περασμένα, στους παραδοσιακούς τρόπους ζωής στις αληθινές μας ρίζες, που μας έκαναν αυτό που είμαστε σήμερα. Είναι αναπόληση μιας ζωής τόσο κοντινής κι απόμα­κρης συνάμα, τόσο επιθυμητής κι ανεπιθύμητης συνάμα, καθώς η δική της εξέλιξη μας παρασέρνει όλο και πιο μακριά της, καθώς τα δεσμά που οι ίδιοι χαλκέψαμε για τους εαυ­τούς μας, μας κρατούν δέσμιους των «ανέσεων» και των απο­λαύσεων της τεχνολογικής προόδου.
Χωρίς ξεχωριστές επιστημο­νικές αξιώσεις. μια και δεν πρόκειται για συστηματική εξέταση τον θέματος. θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να φέρουμε στη μνήμη μας λίγες ει­κόνες από τη ζωή της οικογέ­νειας του χωριού μας του περασμένου ήμισυ του αιώνα μας.
Σεπτέμβρης: μήνας κιόλας όπου νάναι το πανηγύρι. 8 του Σταυρού φθάνει.. Τα θερίσματα και τ’  αλωνίσματα είναι πια υπόθεση ξεχασμένη.. Τα στάρια.  καθαρισμένα. Φυλάχτηκαν στα σακούλια και τ’ άχυρα στ’ αχυροτσούβαλα και στα ντάμια. Άνθρωποι και ζωντανά εξασφάλισαν τη βάση της διατροφής τους νια τις κρύες μέρες του χειμώνα.
Η δραστηριότητα των χωριανών στρέφεται τώρα αλλού.. Μένουν τώρα λίγα αμύγδαλα να συναχτούν, κάποια σύκα να κουβαληθούν,. ένα αμπελάκι να τρυγηθεί. Όλα πρέπει να γίνουν, τίποτα να μη μείνει ξεχασμένο. πριν πιάσουν οι πρώτες  βροχές, κι αρχίσει ο μεγάλος αγώνας με το λιομάζωμα και τα σπαρσίματα.
Τα παιδιά δεν μένουν άνεργα κι εκείνα. Τρέχουν να προσφέρουν τη βοήθεια τους πο­λύτιμη όσο να πεις. για να κερδηθεί η μεγάλη μάχη της επιβιώσεως.. Η λαϊκή μούσα δε μέ­νει ασυγκίνητη. Με καμάρι και τρυφερότητα τραγουδά την ει­δυλλιακή σκηνή του παιδιού που βοηθά να μαζευτούν τ’ αμύγδαλα.
«Του μουρέλι μ’ του  κνικάτου πα  στ' ν αμυγδαλιαδούδα κάντου,
 τσι έκουβγι αμυγδαλέλια μι’ τα παχουλά τ' χιρέλια».
Τ’ αμύγδαλα θα συναχτούν στις αυλές κι όταν ξεφλουδιστούν θ' απλωθούν πάνω στα δώματα, να τα χτυπήσει ο ήλιος να ξεραθούν. Τα φλούδια θα δοθούν τροφή στα ζώα ή προσάναμμα στη φωτιά.
Τ’ αμύγδαλα θα σπάζονται λίγα λίγα κάθε φορά, που οι ανάγκες θα το καλέσουν.. Προσφάι  για τα παιδιά που θα πη­γαίνουν στο σχολείο, κέρασμα στις γειτόνισσες και σ’ όσους έρθουν τ' «Αγιού Βασλιού» να κάνουν του «πουδαρκό» «θάσιον» στη λεχώνα, μπακλαβού στην πεθερά. «Ήπιες του «πκρουθάσιου», θα πουν σε κείνον που τον παράτησαν. Ακόμη και τ’ αμυγδαλόλαδο είναι σπουδαίο φάρμακο όταν θα χρειαστεί.
Τα «σκουλαγήματα» πάνε κι αυτά να τελειώσουν. Οι συκιές έχουν πια «αποσύρει»». Μαζεύτηκαν και τα τελευταία «ψτάλια» και είναι απλωμένα πάνω στα δώματα ή μέσα στ’ αμπέλια σε στρώματα από «αγούδουρους»  για να ξεραθούν. Πρέπει κι αυ­τά τώρα να μαγευτούν και να πλυθούν, πριν τα βρει καμιά βροχή και σκουληκιάσουν. Ύστερα θα διαλεχτούν και τα κα­λά θα φουρνιστούν ή θα ζεματιστούν και θα στρωθούν όμορφα, όμορφα στα κοφίνια με φύλ­λα δάφνης ανάμεσα τους. Και θα ’ναι τόσο νόστιμα το χειμώνα όταν θα τρέφουν τη μαζώχτρα που μαζεύει ελιές, μέσα στο ξεροβόρι,  το τσοπανόπουλο που βόσκει τα πρόβατα μέσα στις παγωνιές και στ’ αγριόκαιρο. Με λίγα σύκα και μια γωνιά ψωμί, περνά κανείς ολόκληρη τη μέρα…

*Ο Γιώργος Αλβανός είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός, συγγραφέας, διετέλεσε μέλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και Σχολικός Σύμβουλος. Έχει δημοσιεύσει πολλές λαογραφικές μελέτες.


ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΤΙΣΣΑΣ ΗΡΩΣ ΔΑΓΚΛΗ
 ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ

    Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ*

                                 (ΣΑΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΜΟΥ)


Θα ήθελα να γράψω, πως πρωτογνώρισα το Λισβόρι, εδώ και 39 χρόνια,* όταν πήγα για πρώτη φορά.
Θα ήθελα όμως κυρίως να περιγράψω την εμπειρία της διαδρομής και να αρχίσω από το ξεκίνημα μας από τη Μυτι­λήνη.
Νεόνυμφη λοιπόν, το Φε­βρουάριο του 1948, ξεκίνησα με τον άνδρα μου να πάμε να γνωρίσω τη συζυγική πατρώα γη.
Κατά τις 1.30 το μεσημέρι, πήγαμε στα λεφωρεία, εκεί που είναι σήμερα το Πάρκο, α­πέναντι από τους Κινηματο­γράφους.
Τα αυτοκίνητα ήταν χωρι­σμένα κατά περιφέρειες κι ε­κεί συνωστιζόταν ο κόσμος που επέστρεφε στα χωριά του.
Εμείς είχαμε κοινή γραμμή, ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΛΙΣΒΟΡΙ ΠΟΛΙΧΝΙΤΟΣ ΒΡΥΣΑ. Εγώ, παρ' όλο που γεννήθηκα στη Μυτιλή­νη, οι γονείς μου και οι δυο ή­ταν ξένοι κι έτσι, δεν είχα ρί­ζες σε χωριό και εμπειρίες ε­νός τόοοοοσο μακρυνού ταξι­διού. Με πείραζε άλλωστε το αυτοκίνητο, και το ταξίδι αυ­τό θάταν κατά κάποιο τρόπο θυσία - απόδειξη αγάπης στο σύντροφο μου, που τόσο νω­ρίς και απότομα έχασα.
Τι λέγαμε λοιπόν; Για τα τα­ξίδια μου που επεκτείνοντο ως την Κράτηγο από τη μια πλευρά κι ως τη Θερμή από την άλλη έ, άντε το πολύ - πολύ ως την Αγιάσο, αφού σταματούσαμε στην Καρύνη να ξεζαλιστούμε.
Μαζευτήκαμε που λες, κα­μιά εκατοστή άτομα, αφού εί­χαμε βγάλει προηγουμένως εισιτήριο - θέση και διαβατή­ριο, άδεια μετακινήσεως θα ’πρεπε να πω από το οικείο Αστ. Τμήμα, γιατί στο δρόμο θα μας ήλεγχαν προκειμένου να μας συνοδεύσει η φρουρά χωροφυλακής απ' το Κέντρο ως τα Βασιλικά, δια το φόβο των Πασχαλιάδων (ανταρτών υπό τον Πασχαλιά) οι οποίοι σταματούσαν τα αυτοκίνητα κι έπαιρναν τις προμήθειες που είχαν κάνει οι φουκαρά­δες οι χωριανοί μια και τα μπακάλικα δεν διέθεταν ακόμα πολλά πράγματα.
Το πρώτο, που μου έκαμε εντύπωση, ήταν, ότι όλοι, ε­κτός των καλαθιών και δεμά­των, είχαν περασμένα στο χέ­ρι, μ' ένα σπάγγο δέκα σημίτια. (Δε φαντάζομαι να εξακο­λουθεί αυτό, τώρα οι πιτσιρι­κάδες προτιμούν τα γαριδά­κια).
Ρώτησα λοιπόν να μάθω, τόσο πολύ τους άρεσαν τα σημίτια και τα ’παιρναν δέκα-δέκα;
Όχι, μου λένε, ήταν για τα μουρά, πώς θα πάμι μαθέ, που θ' απαντέχειν κι όχι μόνο τα μουρά τα θκάντουν, αλλά και τα ανήψια, τα βαφτιστήρια τα γειτονοπούλα. Να μην τα παν μπάρεμ ένα σημίτ:
Σωστό!
Στιβαχτήκαμε λοιπόν στο 3σ λεωφορείο που θα πέρνα­γε από το Λισβόρι, Εμένα μου βρήκαν μια θέση, κατά παρά­θυρο μεριά να μι χτυπά η α­γέρας που ζαλίζουμνταν.
Κι αφού συμπληρώθηκαν οι θέσεις οι υπόλοιποι κάθησαν στη μέση στο διάδρομο, στα σκαμνέλια.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, ουρα­γοί της φάλαγγας, φθάσαμε στο Τσέντρου, μας ήλεγξαν τις άδειες και στο πλατύ μαρ-σπιέ των προπολεμικών λεω­φορείων, πήραν θέση, οι χω­ροφύλακες οπλισμένοι, για να μας προστατέψουν, όχι τις ζωές μας, προς Θεού δεν υ­πήρχε τέτοιος φόβος, αλλά κινδύνευαν οι φασλούδες, τα κτσά κι η φρατζόλα του χάσκου  του ψωμί, έ και τα δέκα σημίτια βέβαια.
Αφού ξεκόψαμε από τη δια­σταύρωση της Αγιάσσου, αρ­χίσαμε να μπαίνουμε για τα καλά στου Τσαμλικ, πράγμα πρωτόγνωρο για μένα. Ο χεί­μαρρος έτρεχε κρυστάλλινο νερό κι εκεί που υπήρχαν πέ­τρες - εμπόδια, στοίβαζε τον αφρό ψηλά, λες κι έβαζε ο Θεός μπουγάδα για να ξεβρωμίσει όσα είχε δημιουργήσει ο πόλεμος.
Είδα για πρώτη φορά τα κουτάκια των ρετσινάδων, ε­πάνω στα πελώρια πεύκα, να περιμένουν να γεμίσουν σιγά - σιγά, από τα δάκρυα της Φύ­σης, απ' τα οποία ο άνθρωπος, πάει να επωφεληθεί, όπως άλ­λωστε και από τόσα άλλα τραύματα που της προκαλεί. Οπότε! Ξαφνικό φρενάρισμα στο στενό χαλικοστρωμένο δρόμο.
-Τι συμβαίνει;
-Κατεβήτε για­τί πάθαμε ζημιά.
Τι να κάνουμε, χειμώνας ή­ταν, μας έπαιρνε το δειλινό, ο σωφέρ δήλωσε αδυναμία να το φτιάξει.
-Τι θα κάνουμε;
Ο Άη - Δημήτρης απείχε κα­νένα - δυο χιλιόμετρα.
-Άντε λέει, μι τα πουδάρια κι θα βρήτι τουν Τζουμπάν να τουν πήτι νάρτ' αυτός ξέρ' κι τα σαζ!
Εμένα μου φάνηκε παράξε­νο, πως ένας τσομπάνης να ξέρει να φτιάχνει αυτοκίνητα και δη σαράβαλα της εποχής εκείνης.
-Δεν είνι τζουμπαν'ς, μου λένε, σωφέρ είνι,  (δε θυμάμαι τώρα το πραγματικό του επίθετο), παρανόμ' είνι.
Και ξεκινάμε καμιά σαρα­νταριά άτομα κι οι χωροφύλα­κες από κοντά και φθάνομε στον Άη-Δημήτρη, όπου είχαν σταματήσει τα προηγούμενα αυτοκίνητα, για να ξεκουρασθούν οι επιβάτες από τόσο μακρυνό ταξίδι, να πιούν έναν καφέ, ή τα γυναικόπαιδα να χάψιν ένα λουκούμι Οι προπο­μποί ήδη είχαν φθάσει, είχαν πει στουν Τζουμπάν' τα μα­ντάτα και προσπαθούσαν να τον πείσουν να πάει να φτιάξει τη ζημιά. Ο Δημητρός, (κα­λή του ώρα αν ζει, Θεός συγχωρέσει τον αν πέθανε), αρνείτο διαρρήδην να κουνηθεί αν δεν έτρωγε τα κ'τσά μι τ' ρήγαν που είχε παραγγείλει να του φτιάξουν περνώντας το πρωί.
Άντε ρε, Δημητρό, άντε ρε Μήτρο κι θα μας πιάσει του σκουτάδ' κι είνι κι οι Πασχαλιάδες να μην έχουμι μπλεξί­ματα.
Αυτός δεν κουνήθηκε από τη θέση του, παρά μόνο αφού άδειασε το πιάτο.
Είναι αλήθεια, ότι το έφτια­ξε πολύ γρήγορα και ήλθε σαν σίφουνας, τρέχοντας και κορ­νάροντας. Αλάφρωσε το φορ­τίο μοιράζοντας και στ' άλλα αυτοκίνητα κόσμο, για να μην παραβαρύνει αυτό που ήταν σακατλίδικο.
Από κει και πέρα είχε πέσει όσο να ’ναι το σκοτάδι και δεν είχα το υπόλοιπο της διαδρο­μής, το οποίο θα περιγράψω στο δρόμο της επιστροφής.
Φθάνοντας όμως στα Βασι­λικά, (συγνώμη, στου ΒΑΣΙΛΤΣΟΤ 'ήθελα να πω) όπου απο­βιβάσαμε τους χωροφύλακες, μου έκανε εντύπωση το εξής θέαμα, που το ξαναέβλεπα α­κριβώς το ίδιο, κάθε φορά που περνούσαμε από τα Βασιλικά.
Όλα τα παιδιά του χωριού γύριζαν από τα χωράφια τρα­βώντας πίσω τους από μια κατσκαδούλα και το ξύλο που έπεφτε στη βρύση μεταξύ των κυριών.
Φθάσαμε στο χωριό, όπου, εν αναμονή της νύφης αφ' ε­νός είχε αρκετή πολυκοσμία, αφ' ετέρου πολύς κόσμος που περίμενε τους δικούς ανήσυ­χος για την καθυστέρηση.
Θα κάνω μια παραπομπή, για να εξηγήσω, ότι στους 13 μήνες που γνωριζόμαστε με τον άνδρα μου, πρόσεχε τους ιδιωματισμούς όταν μιλούσε αφ' ενός μεν γιατί ήταν πολύ εξελίξιμο άτομο και το απέ­δειξε αργότερα άλλωστε, αφ' ετέρου γιατί έτυχε να ξέρω λίγα περισσότερα γράμματα από εκείνον κι ίσως δεν ήθελε να φαίνεται κατώτερος στα μάτια μου. Θέλω επίσης να πω ότι όταν ήλθαν στο γάμο η μη­τέρα του Γιαννούλα (που ο Θεός να αναπαύσει την ψυ­χούλα της, για μένα ήταν πο­λύ καλή πεθερά) καθώς και η γιαγιά μου Παρασκευούλα Ζουπαντή και μέσα στους άλ­λους ιδιωματισμούς βασίλευε «το τέτοιο το έτετοιο», το ο­ποίο όπως είχα καταλάβει μπορούσε να κολλήσει σε πολλές έννοιες.
Ο Δαγκλής μου λοιπόν, πο­τέ δεν το είχε πει μέχρι τότε.
Μόλις όμως φθάσαμε και αντίκρυσε την πατρώα γη, στην οποία γύριζε για πρώτη φορά έγγαμος, ανέκραξε:
-«Πού ’ναι ένας τέτοιους, να πάρει του τέτοιου, να του πα στου τέτοι­ου;».
Εγώ έμεινα ξερή από κατάπληξη κι επί πλέον βλέπω κι έναν πιτσιρικά ν' αρπάζει τη βαλίτσα μας και να χάνεται στο σκοτάδι! Σκηνή πρωτόφαντη για μένα. Έβαλα τις φω­νές! Τη βαλίτσα, τη βαλίτσα, πήρε ένας μικρός τη βαλίτσα κι έφυγε, ενώ συνειδητοποιούσα τα μαζεμένα τέτοια έ-τετοια που έρριξε!
Μην ανησυχείς μου λέγει. Αυτό είπα: Που είναι ένας μι­κρός να πάρει τη βαλίτσα να την πάει στο σπίτι.
Καλά. του λέγω, βρε χρι­στιανέ μου, εσύ τα είπες έτσι, αλλά αυτός πώς τα κατάλαβε;
Αυτό μου λέγει είναι το κόλπο. Στο Λισβόρι, μπορείς να ρίξεις 40 τέτοια - έτετοια και να διηγηθείς μ' αυτά ολό­κληρη ιστορία και οι άλλοι να την καταλάβουν.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν τότε, στα σκοτάδια, σκουντουφλώντας στους πετροοτρωμένους δρόμους και φθάσαμε στο πατρικό του, όπου η πεθε­ρά μου είχε ανοίξει τις πόρτες και παραθύρια του σπιτιού, σημείο υποδοχής όπως έμαθα αργότερα, μας αγκάλιασε και μας ανέβασε στο πάνω πάτω­μα.
Εν ριπή οφθαλμού και πριν προλάβω να βγάλω το παλτό μου είχαν φθάσει οι ηλικιω­μένες συγγενείς (και ποιος δεν είναι συγγενής μέσα στα μικρά χωριά!) και κάθησαν οτις καρέκλες, μετά έμαθα ότι πήρανε και δανεικές από τη γειτονιά. Πίσω τους οι νεώτερες όρθιες και μπροστά όρθιο, ή καθιστό στο πάτωμα, όλο το παιδομάνι του χωριού.
Αφού κεράστηκαν όλοι, μι­κροί μεγάλοι, για να ευχηθούν «Να καλογερασουμε», (Αμ δε που καλογεράσαμε!).
Τότε άρχισα να μην αντέχω την πολυκοσμία και άρχισαν να διώχνουν τα μικρά, για να μπορέσουμε να ανασάνουμε, αλλά αυτά που να φύγουν. Τότε λοιπόν η εξαδέλφη μας Ευστρατία Ζουπαντή, σκέ­φτηκε από μόνη της να κάνει το εξής κόλπο για να τα απομακρύνει. Εκείνη ήταν επί των τιμών στα μέσω και στα έξω που λένε.
Μαζεύει λοιπόν, ούλα τα παπ'τσέλια και τα παντοφλέλια, που είχαν βγάλει τα μι­κρά στη σκάλα και τα πετά στο δρόμο.
Μετά ανεβαίνει και τους λέει: Πλιαλιούτι τσι πιτάξαν στου δρόμου τα παπούτσια σας.
Έξαλλο το λεφούσι, έτρεξε να βρει τα παπούτσια του, ενώ η Ευστρατία που καραδο­κούσε, μόλις βγήκε και το τε­λευταίο έκλεισε την πόρτα κι έβαλε την αμπάρα και μετά α­νέβηκε υπερήφανη για το κα­τόρθωμα της. Κι ήταν πράγμα­τι έξυπνο.
Άρχισε λοιπόν, η εξεταστι­κή επιτροπή να με περνά από ψιλό κόσκινο, αν θα με ενέκρι­ναν ή θα με απέρριπταν η κάθε μια για λογαριασμό της. Και κάθε τόσο μου έλεγαν!
-Τι βλέπ'ς; Δε βλέπ'ς τίπουτα;
Εγώ δεν έβλεπα τίποτα το ι­διαίτερα παράξενο. Εκείνες με ρωτούσαν, ξανά και ξανά.
-Τι να δω βρε παιδιά; ρώτησα τελικά.
-Δεν βλέπ'ς που η πιθιρά σ', άναψι ούλες τς λάμπις; Απ' τ βαφτίσα τ' αντρούς είχε να ανάψ' τόσες φέξες!!!
Εγώ,   να  πω την αμαρτία δεν είχα αντιληφθεί τίποτε γιατί έτυχε να ΄έχουμε ηλεκτρικό φως σπίτι μας από τότε που γεννήθηκα κι έτσι παρ' όλο ότι είχε ανάψει τις τρεις λάμπες του πολυελαίου, χωριστά τρεις φορητές γκαζόλαμπες στον τοίχο, εγώ μάλ­λον σκοτεινό έβρισκα το δω­μάτιο.
Έτσι άρχισαν να αποχω­ρούν μια-μια κι έληξε η ωραία και σεμνή αυτή τελετή, του ε­λέγχου, της αποδοχής, της α­πορρίψεως, αναλόγως. Μείνα­με στο χωριό δυο-τρεις μέρες από τις οποίες, με το πέρασμα τόσων χρόνων δεν μου έχουν μείνει γι αυτήν τουλάχιστον τη φορά ιδιαίτερες  αναμνήσεις. Και φθάσαμε Δευτέρα τη μέρα της επιστροφής.
Αυγή, στο σύθαμπο νυ­σταγμένο πρόσωπα, πρησμένα βλέφαρα από τον ύπνο, τουρτουρίζαμε περιμένοντας το λεωφορείο.
Αυτή τη φορά οδηγούσε ου Τζουμπάν'ς, ο οποίος δεν ξέ­ρω πως με πήρε από καλό, έ­βγαλε άλλον επιβάτη όταν έ­μαθε ότι είχα πρόβλημα, μ' έ­βαλε δίπλα του κι όσες φορές ταξίδευα μαζί του, πάντα μ' έ­παιρνε δίπλα του, κοντά στο παράθυρο.
Επιβιβαστήκαμε λοιπόν, πήραμε κι από τα Βασιλικά τη συνοδεία. Με την ανατολή του ήλιου ξετυλιγόταν μπρο­στά μου το τοπίο που δεν είχα δει στον πηγαιμό! Έμεινα έκ­θαμβη από τη μαγεία των Λι­μνών, με τα αλογάκια, τις γε­λάδες, τα πουλερικά, τους χειμωνιάτικους καρπούς της γης και τους εργάτες που δούλευαν με αγάπη τη ζωοδότρα μάνα Γη. Πράγματα που τα έβλεπα για πρώτη φορά, με μάγευαν και παρακάτω οι πλαγιές του τσαμλικιού γεμάτες κυκλάμι­να!!!
Ξέχασα να πω ότι το Λισβό­ρι, τότε δε γέμιζε ένα λεωφο­ρείο από μόνο του και το αυ­τοκίνητο ερχόταν από τον Πολιχνίτο, έχοντας ήδη επιβά­τες. Μέσα λοιπόν στο λεωφο­ρείο ήταν και ο Τριαντάφυλλος Κουγιάνος περιπλανώμε­νος βιολιστής της εποχής μας, που τον είχαν καλέσει στον Πολιχνίτο σ' ένα γάμο.
Ο Τριαντάφυλλος είχε βγει και στην τηλεόραση με το βιο­λί του, στο σήριαλ «Η Δασκά­λα με τα χρυσά μάτια».
Δεν ξέρω αν ζει, αλλά από νέος δεν τα είχε τετρακόσια σωστά κι ο καθένας μπορούσε να τον πειράξει κι αυτός δε­χόταν καλόκαρδα το πείραγ­μα.
Όταν έφθασε στο Λισβόρι, Δευτέρα ήταν οι επιβάτες αρ­κετοί, ένας περίσσευε κι έτσι ο Τσομπάνης έβγαλε τον Τριαντάφυλλο στο φαρδύ μαρσπιέ του αυτοκινήτου, εί­χε κατεβάσει το παράθυρο δίπλα μου, κι ο Τριαντάφυλ­λος είχε περάσει από το ένα άνοιγμα το χέρι του και στηρι­ζόταν και με το άλλο κρατού­σε σφιχτά το διολέλι τ' το τι­μημένο, το ένδοξο, όπως το έλεγε.
Μόλις μπήκαμε στο Τσαμλίκι, ο Τσομπάνης που ήταν πολύ πλακατζής του λέγει:
-Τραντάφλι, ή παιγ'ς τ' αητού του γυιό, ή σι κατιβάζου και σι παρατώ έδιου μέσ' του τσαμλίκ'.
Ο Τριανιάφυλλος βέβαια ήταν αδύνατο να κάνει κάτι τέτοιο στην ανταρτοκρατούμενη περιοχή γιατί θα κινδύ­νευε η ζωή του, αν τον άκου­γαν οι Πασχαλιάδις.
Τι να κάνει όμως; Ο άλλος τον απειλούσε. Κι έτσι σκαρ­φίστηκε ν' αρχίσει να τραγουδά τουν ινφκάτου.
Τ’ αητού του γιο,  ρε του έλεγε ο Τσομπάνης, Νυφούλα μου, νυφούλα μου, ο άλλος.
Όπως θα φαντάζεστε βέ­βαια, το αυτοκίνητο τρανταζόταν περισσότερο από τα γέλια των επιβατών, παρά από τον κακό δρόμο.
Κάποτε φθάσαμε στο Κέ­ντρο όπου αποβιβάστηκε η φρουρά.
Μπαίναμε πια σε μη ανταρτοκρατούμενη περιοχή.
Και ξαφνικά μόλις ξεκινά το αυτοκίνητο, αρχίζει ο Τριαντάφυλλος να παίζει του αητού το γιό.
Το τι έγινε βέβαια, αδύνατο να περιγραφεί και θάταν πο­λύ λίγοι που έφθασαν στη Μυ­τιλήνη χωρίς να έχουν κατου­ρηθεί  από τα γέλια.

ΗΡΩ χήρα ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΔΑΓΚΛΗ
(Παλλιολαδίταινα)
* Το άρθρο αναφέρεται στην εποχή του 1950 περίπου. Είχε δημοσιευτεί και στην εφημερίδα «ΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ» ( Δεκέμβρης του 1987 ), που έχει σταματήσει πλέον την έκδοσή της...

........................................................................................................................................................

 Στο σημείο αυτό δημοσιεύουμε ένα ψήφισμα του Κοινοτικού Συμβουλίου της τότε κοινότητος Λισβορίου, σύμφωνα με το οποίο προ 45 ετών και κατά την συνεδρία της 2-9-1963, αποφασίζεται να εκφρασθούν οι ευχαριστίες των κατοίκων της Κοινότητος Λισβορίου,  στους: ΣΕΡΕΦΕΙΜ ΧΑΡΙΤΩΝΙΔΗ, αρχαιολόγον, ΕΙΡΗΝΗΝ  ΒΑΡΟΥΧΑ-ΧΡΙΣΤΟΔΟΛΟΠΟΥΛΟΥ νομισματολόγο, ΚΑΡΛ  ΜΠΛΕΓΚΕΝ (C.Blegen)  αρχαιολόγο, ΣΙΝΚΛΑΙΡ ΧΟΥΝΤ (M.S.F. Hood)  αρχαιολόγο, ΜΙΛΤΗ  ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ  δημοσιογράφου-πτυχιούχο φιλολογίας ΤΖΩΡΤΖ  ΜΑΪΛΣ (G.Miles)  νομισματολόγο, καθώς και στον τότε πρόεδρο τη Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρίας, και αιφνιδίως αποθανόντα, ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, για τη μεγάλη τους προσφορά και προσπάθεια στην ανάδειξη των αρχαιοτήτων της περιοχής Λισβορίου.
Το κείμενο αυτό το οποίο ευγενώς μας παραχώρησε ο κύριος Στρατής Πάντας, το δημοσιεύουμε σαν ένα μνημόνιο των σπουδαιότατων αρχαιοτήτων της περιοχής Λισβορίου, οι οποίες όμως και σήμερα ακόμη παραμένουν παραμελημένες  και αναξιοποίητες.

------------------------------------

ΕΝΑ  ΨΗΦΙΣΜΑ

ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ ΛΕΣΒΟΥ


Το Κοινοτικόν Συμβούλιον Λισβορίου κατά την συνεδρίαν αυτού της 2-9-1963 απεφάσισεν όπως διά τιμητικού ψηφίσματος του εκφρασθούν αι ευχαριστίαι των κατοίκων Λισβορίου προς τους κάτωθι αναφερομένους, διότι ούτοι κατά την τελευτάιαν τετραετίαν συνέβαλον εις την εξιχνίασιν σημαντικών θεμάτων του ιστορικού παρελθόντος της ιδιαιτέρας πατρίδος μας.
Συγκεκριμένως διά των ερευνών, των μελετών, των μελετών, των ειδικών επιστημονικών γνωματεύσεων και της εν γένει συμβολής αυτών διεπιστώθη μεταξύ άλλων ότι:

Βορείως του σημερινού χωρίου Λισβορίου εις την παραλίαν του << Κ ο υ ρ τ ή ρ >> (Ακρωτηρίου) υπάρχουν εκτεταμένα οικοδομικά ερείπια προϊστορικού οικισμού χρονολογούμενα περί το 2.000 π.Χ. και σύγχρονα προς την 5ην πόλιν της Τροίας συμφώνως και προς γνωμάτευσιν του διευθυντού των ανασκαφών της Τροίας και της Πύλου και ομοτίμου καθηγητού του Πανεπιστημίου του Σινσιννάτι Carl Blegen και του διευθυντού των ανασκαφών της Κνωσού και του Εμπορίου Χίου και τέως διευθυντού της Βρεττανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών M.S.F. Hood.          
Διά της υπ’αριθμ. πρωτ. 113)22 Φεβρουαρίου 1960 εκθέσεως του Εφόρου Αρχαιοτήτων Λέσβου Σεραφείμ Χαριτωνίδη προς την εν Αθήναις Διεύθυνσιν της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έγινε διά πρώτην φοράν γνωστόν εις τον επιστημονικών κόσμον ότι από το προαναφερθέν ακρωτήριων (<<Κουρτήρ>>) <<εξέρχεται εις μέγα μήκος εντός της θαλάσσης λιμενοβραχίων>> (Βλ. περιοδικόν των Αθηνών <<Εικόνες>> τεύχος 269 της 16-12-1960 και εφημερίδας <<Καθημερινήν>> Αθηνών 18-12-1960, 25-10-1962, 23-12-1962 και 24-3-1963 και <<Δημοκράτην>> Μυτιλήνης από 4-1-1963 μέχρι 21-1-1963 και από 27-6-1963 μέχρι 12-7-1963).
Ο λιμενοβραχίων ούτος εξέρχεται εκ του βορειοτέρου σημείου του <<Κουρτήρ>> προς βορέιαν κατεύθυνσιν, φαίνεται δε ότι εις σημείον ευρισκόμενον  ανατολικώτερον εξέρχεται έτερος καταποντισμένος λιμενοβραχίων κατευθυνόμενος παραλλήλως προς την ακτήν του <<Αλκούδ>> εις μήκος πολύ μεγαλύτερον του πρώτου.
Εκ της διαπιστώσεως της υπάρξεως του καταποντισμένου λιμενοβραχίονος της αρχαιότητος προέκυψεν ήδη η υπόθεσις, η οποία επιβάλλεται να ελεγχθεί διά συστηματικών υποβρυχίων αρχαιολογικών ερευνών, ότι εις την θέσιν αυτήν ευρίσκετο η καταποντισθείσα αρχαιοτέρα <<Πύρρα>> (η πρώτη από τας δύο Πύρρας τας οποίας αναφέρει ο Πλίνιος εις την <<Φυσικήν Ιστορίαν>> 5, 139) και ότι εις την θέσιν που διέσωσε το αρχαίον τοπονύμιον, περί τα εξ χιλιόμετρα βορειοανατολικώς του <<Κουρτήρ>>, πλησίον της σημερινής Αχλαδερής, ευρίσκετο το αναφερόμενον υπό του Στράβωνος (13, 618) <<προάστειον>> της προφανώς <<κωμηδόν>> κατοικουμένης Πύρρας.
Διά των ερευνών του Σεραφείμ Χαριτωνίδη, τα αποτελέσματα των οποίων εξετέθησαν εις την προαναφερθείσαν εκθεσίν του, ανεκαλύφθησαν πλησίον του <<Κουρτήρ>> εις την παραλίαν του Σκαμνιούδ τα ερείπια πύργου της εποχής των Παλαιολόγων, ευρέθη δε πλησίον αυτού εντοιχισμένον εις το εκκλησίδιον του Αγίου Νικολάου το μονόγραμμα του Μανουήλ Παλαιολόγου (Βλ. <<Αρχαιολογικόν Δελτίον>> τόμος 16ος του 1960 – Χρονικά σελ. 236 κ. ε. μετά σχετικών φωτογραφιών). Η αποκαλυπτική σημασία της ανακαλύψεως υπό του Σεραφείμ Χαριτωνίδη μονογράμματος του Μανουήλ Παλαιολόγου εις το <<Σκαμνιούδ>> ετονίσθη και υπό του καθηγητού της Βυζαντινής Ιστορίας εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών και Διευθυντού του κέντρου Βυζαντινών ερευνών Διον. Ζακυθηνού (Βλ. περιοδικόν <<Εικόνες>> 16ης Δεκεμβρίου 1960).
Εκ της ανακαλύψεως του πύργου της εποχής των Παλαιολόγων κατέστη προφανής η ιδιαιτέρα σημασία της παραλιακής περιοχής του <<Λισβορίου>> κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, επεκυρώθη δε η σπουδαιότης της εκ της ανακαλύψεως εις το <<Σκαμνιούδ>> σημαντικού αριθμού Βυζαντινών νομισμάτων και ενός μολυβδοβούλλου του Πάπα της Ρώμης Ευγενίου Δ΄ (1431-1447), ο οποίος είχεν αναπτύξει εξαιρετικήν δραστηριότητα διά την ένωσιν Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Διά των προσφάτων δημοσιευμάτων ετονίσθη ότι η ανακάλυψις του μολυβδοβούλλου εις το <<Σκαμνιούδ>> μαρτυρεί ότι εις την περιοχήν του Λισβορίου πρέπει να ευρίσκετο η προσωρινή (θερινή) έδρα διαμονής και του Γατελούζου ηγεμόνος της Λέσβου προ της καταλήψεως της νήσου υπό των Τούρκων. Τούτο προκύπτει και εκ της υπάρξεως εις τον λόφον της Τύδας, πλησίον του Τεμένους, εκκλησίας λεγόμενης <<Φραγκοκλησά>>.
Εις την θέσιν Λισβορίου όπως διεπιστώθη με την νεωτέραν μελέτην παλαιότερων γεωγραφικών χαρτών της νήσου Λέσβου υπήρχε η μνημονευμένη υπό του Ευσταθίου και του Ησυχίου παναρχαία πόλις Λέσβος από την οποία έλαβεν την ονομασίαν της ολόκληρος η νήσος Λέσβος (Βλ. Ευσταθίου: Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία Ι΄ στίχ. 129. Έκδοσις Georg Olms 1960, τόμος Β΄, σελ. 246).
Η ταύτισις της θέσεως, όπου οι παλαιοί χάρται σημειώνουν την παναρχαίαν αυτήν πόλιν    << Λ έ σ β ο ς >>  <<LESBO>>  (και εξ αβλεψίας κάποιου σχεδιαστού <<TESBO>>), με την θέσιν του σημερινού χωρίου Λισβόριον έχει γίνει και προ ετών αδιαμφισβητήτως εξ αφορμής της δημοσιεύσεως χάρτου του Βερολινείου Άτλαντος υπό του γεωγράφου Κίπερτ εις το σύγγραμα του Ρ. Κόλντεβαϋ <<Die antiken Baureste der Insel Lesbos>> (έκδοσις Βερολίνου 1890, σελ. 69). Ο γλωσσολόγος Paul Kretschmer, ο οποίος κατόπιν συστηματικής μελέτης των γλωσσικών ιδιωμάτων της Λέσβου έγραψε και εξέδωσε το 1905 εις την Βιέννην, την μοναδικήν περί της διαλέκτου της Λέσβου συστηματικήν και ολοκληρωμένην μελέτην με τον τίτλον <<Der heutige Lesbische Dialect>> (<<Η σημερινή Λεσβιακή διάλεκτος>>) καθώρισεν αναμφισβητήτως την θέσιν της πόλεως <<Λέσβου>> εις το χωρίον <<Λεσβόρι>> (στήλαι του συγγράματος του 27 και 36).
Παρ’ όλον ότι ο Κρέτσμερ δεν ευρίσκει εντελώς σαφή τον σχηματισμόν της λέξεως <<Λεσβόρι>> βεβαιώνει σύνφωνα με τους γλωσσικούς κανόνας της Λέσβου, τους οποίους έλαβεν υπ’ όψιν εις όλας των τας λεπτομέρειας, ότι διά της λέξεως <<Λισβόρ>> αποδίδεται διαλεκτικώς η λέξις <<Λεσβόρι>> και ότι εις αυτήν υπάρχει μέχρι σήμερον αναμφισβητήτως επιβίωσις του αρχαίου ονόματος <<Λέσβος>>. Ας ληφθή υπ’ όψιν ότι το ίδιον χωρίον λέγεται υπό των παλαιών κατοίκων της περιοχής και <<Λισβόρια>>.
Η ιστορική σπουδαιότης της περιοχής Λισβορίου κατεφάνη επί πλέον και από τα τοπωνύμια αυτής <<Τέμενος>> και <<Τεμενίτης>>. Εις την θέσιν των ο Newton (<<Travels and discoveries in the Levant>> I, σελ. 92) είχεν ίδει το 1852 θεμέλια αρχαίων κτιρίων και το έδαφος διάσπαρτον από κομμάτια αγγείων, σώζονται δε εις αυτήν μερικά εκ των αρχαιοτέρων ελαιοδένδρων της νήσου (Βλ. και Δ. Μαντζουράνη <<Οι πρώτες εγκαταστάσεις των Ελλήνων στη Λέσβο>>, Μυτιλήνη 1949 και <<Το ετήσιο εισόδημα της Λέσβου στην αρχαιότητα>> 1950). Ήδη διετυπώθη η υπόθεσις ότι εάν εξακριβωθή ότι εις το <<Κουρτήρ>> ευρίσκετο πράγματι η καταποντισθείσα αρχαιοτέρα Πύρρα θα ήτο δυνατόν να αναζητηθή η σχέσις του Τεμένους Λισβορίου προς το <<εύδηλον τέμενος μέγα ξύνον>> των τριών θεών της Λέσβου, Διός, Αιοληίας Ήρας και Διονύσου (Βλ. Ch. Picard <<Ou fut a Lesbos au VII siecle l’ asyle temporaire du poete Alcee>> εις Revue Archeoloique 1962 II σελ. 45 κ. ε.). Την σημασίαν του Τεμένους και της κορυφής του Τεμενίτη μαρτυρεί και η παροιμία <<Με τουν Τιμινίτ γίντσι>>, η οποία λέγεται περί των υπεργήρων.
Κατά τα τελευταία έτη εξ’ άλλου ανεκαλύφθη εντός της περιοχής Λισβορίου εις τας θερμοπηγάς του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου ευρέθησαν και νομίσματα του 3ου και 2ου π.Χ. αιώνος, μία αρχαία Χριστιανική Βασιλική (Βλ. Σ. Χαριτωνίδη δημοσίευμα εις <<Αρχαιολογικόν Δελτίον>> τόμος 16ος του 1960, Χρονικά σελ. 237).
Η ιστορική σημασία της περιοχής Λισβορίου κατεφάνη εναργέστερον και από διάφορα νομίσματα της αρχαιότητος, τα οποία ανεγνώρισε και εχρονολόγησε με ευγενικήν διάθεσιν και με προθυμίαν ευσυνειδήτου λειτουργού της επιστήμης η Διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών Ειρήνη Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου. Τα μεταβυζαντινά νομίσματα της περιοχής μας ανεγνωρίσθηκαν επίσης ευγενώς υπό του νομισματολόγου της Αμερικανικής Νομισματολογικής Εταιρείας Τζώρτζ Μάϊλς (G. Miles).
Μετά την αναγνώρισιν των τα νομίσματα της περιοχής Λισβορίου εξετέθησαν διά το κοινόν εντός προθηκών εις την αίθουσαν των Γραφείων της Κοινότητος Λισβορίου. Τα αρχαιότερα εξ αυτών είναι του 4ου π.Χ. αιώνος. Η ανακάλυψις των επετεύχθη εις τας θέσεις Σκαμνιούδ, Αστράτγους Ταξιάρχης, Άσπρη Πέτρα, Θερμοπηγαί, Τέμενος, Καταπύργος, Κουρτήρ, Πύργος, Άγιος Δημήτριος, Αρμυρός, Πηγάδια, Άγιος Γεώργιος, κατοικημένον Λισβόρι, Πετραδερή, Φραγκοκλησά Τύδας κ.α. Η εκτεθειμένη εις το Γραφείον της Κοινότητος Νομισματική συλλογή κατηρτίσθη από νομίσματα τα οποία ανεκάλυψαν οι κάτοικοι του χωρίου Στρατής Δήμου, Δημ. Ε. Βουλέλλης, Στρατής Αργυρέλλης, Χαράλαμπος Λημνιός, Χρήστος Γαβριήλ, Χρήστος Καφές, Παναγιώτης Φ. Προκοπίου, Στρατής Π. Πανσέληνος της Σταμάτας, Κυριάκος Αργυρέλλης, Βασ. Καραβασιλείου, Ιωάννης Ν. Γιανόγλου, Στρατής Κοντούλης, Παν. Ανδρ. Δαλβαδάνης, Ιωάννης Δαλβαδάνης, Δημήτρ. Γρηγορίου, Ιωάννης Καρακωνσταντής, Παναγιώτης Γιαννόγλου, Ιωάν. Παχός, Αριστ. Πολυχρόνης, Παναγ. Ε. Σταυρακέλλης, Γιαννούλα Τηνιακού, Γρηγόριος Κομνηνέλλης, Στρατ. Δαλβαδάνης, Γεώργ. Δαγκλής, Αγγελής Θερμιώτης, Ελευθ. Χατζόγλου, Κων. Σταματίου, Στρατής Καναρέλλης, Στρατ. Θερμιώτης, Στρατής Καρδάτος, Δημ Κυριακόπουλος, Ιω. Κόκουτας, Γεώργ. Αργυρέλλης, Βασ. Σαββαδέλης κ.α.
Με την σειράν των νομισμάτων της περιοχής Λισβορίου εξετέθησαν εις το γραφείον της Κοινότητος και γύψινα αντίγραφα των αρχαίων νομισμάτων όλης της Λέσβου τα οποία ευρίσκονται σήμερον εις το Νομισματικόν Μουσείων Αθηνών. Τα γύψινα αυτά αντίγραφα εδωρήθησαν εις την Κοινότητα υπό της Διευθύντριας του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών Ειρήνης Βαρούχα – Χριστοδουλοπούλου. Το Κοινοτικόν Συμβούλιον Λισβορίο,υ Λαβόν υπ’ όψιν τα ανωτέρω εκτιθέμενα, τα οποία προέκυψαν κυρίως από τας ερεύνας και μελέτας που ήρχισαν το 1960
                                                       α  π  ο  φ  α  σ  ί  ζ  ε  ι
όπως δια του παρόντος ψηφίσματος εκφρασθούν αι ευχαριστίαι των κατοίκων Λισβορίου προς τους:
1)      ΣΕΡΕΦΕΙΜ  ΧΑΡΙΤΩΝΙΔΗΝ αρχαιολόγον,
2)      ΕΙΡΗΝΗΝ  ΒΑΡΟΥΧΑ-ΧΡΙΣΤΟΔΟΛΟΠΟΥΛΟΥ νομισματολόγον
3)      ΚΑΡΛ  ΜΠΛΕΓΚΕΝ(C.Blegen)  αρχαιλόγον,
4)      ΣΙΝΚΛΑΙΡ ΧΟΥΝΤ(M.S.F. Hood)  αρχαιολόγον,
5)      ΜΙΛΤΗΝ  ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΝ  δημοσιογράφου-πτυχιούχον φιλολογίας
6)      ΤΖΩΡΤΖ  ΜΑΪΛΣ(G.Miles)  νομισματολόγον.
 Επι τουτοις θεωρούμεν επιβεβλημένον να εκφράσωμεν τας ευχαρστίας της Κοινότητος  Λισβορίου και προς την Ιεράν Σκιάν του αδοκήτως αποθανόντος προϊσταμενου της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ  διότι ούτος είχε δηλώσει προς τους δημοσιογράφους των Αθηνών προ δύο ετών ότι απέβλεπε να γίνουν υποβρύχιαι αρχαιολογικαί έρευναι δια καταλλήλου ωκεανογραφικού πλοίου εις τον βυθόν του κόλπου Καλλονής δια να ελεγχθούν επιστημονικώς αι καταποντισμέναι αρχαίαι λιμενικαί εγκαταστάσεις του <<Κουρτήρ>> Λισβορίου και της σημερινής  Πύρρας.

     Εν Λισβορίω τη 2 Σεπτεμβρίου 1963

                          Το ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ

            Ο   Π ρ ό ε δ ρ ο ς                                                         Τ α   Μ έ λ η
         Αριστ.Γιαννόγλου                                                         Χρ.Γαβριήλ
    ΑΚΡΙΒΕΣ     ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ                                             Κ.Σταματίου
            Ο   Π ρ ό ε δ ρ ο ς                                                        Γ.Σταυρακέλλης
                                                                                                 Ε.Κοντούλης





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Ø ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΤΑΞΗ: «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ»
Έκδοσις: Πανεπιστημίου Αιγαίου. Μυτιλήνη 1995.
Ø ΣΤΑΥΡΑΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ: «Η ΛΕΣΒΙΑΣ ΩΔΗ».
Εκδόσεις: Πηγής. Αθήναι 1972
Ø ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΚΑΡΑΤΖΑΝΟΥ: «ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ».
Μυτιλήνη 1984
Ø Σ. ΤΖΙΜΗ - Β. ΓΙΑΝΝΑΚΑ - Π. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ - Β. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΥ - Β. ΚΩΜΑΙΤΗ - Γ. ΔΙΓΙΔΙΚΗ: «1ΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΕΣΒΟΥ»
Έκδοσις: Σύνδεσμος Φιλολόγων Ν. Λέσβου. Μυτιλήνη 1996
Ø ΜΑΚΗ ΑΞΙΩΤΗ: « ΠΥΡΡΑΙΩΝ ΧΩΡΑ»
Δήμος Πολιχνίτου 2001
Ø ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΛΕΟΜΒΡΟΤΟΥ «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ»
Μυτιλήνη 1984.
Ø ΙΩΑΝΝΟΥ Κ. ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΗ. «Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ».
Μυτιλήνη 1989
Ø ΓΙΑΝΝΗ ΔΕΛΗ. «ΟΙ ΓΑΤΕΛΟΥΖΟΙ ΕΝ ΛΕΣΒΩ»
ΑΘΗΝΑΙ 1901
« Η ΛΕΣΒΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ν. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ  ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1988







"ΝΕΑΙ  ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑΙ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΔΙΑ  ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ   ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΠΡΟ 525 ΕΤΩΝ

Η «ΦΡΑΓΚΟΚΚΛΗΣΙΑ» 

ΤΟΥ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ ΛΕΣΒΟΥ

ΚΕΝΤΡΟΝ ΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ 

ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
……………………………………………………………μια πολύ αξιόλογη και διαφωτιστική μελέτη του αειμνήστου Μίλτη Παρασκευαΐδη που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Καθημερινή»  στις 8-1-1964 και αφορά αποκλειστικά το Λισβόρι και την ευρύτερη περιοχή του. Μας την παραχώρησε ευγενώς ο κ. Στρατής Πάντας. Όντως αξίζει να την αναδημοσιεύσουμε!

 ………………………………………
Η ανακάλυψις εις Λέσβον του μολυβδόβουλλου του Πάπα της Ρώμης Ευγενίου Δ' (1431 — 1447), πρωτεργάτου των συνεννοήσεων μετά του αυτοκράτορας Ιωάννου Η' Παλαιολόγου δια την ένωσιν γης Ανατολικής με την Δυτικήν Εκκληοίαν. — Ό μεσολαβητικός ρόλος του ηγεμόνος της Λέσβου Δορίνου Γατελούζου (1401 — 1449). — Τα ευρήματα του 1963 εις τα ερείπιο ^τής «Φραγκοκκλησσάς» και του «Φραγκοχωριοϋ», περί τα τρία χιλιόμετρα βορεί­ως του χωρίου Λισβόρι. — Το μολυβδόβουλλον του μονοτρότιου Κκτακολων.  — Η σχεσις του «Λεσβορίου» και του μεσαιωνικού χωρίου τ»ν παλαιών γεωγραφικών χαρτών «LΕSΒΟ» με την παναρχαίαν πόλιν Λέσ6ον, η οποία, κατά τον Ησύχιον και τον Ευστάθιον, είχε δώ­σει την ονομασίαν της εις όλην την νήσον Λέσβον.
……………………………………………………………………………………………………
ΥΠΟ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΟΥ ΜΑΣ κ. Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΪΔΗ
(ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 8-1-1964)
Η ιστορική συνάντησις του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρα με τον Πάπαν της Ρώμης Παύλον εις την Ιερουσαλήμ υπήρξεν αφορμή να μηνημοινευθεί εις τον διεθνή τύπον η προσπάθεια που είχε γίνει ολίγα έτη προ της αλώσεως της πρωτευούσης της Βυζαντινής Αυτικρατορίας επί Πάπα Ευγενίου του Δ΄. (1431 – 1447) δια την ένωσιν Ανατολικήςε και Δυτικής Εκκλησίοας.
Η επικαιρότης της νέας προσπαθείας μας δίδει σήμερον την ευκαιρίαν να αναφερθώμεν εις την πρόσφατον αποκάλυψινεντός της περιοιχής του χωρίου Λισβόριον Λέσβου ενός μολυβδοβούλου του Πάπα Ευγενίου Δ΄ ερειπίων Εκκλησίας που λέγεται υπό των εντοπίων «Φραγκοκκλησά» και νομισμάτων διαφόρων εποχών εκ των οποίων προκείπτει ότι εις την θέσιν αυτήν, που απέχει περί τα 40 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσαν της νήσου Μυτιλήνην, υπήρχε πιθανώτατα θέρετρον των εκ Γενούης Γατελούζων ηγεμόνων της Λέσβου.
Με την ανακάλυψιν του προαναφερθέντος μολυβδοβούλου το ποποίον εκτίθεται ήδη εις το γραφείον της Κοινότητος Λισβορίου μαζί με τα διάφορα νομισματικά ευρήματα της περιοχής χρονολογούμενα από τον 4ον προ. Χριστού αιώνα, μέχρι της εποχής της Τουρκοκρατίας, προκύπτει η ένδειξις ότι ο Πάπας Ευγένιος Δ΄ ευρίσκετο με τον σύγχρονον του Γενουάτην ηγεμόνα της Λέσβου Δορίνον Γατελ΄ούζον (1401 – 1449 ), εις επικοινωνίαν αφορώσαν πιθανώτατα την προσπάθειαν να ενωθούν η Ανατολική με την Δυτικήν Εκκλησίαν.
Η αλληλογραφία του Πάπα.
Η μαρτυρουμένη δια του μολυβδοβούλου του Λισβορίου αλληλογραφία του Πάπα Ευγενίου Δ’, αποτελεί ένδειξιν του μεσολαβητικού ρόλου που θα είχεν αναλάβει ο Δορίνος Γατελούζος εις τας σχετικάς διαπραγματεύσεις της Δύσεως με τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννην Παλαιολόγον τον 8ον . Ως γνωστόν οι Γατελούζοι υπήρξαν ηγεμόνες τηςε Λέσβου από το 1355 έως το 1462 και εθεωρούσαν εαυτούς εκπροσώπους του Βυζαντινού αυτοκράτορος. Η Λέσβος είχε δοθεί εις αυτούς υπό τύπον προίκας, εις τα νομίσματα δε που εξέδιδαν ιατηρούσαν τα σύμβολα του οίκου των Παλαιολόγων.
Από την Ιστορίαν ήταν γνωστόν ότι αι συνεννοήσεις του Πάπα Ευγε­νίου Δ' με τον αυτοκράτορα της Κων­σταντινουπόλεως κατέληξαν εις την μετάβασιν μεγάλης αποστολής ανωτέρωνν ορθοδόξων κληρικών εις την Ιταλίαν με επικεφαλής τον Ιωάννην 8ον  Παλαιολόγον (1391 - 1448) και εις την υπογρορφήν της ενώσεως Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας  κατά τα έτος 1439 χωρίς να εξασφα­λισθούν όμως και αι δυνατότητες εφαρμοιγής της.
Αι δυσχέρειαι πραγματοποιήσεως σχετικής συμφωνίας εμφανίζονται και σήμερον προβληθείσαι κατά το 1963 υπό της αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, η οπία είχε χαρακτηρίσει άσκοπον την επιδίωξιν στενοτέρας επαφής των αρχηγών Α­νατολικής και Δυτικής Εκκλησίας προ του διακανονισμού μερικών βασικών διαφορών. Σύμφωνα με ανακοινώσεις αρμοδίων αι διαφοραί αυταί εί­ναι σήμερον κυρίως τα αντιδημοκρατικά πρωτεία που διεκδικεί ο Πάπας, αι επί τοις ίσοις διαπραγματεύσεις και αι προσπάθειαι του Βστικανού προς διείσδυσιν εις την περιοχήν της Ορθοδοξίας, ιδίως διά της εντάσεως της δράσεως των εν Ελλάδι Ουνιτών.
Η σημασία της περιοχής
Με την ανεύρεσιν του μολυβδίνου σφραγίσματος του Πάπα Ευγενίου Δ' εις το Σκαμιούδ της περιοχής Λισβορίου Λέσβου απεδείχθη κυρίως  ότι ένα επίσημον έγγραφον του δραστηρίου και μεγαλεπηβόλου αυτού Ποντίφηκος είχε παραλήπτην κάποιον, πού διέμενε εις αυτήν τουλάχιστον επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα.
Ή ιδιαιτέρα σημασία την οποίαν είχε η θέσις «Σκαμιούδ» κατά την εποχήν των Παλαιολόγων κατεδείχθη και από τον Έφορον Αρχαιοτήτων Λέσβου κ, Σ. Χαριτωνίδην, ο οποίος ήρχισε την αρχαιολογικήν έρευναν της περιοχής  της από το έτος 1960, Μεταξύ άλλων ανεκάλυψεν εις αυτήν, όπως έγραψεν: είς το «Αρχαιολογικόν Δελτίον» της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (τόμος 16ος, Xρονικά, σελ. 236), ερείπια πύργου, την χρονολογίαν του οποίου καθορίζει μονόγραμμα του Μανουήλ Παλαιολόγου (Βλέπε σχετικώς «Καθημερινή» 23-2-1962 και 23-3-1963).Η αποκλυπτική σημασία της ανακαλύψεως υπό του κ. Χαριτωνίδη μονογράμματος του Μανουήλ Παλαιολόγου, εντοιχισμένον εις γειτονεύον με τον πύργον εκκλησίδιον, ετονίσθη και υπό του καθηγητού της Βυζαντινή Ιστορίας εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών και διευθυντού του κέντρου Βυζαντινών ερευνών, Διονυσίου Ζακυνθηνού ως είχεν αναγραφεί επικαίρως εις το υπ’ αριθ. 269 τεύχος του περιοδικού «Εικόνες».

Οι Παλαιολόγοι εις Λέσβον.
Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ 2ος Παλαιολόγος είναι, ως γνωστόν, προγενάστερος της εποχής που ο Πάπας Ευγένιος Δ΄. επεδίωξε να λαμπρύνη την δράσιν του και με την ένωσιν των δύο Εκκλησιών. Σύμφωνα με τας νεωτέρας ιστορικάς πηγάς, τας οποίας μας υπέδειξεν ο καθηγητής Ζακινθηνός, όταν ο Μανουήλ Παλαιολόγος, προ της ανόδου του εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως, είχε χάσει κάθε ελπίδα να σώση τη Θεσσαλονίκην από τους Τούρκους έπλευσεν μετά την ματαίαν προσπάθειαν υπερασπίσεως της τον Απρίλιον του 1837 εις την Λ¨εσβον και εφιλοξενήθη επί μερικούς μήνας με την ακολουθίαν του έξω από τα τείχη της Μυτιλήνης από τον τότε ηγεμόνα της νήσου Φραγκίσκον Γατελούζον. Με την ανακάλυψιν του μονογράμματος του Μανουήλ Παλαιολόγου εις το «Σκαμιούδ» από τον κ. Χαριτωνίδην προκύπτει ότι επί ένα διάστημα ο υπερασπιστής της Θεσσαλονίκης είχε διαμείνει εις την περιοχήν του Λισβορίου, την οποίαν φαίνεται ότι και από την Βυζαντινήν εποχήν εχρησιμοποιούσαν οι άρχοντες της Μυτιλήνης ως τόπον θερινής διαμονής των. Η υπόθεσις αυτή ενισχύεται και από τη ονομασίαν «Βασιλικά», η οποία ανήκε παλαιότερα εις την περιοχήν Λισβορίου, σύμφωνα με την μαρτυρίαν του επισκόπου Μηθύμνης του 17ου αιώνος Γαβριήλ. (Εφημερίς Μυτιλήνης «Δημοκράτης» 18-1-1963). Εις την νήσον διέμενε και ο Ιωάννης  7ος Παλαιολόγος, ο οποίος κατά τους χρόνους της βασιλείας του Μανουήλ 2ου Παλαιολόγου, απαεσύρθη εις την Λέσβον και με τυν βοήθειαν του πενθερού του ηγεμόνος της νήσου Φραγκίσκου 2ου Γατελούζου προσεπάθησε να ασκήση έλεγχον επί της Θεσσαλονίκης, που είχε απαλλαγεί από τους Τούρκους το 1404(George DennisThe reignof Manuel II Paleologus in Thessalonica 1382-1387”, Ρώμη 1960, σελ. 155-157).
Ίσως λοιπόν να μην είναι τολμηρά η υπόθεσις ότι ειςτον πύργον του «Σκαμιούδ» Λισβορίου διέμενε κάποτε ο ηγεμών της Μυτιλήνης, ή κάποιος που εκπροσωπούσε τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην 8ον Παλαιολόγον (1391-1448) εις τας συννενοήσεις του με τον Πάπαν της Ρώμης δι’ οργάνωσιν σταυροφορίας των Χριστιανών του Δυτικού κόσμου προς σωτηρίαν της ανατολοκής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου.

Η Φραγκοκκλησά και το Φραγκοχωριό.

 Η υπόθεσις περί υπάρξεως εις την περιοχήν αυτήν θερέτρου των Φράγκων Γκατελούζων ηγεμόνων της Μυτιλήνης, κατά έθιμον κληρονομηθέν εκ των χρόνων της ακμής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενισχύθη το 1963 εκ της διαπιστώσεως ότι εις την γειτονικήν προς το «Σκαμιούδ» περιοχήν της «Τίδας» μέσα εις τα κτήματα του Λισβοριανού κ. Γιάννη Κόκκουτα, υπάρχουν τα ερείπια της «Φραγκοκκλησάς».
Κατά την τοπικήν παράδοσιν των Λισβοριανών που διασώζει μεταξύ των άλλων και η 80ετίς κ. Στρατηγούλα Αλεξίου, εις την θέσιν «Φραγκοκκλησά» της Τίδας υπήρχε  «Φραγκοκκλησά» άλλης «φυλής» - «εν ήνταν θκο μας έθνους Χριστιανό» - και έχουνε βρεθεί εις αυτήν «πράματα αλλοιώτκα»
Η «Φραγκοκκλησά» εις τα ερείπια της οποίας είναι τοποθετημένον ένα σύγχρονον εικονισματάκι του Αγίου Νικολάου, ευρίσκεται επί υψώματος εις το βορειότερον σημείον της «Τίδας» με ωραίαν θέαν προς την είσοδον του κόλπου Καλλονής και προς την υπερκειμένην κορυφήν του «Τεμενίτη», όρους που δεσπόζει της προ αυτού εκτάσεως.του «Τεμένους». (Arhaeological reports for 1962-1963, σελ.29).
Η «Τίδα» και το «Τέμενος» της περιοχής Λισβορίου αναφέρονται και εις επιγραφήν της εποχής του αυτοκράτορος Διοκλητιανού (I.G. XII 2, 79), όπως έχει γράψει και ο Γενικός Επιθεωρητής μειονοτικών σχολείων κ. Δημ. Μαντζουράνης.
Κατά τον πρόεδρον τηςΚοινότητος κ. Αριστείδη Γιαννόγλου, οι χωρικό του Λισβορίου επί πολλά έτη έκτιζαν τους φούρνους των οίκων των από τα «κεραμίδια» που μετέφεραν έκ της θέσεως «Φραγκοκκλησά».
   Εις την ιδίαν περιοχήν της Φραγκοκκλησάς και εκκλησίαι Άγίας Παρασκευής και Άγίας Κυριακής. Από την θέσιν της τελευταίας μετεφέρθη το 1963 εις το Μουσείον Μυτιλήνης υπό του Έφόρου Άρχαιοτήτων κ. Χαριτωνίδη επιγραφή, ή οποία κατά τον ίδιον είναι ή αρχαιοτέρα  εκ των τουρκικών επιγραφών που διεπιστώθηκαν έως τώρα εις όλοκληρον την νήσον. Ο νομισματολόγος της Αμερικανικής Νόμισματικής Εταιρίας κ. Τζώρτζ Μάιλς, ο οποίος έχει συγγράψει μελέτην περί των ισλαμικών νομισμάτων που είχαν ευρεθη κατά τας άνασκαφάς της αρχαίας Αθηναικής Αγοράς («Καθημερινή» 24.3.1963) εγνωμοδότησε με  ευγενικήν  προθυμίαν επι τη βάση φωτογραφίας της ότι η επιγραφή αυτή της περιοχης Τύδας είναι του έτους 1590-91 μ.Χ. (μωαμεθανικού έτους 999) και αναφέρεται εις κάποιον Αliibn al-Khaqan (?) χωρίς να είναι ταφική.
  Κατά περίεργον σύπτωσιν εις την Κοινοτικήν Νονισματικήν Συλλογήν Λισβορίου, πού εχει καταρτιθη από νομισματικά εύρήματα της περιοχής της (χρονολογηθέντα) υπο της διευθυντρίας του Νομισματικού μουσείου Αθηνών κ. Ειρήνης Βαρούχα-χριστοδουλοπούλου και του κ. Μάιλς) μετά τη καταστροφήν που προεκάλεσαν το 1462 εις την νήσον τα στρατεύματα του σουλτάνού Μωάμεθ του πορθητού παρουσιάζεται δια πρώτην φοράν νομισμα, ύστερα από κενόν 127 ετων ένα εκ της Πολωνίαν έκδοθέν εις την Ρίγαν της Λεττονίας κατά το 1589, δηλαδή σχεδόν συνχρόνον με την ανωτέρω επιγραφήν, ενώ το αρχαιότερον τουρκικόν νόμισμα της ιδιας περιοχης, σύμφώνα με τα μέχρι σήμερον είναι πολύ μεταγενέστερον του έτους 1687.  

 Η ανακάλυψις εις Λέσβον του μολυβδόβουλλου του Πάπα της Ρώμης Ευγενίου Δ' (1431 — 1447), πρωτεργάτου των συνεννοήσεων μετά του αυτοκράτορας Ιωάννου Η' Παλαιολόγου δια την ένωσιν γης Ανατολικής με την Δυτικήν Εκκληοίαν. — Ό μεσολαβητικός ρόλος του ηγεμόνος της Λέσβου Δορίνου Γατελούζου (1401 — 1449). — Τα ευρήματα του 1963 εις τα ερείπιο ^τής «Φραγκοκκλησσάς» και του «Φραγκοχωριοϋ», περί τα τρία χιλιόμετρα βορεί­ως του χωρίου Λισβόρι. — Το μολυβδόβουλλον του μονοτρότιου Κκτακολων.  — Η σχεσις του «Λεσβορίου» και του μεσαιωνικού χωρίου τ»ν παλαιών γεωγραφικών χαρτών «LΕSΒΟ» με την παναρχαίαν πόλιν Λέσ6ον, η οποία, κατά τον Ησύχιον και τον Ευστάθιον, είχε δώ­σει την ονομασίαν της εις όλην την νήσον Λέσβον.
…………………………………………………………………………………
ΥΠΟ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΟΥ ΜΑΣ κ. Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ
ΜΕΡΟΣ  Β
(ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 8-1-1964)

Τα νομίσματα δια το παρελθόν της Φραγκοκκλησάς.

     Εις την περιοχή της Φραγκοκκλησάς – Τύδας, το παρελθόν της οποίας παρακολουθούμεν με την προαναφερθείσαν επιγραφήν των χρόνων του Διοκλητιανού ( 284-305 μ.Χ. ) και με την αρχαιοτέραν τουρκικήν επιγραφήν της Λέσβου, του έτους 1590 μ.Χ., ευρέθησαν έως τώρα και παρεδόθησαν εις την Νομισματικήν Συλλογήν της Κοινότητος Λισβορίου 4 νομίσματα. Εξ αυτών το αρχαιότερον είναι – σύμφωνα με την αναγνώρισιν της κ. Βαρούχα- Χριστιδουλοπούλου – των χρόνων του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Β΄. (337-361 μ.Χ.) , τα δε άλλα τρία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Φωκά  Α΄  (602-610 ) , Ηρακλείου (610-641 )  και Κωνσταντίνου Η΄ (1025-1028).   Ας ληφθεί υπ’ όψιν ότι εις την περιοχήν αυτήν της Φραγκοκκλησάς – Τύδας, ως και εις τα γειτονικάς  της  του «Τεμενίτη», υπάρχουν τα ευφορώτερα ελαιοκτήματα των κατοίκων του χωριού Λισβόρι.

Μολυβδόβουλλον του Κατακαλών.

      Εκτός από τα προαναφερθέντα  4 νομίσματα, που αντιπροσωπεύουν τον 4ον μ.Χ., τον 7ον  και τον 11ον αιώνα, ο ιδιοκτήτης των ελαιοκτημάτων της Φραγκοκκλησάς κ. Ιωάννης  Κόκκουτας ανεύρε εις αυτήν και παρέδωσε εις την κοινότητα του χωριού του και ένα μολυβδόβουλλον του τέλους του 12ου αιώνος, το οποίον, όπως και το μολυβδόβουλλον του Πάπα Ευγενίου  Δ΄, που ανεύρε ο κ. Ελευθέριος Χατζόγλου εις την γειτονικήν θέσιν «Σκαμιούδ», αποτελεί ένδειξιν της ιδιαιτέρας σημασίας που είχε η περιοχή Λισβορίου εις το ιστορικόν παρελθόν της νήσου Λέσβου. Το μολυβδόβουλλον της Φραγκόκκλησας εμελετήθη εις το εν Αθήναις Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών που διευθύνει ο ήδη Υπουργός Προεδρίας της κυβερνήσεως καθηγητής Δ. Ζακυνθηνός, από τον ειδικόν μεσαιωνολόγον κ. Ν. Οικονομίδην, ο οποίος διεπίστωσε  ότι το έγγραφον που είχε σφραγισθή δι’ αυτού προήρχετο από μέλος περιφήμου Βυζαντινής οικογενείας   Κατακαλών. Ο αποστολεύς του εγγράφου είχε γίνει μοναχός  («μονότροπος») αλλά επαιρόμενος δια την προηγουμένην κοσμικήν  (ή στρατιωτικήν ) δράσιν του και δια την καταγωγήν του εκ της οικογενείας που είχε αναδείξει και τον θρυλικόν στρατηγόν Κατακαλών   Κεκαυμένον  του 11ου αιώνος, εθεώρησε σκόπιμον εντός του καλογηρικού του ονόματος «Χαριτωνυμος» να προσθέση εις τα μολυβδόβουλά του και το οικογενειακόν του επώνυμον  «Κατακαλών». Κατά τον κ. Ν. Οικονομίδην αι δύο όψεις του μολυβδοβούλλου της Φραγκοκκλησάς  Λισβορίου  αναγράφουν «……….ου σφράγισμα του μονοτρόπου Κατακαλών πριν, νυν δε Χαριτωνύμου».

H προέλευσις  του νέου μολυβδοβούλλου.

      Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθή από ποίον μέρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε σταλή εις το «φραγκοχωριό» της Φραγκόκκλησας Λισβορίου περί το έτος 1200 το έγγραφον του «μονοτρόπου» Χαριτωνύμου, που είχε ως κοσμικός το επώνυμον Κατακαλών. Η κ. Έρα Λ. Βρανούση, του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, ασχολουμένη κατά τα τελευταία έτη με την μελέτην της εποχής των αυτοκρατόρων Κομνηνών έχει συγκεντρώσει διάφορα στοιχεία και περί διαφόρων μελών της οικογενείας Κατακαλών. Ένας εξ αυτών αναφέρεται και εις τον 13ον τόμον του «Νέου  Ελληνομνήμονος»  (σελ.  374) εξ αφορμής αρχαιολογικών ευρημάτων : εν Υπάτη ταις μεσαιωνικαίς Νέαις Πάτραις,  πολλά χριστιανικά γλυπτά και επιγραφή, ών μεταξύ διακρίνεται η του κτίτορος  της Αγίας Σοφίας της Υπάτης προέδρου Δημητρίου του Κατακαλών, ανήκοντος εις τον ούτω καλούμενον εις τον μέγαν Βυζαντινόν οίκον.
      Εις τον επιφανή στρατηγόν Κατακαλών είναι αφιερωμένον  και ένα ποίημα μοναχού, που αναφέρει μεταξύ άλλων : « Το Θετταλών φως, μάρτυς ή στρατηλάτης, ο Κατακαλών, ει πάλιν τις σαλπίσοι, έτοιμος εστι προσβαλείν εναντίους, τοσούτο ήν πρόθυμος εχθρών εις μάχην».

Τα ερείπια της περιοχής.

      Το ιστορικόν παρελθόν της περιοχής αυτής του Λισβορίου μαρτυρούν κυρίως τα νομισματικά της ευρήματα, που εκτίθενται εις το Γραφείον της κοινότητος του χωριού, ως και τα άφθονα ερείπια της γειτονικής παραλίας « Κουρτήρ», τα οποία χρονολογούνται επί του παρόντος, χωρίς ανασκαφάς, περί το 2000 π.Χ.  ( «Καθημερινή»  4.1.1964,  σελ.  5). Παρά τα ερείπια αυτά διεπιστώθησαν  υπό του κ. Σ. Χαριτωνίδη καταποντισμένοι αρχαίαι λιμενικαί εγκαταστάσεις, αι οποίαι είναι δυνατόν να ανήκουν εις την αρχαιοτέραν από τας δύο Πύρρας που αναφέρει ο Πλίνιος (<< Archaeological Reports for 1962-63,σελ.  29).
      Εάν δι’ ανασκαφών αποδειχθή ότι αι καταποντισμέναι λιμενικαί εγκαταστάσεις  του  « Κουρτήρ»  ανήκουν πράγματι εις την αρχαιοτέραν  Πύραν,  θα πρέπει να αναζητηθή και το «εύδηλον τέμενος μέγα ξύνον»  των τριών θεών  της Λέσβου, Διός, Αιοληίας  Ήρας και Διονύσου των χρόνων του ποιητού Αλκαίου εις την παρακειμένην προς την Φραγκοκκλησάν περιοχήν του «Τεμένους» και του « Τεμενίτη».Εις τα 4 χωρία της περιοχής που ελέγοντο άλλοτε γενικώς «Βασιλικά» (Βασιλικιώτης, Λισβόρι, Πολιχνίτος και Βρίσα ), υπάρχει και σήμερον η παροιμία «Με τον Τεμενίτη έγινε», η οποία λέγεται περί των υπεργήρων και περί εκείνων που κάμουν έργα φανταζόμενοι ότι θα ζήσουν αιωνίως σαν το βουνό των «Τεμενίτης».

Τι θα ελέγξουν αι μελλοντικαί ανασκαφαί.  

       Η αρχαιολογική λοιπόν έρευνα, η οποία ήρχισε το 1960 εις την περιοχήν αυτήν από τον αρχαιολόγον κ. Σ. Χαριτωνίδην και περιορίζεται μέχρι σήμερον εις την συγκέντρωσιν των αρχαίων νομισμάτων των αγρών του χωρίου Λισβόρι εις το γραφείον της κοινότητός του, παρέχει αφθόνους ενδείξεις κατά την διαρκούσαν προανασκαφικήν φάσιν ότι εις θέσιν κειμένην παρά τα ερείπια της  «Φραγκοκκλησάς» και το  Σκαμιούδ υπήρξεν ίσως το θέρετρον των εν Μυτιλήνη εγκατεστημένων αρχόντων της νήσου και επί Φραγκοκρατίας των Γκατελούζων ηγεμόνων. Με την ανεύρεσιν του μολυβδοβούλλου του Πάπα της Ρώμης Ευγενίου Δ΄ προκύπτει ήδη η ένδειξις  ότι ο σύγχρονός του ηγεμών της νήσου Δορίνος Γκατελούζος  (1401-1449) είχε μεσολοβήσει εις τας προσπαθείας δια την ένωσιν της Ανατολικής με την Δυτικήν  Εκκλησίαν, που έγιναν με ενεργόν συμμετοχήν του συγγενούς του αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου 8ου Παλαιολόγου.
       Οι γέροντες του Λισβορίου μαρτυρούν παλαιάς παραδόσεις κατά τας οποίας τα ερείπια της  Φραγκοκκλησάς  ήσαν κέντρο Φραγκοχωρίου. Το χωρίον αυτό που υπήρχε υπό την κορυφήν του σεβαστού «Τεμενίτη» είναι πιθανόν να έχει διαδεχθεί παλαιότερον σεβαστόν χωρίον συνδεόμενον με παλαιάς παραδόσεις, όπως μαρτυρούν τα Βυζαντινά νομισματικά ευρήματα της «Φραγκοκκλησάς», αλλά και με αρχαιοτέρας προχριστιανικάς, που θα είχαν σημασίαν δι’ ολόκληρον την νήσον Λέσβον από της εποχής της εγκαταστάσεως των πρώτων Αιολέων αποίκων της. Τούτο θα γίνη πιθανώτερον αν αποδειχθή ότι το σήμερον λεγόμενον << Τέμενος >> που ευρίσκεται παρά την Φραγκοκκλησάν είναι πράγματι το αναφερόμενον υπό των αρχαίων κοινόν τέμενος των τριών θεών της Λέσβου.

ΑΠΟ ΚΙΟΝΑ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ

Η προέλευσις μίας παλλεσβιακής λατρείας.


      Την ιδιαιτέραν σημασίαν της περιοχής του Λισβορίου μαρτυρεί ίσως και η τοπική παράδοσης των Λισβοριανών, κατά την οποίαν το σημερινόν παλλεσβιακόν προσκύνημα του Ταξιάρχη Μανταμάδου, που τελείται παρά την θέσιν Λεσβάδος, προέκυψε από λατρείαν που ετελείτο προ της εποχής των πειρατών εις τον «Αστράτγου» (Ταξιάρχην) Λισβορίου. Τα ερείπια του  «Αστράτγου» ευρίσκονται πλησίον της παραλίας, νοτιοδυτικός του «Σκαμιούδ», εις την θέσιν των δε ευρέθη και νόμισμα Μυτιλήνης, της περιόδου 350 - 250 π.Χ. (Κατάλογος νομισμάτων Λέσβου του Βρετανικού Μουσείου, σελ. 189, 58). Κατά τους Λισβοριανούς, οι πρόγονοι των είχαν οραματισθή τον Ταξιάρχην να εγκαταλείπη την περιοχήν των και να κατευθύνεται προς τον Λεσβάδον του Μανταμάδου.
    Έχει διατυπωθή μεταπολεμικώς η υπόθεσις ότι το μικρό νησάκι που υπήρχε εις την θέσιν του σημερινού κάστρου της πόλεως Μυτιλήνης ελέγετο «Λέσβος». Το κείμενον όμως του Διοδώρου Σικελιώτη (13, 79) αναφέρει σχετικώς περί της αρχαίας Μυτιλήνης: <<Η μεν αρχαίαν πόλις μικρά νήσος έστιν, η δ’ ύστερον προσοικισθείσα της αντιπέρας εστί Λέσβου>>. (Δηλαδή, αι νεότεραι συνοικίαι της πόλεως Μυτιλήνης ευρίσκοντο εις το απέναντι μέρος της μεγάλης νήσου Λέσβου).
Η πόλις που έδωσε την ονομασίαν της εις όλην της νήσον.
     Εξ άλλου, οι προαναφερθέντες παλαιότεροι χάρται της νήσου Λέσβου καθορίζουν εις την περιοχήν του σημερινού χωρίου Λισβόρι (συμφώνως  και προς τον Κρέτσμερ) την θέσιν του μεσαιωνικού χωρίου Lesbo, το οποίον πιθανώς θα είχε διαδεχθή αρχαιοτάτην Ελληνικήν πόλιν, που έχασε την πρωτεύουσαν σημασίαν της ίσως όταν εις νεώτερον αποικισμόν της νήσου ιδρύθη πλησίον της η αρχαιοτέρα Πύρρα.

Η αποκαλυπτική σπουδαιότης των νομισμάτων.
     Χωρίς ανασκαφάς επιδιώκεται επίσης ήδη ανιχθευθή το ιστορικόν παρελθόν και των γειτονικών του Λισβορίου χωρίων Βασιλικών και Βρίσας και της κωμοπόλεως Πολιχνίτου μόνον διά νομισματικών τυχαίων ευρημάτων. Η προσπάθεια αυτή ήρχισεν ήδη τους τελευταίους μήνας να αποδίδη εκπληκτικούς πράγματι καρπούς εις τον χειτονικόν του Λισβορίου Πολιχνίτον, διά νομισματικής συλλογής των μαθητών του Γυμνασίου του, την επιμέλειαν της οποίας ανέλαβεν ο καθηγητής κ. Φώτιος Σιδερής. Ενώ έως χθες επιστεύετο ότι ο Πολιχνίτος ήτο κωμόπολις των νεωτέρων χρόνων η νομισματική συλλογή, που ήρχισαν  να καταρτίζουν κατά το τρέχον σχολικόν έτος οι μαθηταί  του Γυμνασίου του, απέδειξεν ήδη ότι η θέσις του ήτο κατωκημένη από τους προρρωμαϊκούς χρόνους.       

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
Σήμερα τα ευρήματα τα οποία αναφέρει ο αείμνηστος και μεγάλος ερευνητής Μίλτης Παρασκευαΐδης δεν βρίσκονται στο χωριό αλλά στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυτιλήνης.
  
 ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ
ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
ΣΤΟΝ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟ ΣΚΑΜΙΟΥΔΙ


Στο σημείο αυτό νομίζω είναι αναγκαίο να παραθέτουμε τον κατάλογο των διαφόρων ευρημάτων, κυρίως δε νομισμάτων, τα οποία σε αφθονία ευρέθησαν, αλλά και σήμερα ακόμα ευρίσκονται, σ’ όλη την περιοχή Λισβορίου. Όλα αυτά αποτελούν ιστορία και είμαστε υποχρεωμένοι να τα μελετήσουμε και να τα διαφυλάξουμε.  Τον κατάλογο νομισμάτων και ευρημάτων έχει δημοσιεύσει παλαιότερα και ο Χαρίλαος Καρατζάνος στο βιβλίο του «Πολιχνιάτικα Ιστορήματα». Ειδικά για την νομισματική Συλλογή Λισβορίου παραθέτουμε απόσπασμα από το ψήφισμα του Κοινοτικού Συμβουλίου Λισβορίου της 2ας Σεπτεμβρίου 1963, το οποίο ολόκληρο δημοσιεύσαμε παλαιότερα.
«Η ιστορική σημασία της περιοχής Λισβορίου κατεφάνη εναργέστερον και από διάφορα νομίσματα της αρχαιότητος, τα οποία ανεγνώρισε και εχρονολόγησε με ευγενικήν διάθεσιν και με προθυμίαν ευσυνειδήτου λειτουργού της επιστήμης η Διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών Ειρήνη Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου. Τα μεταβυζαντινά νομίσματα της περιοχής μας ανεγνωρίσθηκαν επίσης ευγενώς υπό του νομισματολόγου της Αμερικανικής Νομισματολογικής Εταιρείας Τζώρτζ Μάϊλς (G. Miles).
Μετά την αναγνώρισιν των τα νομίσματα της περιοχής Λισβορίου εξετέθησαν διά το κοινόν εντός προθηκών εις την αίθουσαν των Γραφείων της Κοινότητος Λισβορίου. Τα αρχαιότερα εξ αυτών είναι του 4ου π.Χ. αιώνος. Η ανακάλυψις των επετεύχθη εις τας θέσεις Σκαμνιούδ, Αστράτγους Ταξιάρχης, Άσπρη Πέτρα, Θερμοπηγαί, Τέμενος, Καταπύργος, Κουρτήρ, Πύργος, Άγιος Δημήτριος, Αρμυρός, Πηγάδια, Άγιος Γεώργιος, κατοικημένον Λισβόρι, Πετραδερή, Φραγκοκλησά Τύδας κ.α. Η εκτεθειμένη εις το Γραφείον της Κοινότητος Νομισματική συλλογή κατηρτίσθη από νομίσματα τα οποία ανεκάλυψαν οι κάτοικοι του χωρίου Στρατής Δήμου, Δημ. Ε. Βουλέλλης, Στρατής Αργυρέλλης, Χαράλαμπος Λημνιός, Χρήστος Γαβριήλ, Χρήστος Καφές, Παναγιώτης Φ. Προκοπίου, Στρατής Π. Πανσέληνος της Σταμάτας, Κυριάκος Αργυρέλλης, Βασ. Καραβασιλείου, Ιωάννης Ν. Γιανόγλου, Στρατής Κοντούλης, Παν. Ανδρ. Δαλβαδάνης, Ιωάννης Δαλβαδάνης, Δημήτρ. Γρηγορίου, Ιωάννης Καρακωνσταντής, Παναγιώτης Γιαννόγλου, Ιωάν. Παχός, Αριστ. Πολυχρόνης, Παναγ. Ε. Σταυρακέλλης, Γιαννούλα Τηνιακού, Γρηγόριος Κομνηνέλλης, Στρατ. Δαλβαδάνης, Γεώργ. Δαγκλής, Αγγελής Θερμιώτης, Ελευθ. Χατζόγλου, Κων. Σταματίου, Στρατής Καναρέλλης, Στρατ. Θερμιώτης, Στρατής Καρδάτος, Δημ Κυριακόπουλος, Ιω. Κόκουτας, Γεώργ. Αργυρέλλης, Βασ. Σαββαδέλης κ.α.
Με την σειράν των νομισμάτων της περιοχής Λισβορίου εξετέθησαν εις το γραφείον της Κοινότητος και γύψινα αντίγραφα των αρχαίων νομισμάτων όλης της Λέσβου τα οποία ευρίσκονται σήμερον εις το Νομισματικόν Μουσείων Αθηνών. Τα γύψινα αυτά αντίγραφα εδωρήθησαν εις την Κοινότητα υπό της Διευθύντριας του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών Ειρήνης Βαρούχα – Χριστοδουλοπούλου. Το Κοινοτικόν Συμβούλιον Λισβορίο,υ Λαβόν υπ’ όψιν τα ανωτέρω εκτιθέμενα, τα οποία προέκυψαν κυρίως από τας ερεύνας και μελέτας που ήρχισαν το 1960» 
 Εν Λισβορίω τη 2 Σεπτεμβρίου 1963






ΠΕΡΙΟΧΗ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ
350 -301  προ Χριστού                      
300 -201  προ Χριστού          
268 -270  μ.Χ.                         Κλαυδίου Γοτθικού
301 350   μ.Χ.
337 - 361                                 Κωνσταντίνου Β’
565 - 578                                 Ιουστίνου Β’
610 - 641                                 Ηρακλείου
9Ι9  - 921                                Ρωμανού Λεκαπηνού
Τσιμισκή
Μιχαήλ Παφλαγόνος
1143 - 1180                             Μανουήλ Κ Κομνηνού, (σκυφωτόν)
Δορίνου Κατελούζου (2)
1741                                        Τούρκικη επιγραφή
1882                                        Βασιλέως Γεωργίου Κ (2)
Μετάλλιον αθλητικού Συλλόγου
1903                                        Μετάλλιον αναμνηστικόν δια την ίδρυση της Πετρούπολης (1707) και πολλά ισλαμικά που βρέθηκαν μέσα στο χωριό.
……………………………………………………………………………………………………………….
300 -201 προ Χριστού            Κατάπυργος -  Άγιοι Ανάργυροι
200 - 101 προ Χριστού
301 - 350 μ.Χ.
565 - 578                                 Ιουστίνου Β’
Ρωμανού Λεκαττηνού
Τσιμισκή
1459 1462                               Νικόλα Γκατελούζου ισλαμικά
……………………………………………………………………………………………………………….
250 - 201 προ Χριστού.          Θερμοπηγές Λισβορίου
200 - 101 προ Χριστού           Ι. Τσιμισκή Θερμοπηγές Τσόνια
 Μανουήλ Α’ Κομνηνού
……………………………………………………………………………………………………………….
Κωσταντίνου Β’ Φραγκοκκλησιά ΤΥΔΑΣ
602 - 610                                 Φωκά Α’
Ηρακλείου
1025 - 1028                             Κωνσταντίνου ογδόου
1200                                        Μολυβδόβουλον μονοτρόπου οικογενείας Κατακαλών
1590 - 1591                             Τουρκική επιγραφή (Μουσείον Μυτιλήνης) Αγία Κυριακή Τυδα
……………………………………………………………………………………………………………….
945 - 959                                 Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου Προφήτης Ηλίας

ΣΚΑΜΝΙΟΥΔ
400- 301                                 νόμισμα Μυτιλήνης,
100 π.Χ, 175 μ.Χ.,                  με υστερόσημον,
301 - 500 μ.Χ. (2)      
307 - 323 μ.Χ.                         Λικινίου,
337-361, 340-348, 355-360    Ιουλιανού Παραβάτη.
338 - 392                                 Βαλεντινιανού Β’,
384-423                                   Ονωρίου, Μιχαήλ Τραυλού, Ι. Τσιμισκή.
1059 - 1067                             Κωνσταντίνου δεκάτου Δούκα, Ι. Κομνηνού Β’, Κομνηνών.
1431- 1447                              Μολυβδόβουλον Πάπα Ρώμης Ευγενίου Δ’
1376 - 1396                             Ιακώβου Γκατελούζου (2)
Δορίνου           »
Νικόλα            »
1355 - 1462                             Γκατελούζων (3)


ΠΥΡΓΟΣ - ΣΚΑΜΙΟΥΔ
Κλαυδίου Γοτθικού
388 – 395                                Θεοδοσίου Μεγάλου & (2 με ερωτηματικόν)

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ (Ατράτ’ γους)
350 - 250  προ Χριστού         
Νομισματόσημον γερμανόγλωσσον, της εποχής μας.

ΠΕΤΡΑΔΕΡΗ -  (Ατράτ’ γους)
Ιακώβου Γκατελούζου, Δορίνου, Νικόλα και του 19ου αιώνα

ΚΟΥΡΤΗΡ (ακρωτήρι)
388 - 400                                 Αρκαδίου, Κλαυδίου Γοτθικού, Ηρακλείου, (2) Μιχαήλ Τραυλού, Ι. Τσιμισκή (2), Δορίνου Γκατελούζου
284 - 310, 1587 -1632            Σιγομούνδου Πολωνίας, και Αυστρίας 19ου  αιώνα.

ΑΡΜΥΡΟΣ
Ι. Τσιμισκή, Ν. Γκατελούζου.

ΚΟΥΡΟΥΝΑ
εφθαρμένο.

ΤΕΜΕΝΟΣ
200- 101 προ Χριστού.,
316-361,                                  Λικινίου, Κ. Πορφυρογέννητου, Τσιμισκή, Ι. Γκατελούζου, Ραγούζα  Δαλματίας.

ΑΣΠΡΗ ΠΕΤΡΑ – ΤΕΜΕΝΟΣ
330 - 301 προ Χριστού., 300 - 250 π.Χ., 200 - 101 π.Χ.
969 - 989                                 Μιχαήλ Δ’ Παφλαγόνος, Ν. Γκατελούζου

Αγγεία από το Κουρτήρ
«Πυρραίων Χώρα» Μάκη Αξιώτη σελ.69




Παλιολιθικά Πυριτολιθικά εργγαλεία
Ροδαφνίδια.
«Πυρράιων Χώρα» Μάκη Αξιώτη σελ.63.



 Η 28Η  ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 1940 ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

Όπως θυμάται ο Απόστολος Αναγνώστου

Δευτέρα 28η Οκτωβρίου του 1940. Η πρώτη μέρα από την επίσημη έναρξη μιας σειράς συγκλονιστικών γεγονότων για την πατρίδα μας και το χωριό μας.
Νέος τότε εγώ βρισκόμουνα στο χωριό τότε, αφού για οικονομικούς λόγους είχα σταματήσει το Γυμνάσιο. Με τη μάνα μου ετοιμαζόμασταν να πάμε στις ελιές σε ένα χωράφι κοντά στο χωριό, γύρω στις 10 θα ήταν, όταν ακούστηκε ο ντελάλης Ευστράτιος Τακτικός (Μακεδόνος) να διαλαλεί: «Όλοι οι άνδρες να συγκεντρωθούν στο γραφείο της Κοινότητας με τα απολυτήρια του στρατού στα χέρια, για να πάρουν οδηγίες».
Παρένθεση. Τους προηγούμενους μήνες όλους τους έφεδρους για στράτευση, τους καλούσαν κατά καιρούς στην αστυνομία και με κάποια επιλογή που οι στρατιωτικού επέλεξαν, έγραφαν στα απολυτήρια των εφέδρων διάφορα γράμματα: Ρ, Σ, Π…και τότε μάλιστα κυκλοφόρησε κι το δίστιχο: « Με το Σ και με το Ρ / έκανε ο Μεταξάς στρατό».
Το γραφείο της κοινότητας στεγαζόταν τότε στο καφενείο και κουρείο των αδελφών Λαμπρινού. Σταμάτη και Μιχάλη, όπου εγκαταστάθηκε και η υπηρεσία της κοινότητας επειδή το άλλο γραφείο ήτανε υπό κατάρρευση.
Όλος, ο κόσμος όχι μόνο οι στρατεύσιμοι γέμισαν τους δρόμους του χωριού. Σε λίγο καταφτάνει ο αστυνόμος από τα Βασιλικά και ανακοινώνει ότι καλούνται να καταταγούν στο στρατό, με βάση τα γράμματα που είχαν στο απολυτήριο, και να αναχωρήσουν στο Μέτωπο, για τον πόλεμο που μας κήρυξε η Ιταλία.
Όλοι τότε οι καλούμενοι που όπως φάνηκε όταν άρχισαν να συγκεντρώνονται ανήκαν στις κλάσεις 1927 έως 1939, δηλαδή οι ηλικίες από 21 έως 33 ετών.
ΣΤΟ ΚΑΦΕΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ ΤΩΝ Α/ΦΩΝ Β ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΛΗ
Η χαρά και η συγκίνηση ανακατωμένες εκείνη τη μέρα. Όλες σχεδόν οι οικογένειες είχαν και κάποιαν που έφευγε για το Μέτωπο. Μερικές δε οικογένειες είχαν και δυο και τρία άτομα, όπως η οικογένεια Δούκα Αλβανού τρία άτομα, η οικογένεια Σταυρακέλλη δύο άτομα…
Τότε όλες οι γυναίκες, τα παιδιά και οι μεγαλύτεροι, μάνες, αδερφάδες,  σύζυγοι, αρραβωνιαστικιές,  κοπέλες, παιδιά συνόδευαν τους στρατευμένους με λουλούδια, με αγκαλιές και με δάκρυα στα μάτια αλλά και με χαρά σαν να έφευγαν για πανηγύρι, μέχρι το πάνω μέρος του χωριού από  όπου και θα πέρναγε το λεωφορείο για να τους πάρει. Πρέπει να ήσαν οι στρατευμένοι γύρω στους 50. Μια μέρα που μέσα στην τραγικότητα του πολέμου έμεινε ανεξίτηλη και ξεχωριστή στο χωριό μας.
Μέσα στα σπίτια κανείς. Κάποια στιγμή έρχεται το λεωφορείο, από τον Πολιχνίτο, που όμως ήτανε γεμάτο. Μόλις άνοιξε την πόρτα ο οδηγός Δ. Αποστολέλλης (Τσομπάνης),  για να πει ότι έρχεται άλλο λεωφορείο, πρόλαβε τότε και  τρύπωσε μέσα, θυμάμαι, μόνο ο Χαράλαμπος. Προκοπίου και η πόρτα έκλεισε. Αργότερα έρχεται το άλλο λεωφορείο και παίρνει τους υπόλοιπους. Σύννεφο τα μαντήλια μέσα κι έξω από τα παράθυρα του λεωφορείου ανέμοζαν στον αέρα για τους αλληλοχαιρετισμούς.
Η μέρα συνεχίστηκε με διάφορες οδηγίες που ερχότανε απ’ το τηλέφωνο και τις οποίες διαλαλούσε ο ντελάλης στο χωριό. Τα παράθυρα σκεπάστηκαν με μπλε κόλες, η κυκλοφορία απαγορεύτηκε και άλλα. Το καφενείο του  Βασίλη Σταυρακέλλη όπου υπήρχε ραδιόφωνο, όλη τη μέρα, απ’ το πρωί ως το βράδυ, ήτανε γεμάτο, με καθιστούς και όρθιους, άκουγαν τα νέα. Εκεί μέσα ακούστηκε στο χωριό μας και το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν:
ΚΑΦΕΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΛΗΔΩΝ
«Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών. Μεταδίδομεν το πρώτον ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου.  Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από της 5ης και 30, πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Εκεί λοιπόν στο καφενείο που μια και μόνο λάμπα το φώτιζε, ακούστηκε μια φωνή: «Ένας φαντάρος…». Βγήκαν έξω, δε μπορώ να θυμηθώ ποιος ήτανε, για να τον ρωτήσουν τι έγινε με τους στρατευμένους. Μάθαμε ότι τους συγκέντρωσαν στους Λάμπου Μύλους και από κει θα κανονιζόταν να φύγουν για το Μέτωπο. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι αργότερα κλήθηκαν και κλάσεις 1923 – 1926.
Η κλάση 1940, αργότερα ονομάστηκε «Τάγμα Δωδεκανήσου» επειδή προοριζόταν για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου.
Από το ραδιόφωνο του Σταυρακέλλη μαθαίναμε την εξέλιξη του πολέμου.
14 Νοεμβρίου 1940.
Χτύπησαν για πρώτη φορά πανηγυρικά οι καμπάνες της Εκκλησίας.
Ήτανε η μέρα που τα Ιταλικά στρατεύματα εκδιώχτηκαν από τα στρατό μας έξω από τα Ελληνικά σύνορα. Από κει και πέρα οι καμπάνες χτυπούσαν κάθε φορά που ο στρατός μας απελευθέρωνε μια μετά την άλλη της Ελληνικές, πόλεις της Β. Ηπείρου, Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα…
Στο ηρώο του χωριού μας ανάμεσα στα ονόματα αυτών που κατά καιρούς χάρισαν τη ζωή τους στην πατρίδα μας βρίσκονται και τα εξής δύο:
Ø      Στρατιώτης  Τακτικός   Ευστράτιος του Στυλιανού 1940
Ø      Στρατιώτης Μοριανέλλης   Γεώργιος του Αντωνίου 1940


Οπόταν θυμάμαι αυτή τη μέρα, ακόμα και τώρα ακόμη συγκινούμαι ΣΕΛΙΔΑ 1Η :     .
Μια μοναδική μέρα για το χωριό μας. Χαρά, λύπη, προσδοκίες για καλό τέλος, επιστροφή των παιδιών…
Γι’ αυτό και σημειώνω αυτές τις γραμμές τούτη τη φετινή επέτειο ης εθνικής μας επετείου.



 


 Σεργιανίζοντας το Λισβόρι…

ΑΓΟΡΑ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ
42 χιλιόμετρα από τη Μυτιλήνη προς Πολιχνίτο και 5 πριν τον Πολιχνίτο, στα δεξιά του δρόμου, συναντάμε τη διασταύρωση που μετά 1 χιλιόμετρο σε φέρνει μπροστά στα πρώτα σπίτια του Λισβορίου.



ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ



ΛΙΣΒΟΡΙ! Ένα όμορφο και ζωντανό προς το παρόν χωριό. Βρίσκεται στη Δυτική πλευρά της χερσονήσου του Ολύμπου και στο μέσον περίπου της Ανατολικής ακτής του κόλπου Καλλονής. Έχει πρόσοψη προς Βορρά, και απέχει από τη θάλασσα, (κόλπο Καλλονής), - 3 -, χιλιόμετρα περίπου, με υψόμετρο από αυτήν περί τα 100 μέτρα, και από το πέριξ πευκοδάσος - 4 - χιλιόμετρα περίπου. Από το ψηλότερο σημείο του χωριού, μπορείς να δεις ολόκληρο σχεδόν τον κόλπο Καλλονής και αυτό ακόμη το στόμιο του, που ονομάζεται από τους ντόπιους « μπουγάζ», ( - μπουγάζι -έμπαση - είσοδος ).Ακόμη μπορεί κανείς να δει και μέρος του Αιγαίου πελάγους, και ακόμη να διακρίνει, αν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, και τις ψηλότερες κορφές της Χίου. Οι ελαιώνες του χωριού είναι από τους καλύτερους του νησιού, και τα εδάφη του τα πλέον προικισμένα και εύφορα.
Γειτονικά του χωριά είναι τα Βασιλικά απ όπου απέχει περί τα - 2 - χιλιόμ , και ο Πολιχνίτος, κεφαλοχώρι της περιοχής και έδρα του Δήμου, από όπου απέχει - 5 - χιλιόμ.
Τα εύφορα εδάφη του, που επιτρέπουν την πολυκαλλιέργεια, (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, η γλυκάνισος το κύριο συστατικό για το Μυτιληνιό ούζο που πουθενά αλλού δεν ευδοκιμεί όπως εδώ,  τα κρεμμύδια, τα ρεβίθια...), το πλούσιο αρδευτικό - ιδιωτικό και Κοινοτικό - σύστημα, η καλή  αγροτική  οδοποιία,       τα πολλά  και αποδοτικότατα -  «παλκάρια δέντρα»-  ελαιόδεντρα,  η αναπτυγμένη κτηνοτροφία, το πασίγνωστο Λισβοριανό, σιταρένιο, ψωμί, η γειτνίαση με τον Κόλπο της Καλλονής, η εύκολη πρόσβαση με το υπόλοιπο νησί, έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια ζωντανή παραγωγικότητα και ταυτόχρονα ζωτικότητα, του χωριού. Βέβαια η αρρώστια της εποχής, που ονομάζεται «μαρασμός της υπαίθρου», δεν άφησε ανέγγιχτο ούτε το Λισβόρι. με τις τόσες προϋποθέσεις ζωής. Το Λισβόρι, χρόνο με το χρόνο οδηγείται στο δρόμο, που οδηγούνται όλα τα χωριά της πατρίδος μας.
Παρ' όλα αυτά, είναι ένα απ' τα λίγα χωριά που κρατεί την νεολαία και αρκετά νέα ζευγάρια κοντά του. Οι προϋποθέσεις και τα κίνητρα υπάρχουν. Μόνο που πρέπει να το καταλάβουμε αυτό πρώτα εμείς και έπειτα «οι άνωθεν ιστάμενοι», και να ρίξουν μια ματιά αγάπης στην ύπαιθρο, την καρδιά της Ελλάδος γιατί αν σταματήσει -και θα σταματήσει όπως δείχνουν τα πράγματα -, να χτυπά αυτή η καρδιά, ο θάνατος είναι σίγουρος και αναπόφευκτος.
Ένα χιλιόμετρο λοιπόν αφού στρίψουμε δεξιά στο 42ο χιλ. της εθνικής οδού Μυτιλήνης Πολιχνίτου, και αφού σταυροκοπηθούμε στο νεόδμητο Άγιο Φανούριο, θα συναρτήσουμε δεξιά μας το αλσύλιο του Αριστείδη Γιαννόγλου με τα πεύκα, που μας λένε το καλωσόρισες! Αν τύχει και είναι σχολική περίοδος ίσως να δούμε και τα παιδιά του σχολείου που ήρθαν εδώ για την εκδρομή τους και να ξεσκάσουν από τα μαθήματα. Αν στρίψουμε το κεφάλι μας απ’ την άλλη μεριά του δρόμου, λίγο πιο πέρα, θα δούμε μέσα στο βαθούλωμα της περιοχής «Πηγάδια» και ανάμεσα στα λιόδενδρα τον Άη Στράτη. Εδώ βρίοκεται και η «μάνα», η πηγή από όπου παλιότερα έπαιρνε νερό το χωριό.
Αριστερά και δεξιά δυο παλιά εξοχικά κέντρα, με μεγάλο περίβολο. Κλειστά και με άλλη χρήση σήμερα, τον καιρό που ήσαν στις δόξες τους φιλοξένησαν μεγάλα γλέντια και πολύ κόσμο. Το ένα σήμερα ανήκει στην οικογένεια Δαλβαδάνη και το άλλο στα αδέλφια Χατζησταματίου. Εδώ είναι και το ηρώο του Χωριού.
Απέναντι ακριβώς η «Παιδική Χαρά», σε οικόπεδο που δώρισε ο Παναγιώτης Θεοδ. Χατζηπαναγιώτης.
Λίγο πιο κάτω δυο καφενεία! Το καφενείο του Αποστόλου Παυλή και του καφενείο του Βα
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ
σίλη του Μοριανέλλη. Κλειστά και τα δυο! «Καφενείον ο Σταθμός», διαβάζουμε στο ένα. Εδώ συγκεντρωνότανε ο κόσμος παλαιότερα, από τις 6,30 το πρωί, όταν ακόμα τα ΚΤΕΛ ήτανε στις δόξες τους και τα ΙΧ αυτοκίνητα λιγοστά, για να πάει στη πρωτεύουσα  να κάνει τις δουλειές του, να κάνει τα ψώνια του και να επιστρέψει το μεσημέρι με τα σουσαμένια «σουμίτια» στο χέρι. Εδώ λοιπόν, σ’ αυτά τα δυο καφενεία γινότανε πρωί – πρωί το «έλα να δεις»! Καφέδες, και τσάγια και μπόλικη κουβέντα. Όλα τα τεκταινόμενα του χωριού μα και όλης της Ελλάδας παιρνούσαν από ψιλό κόσκινο μέχρι να έρθει το λεωφορείο.
Εδώ βρίσκεται και το Σχολείο του χωριού. Έργο του 1930, με μπόλικο καφετί πωρόλιθο της περιοχής, τριθέσιο σήμερα, με 25 παιδιά. Τεράστια η αυλή του σχολείου και μέσα σ’ αυτή το νεόκτιστο Νηπιαγωγείο, με 15 περίπου παιδιά. Μπροστά στο Σχολείο μια όμορφη πετρόκτιστη βρύση με την πέτρα των Μυστεγνών, έργο του 2007 και με δαπάνες του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού.
Αριστερά ο δρόμος σε βγάζει στα «Αλώνια». Ίσως το όνομα της η περιοχή αυτή να το οφείλει στο επίπεδο του εδάφους, υπάρχει αρκετό κατηφοριά στο Λισβόρι, όπου ο χώρος προσφερόταν για αλώνισμα τότε που τα σπίτια ήτανε λιγότερα και τα χωράφια πιο πολλά. Αν συνεχίσεις μέσα από ένα μονοπάτι «ποταμό» τον λένε οι ντόπιοι, μια και όταν βρέχει συγκεντρώνονται εκεί αρκετά νερά για να κατηφορίσουν, θα βγεις σε αγροτική περιοχή, κοντά στον Κατάπυργο, στα «Λιόμπουλα» και από κει στο δρόμο Μυτιλήνης – Πολιχνίτου».
 Δεξιά, κατηφορίζουν δυο δρόμοι ως την αγορά. Κατήφορος με μεγάλη κλίση ο ένας, που σε οδηγεί στο τέλος του και από τα δεξιά στα «Βρυσούδια», την Αγία Παρασκευή, την «Παλιόμαντρα», τα Βασιλικά και από αριστερά στον Αγροτικό Συνεταιρισμό και συνεχίζοντας στο Κοινοτικό Γραφείο, την πλατεία της Κοινότητας και την αγορά.  Στην αρχή του δρόμου αυτού μια παλιά εγκαταλελειμμένη βρύση με στέρνα.
ΚΑΦΕΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ Α/ΦΩΝ Β. ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΛΗ
Ο αριστερός δρόμος, κατήφορος κι αυτός, διακλαδώνεται με αρκετούς άλλους δρομίσκους και προχωρεί προς την αγορά. Μόλις τελειώσει το κατηφορικό μέρος του δρόμου τούτου βρισκόμαστε μπροστά σε δυο παλιά «καφεπαντοπωλεία» από τα οποία το ένα της οικογένειας  Περικλή Γαβριήλ έχει κλείσει και το άλλο του Μηνά Γαβριήλ που λειτουργεί σήμερα μόνο σαν παντοπωλείο. Λίγο πιο κάτω το ένα από τα δυο παραδοσιακά αρτοποιεία με τους ξυλόφουρνους και με αποκλειστικότητα στο Λισβοριανό σιταρένιο ψωμί και το Λισβοριανό παξιμάδι. Ανήκει στην οικογένεια Προκοπίου και σήμερα το λειτουργεί ο Γιώργος Ζουπαντής. Ακριβώς απέναντι ο «Πάνω πύργος». Ένα παλιό πέτρινο κτίριο, που το κάτω μέρος τους θυμίζει πύργο. Τούτος σε αντιδιαστολή με τον άλλον και σε πιο χαμηλό μέρος πύργο, τον κάτω πύργο, «Κατάπυργο», ήτανε ένα από τα φυλάκια της περιοχής τον καιρό των πειρατών. Σήμερα ανήκει στην οικογένεια Παλαιολόγου. Καρδάτου και κάποτε φιλοξένησε και κάποιες τάξεις του σχολείου.
Λίγο πριν στρίψουμε για την αγορά  συναντάμε τον κύριο δρόμο για τα Λιόμπουλα» και τον Πολιχνίτο, τους Αγίους Αναργύρους, τον Προφήτη Ηλία, τον Άγιο Σέργιο, τον «Κατάπυργο». Στο δρόμο τούτο ένα άλλο κλειστό εξοχικό κέντρο του Σταύρου Σαββαδέλλη που για κάποια χρόνια, λειτούργησε και σαν Νηπιαγωγείο. Παρακάτω είναι και το παλιό «αλμπάνικο» και πεταλωτήριο του χωριού. Ιδιοκτήτης η οικογένεια Προκοπίου. Ο γνωστός Γιάννης  «αλμπάνης», το λειτουργούσε προ ετών σαν σιδηρουργείο και μετά το έκλεισε.
Φτάνουμε τώρα μπροστά στην Εκκλησία. Άη - Γιάννης ο Πρόδρομος. Τρίκλιτη  κεραμοσκέπαστη Βασιλική, που η ανέγερσή της ανάγεται γύρω στα 1830. Κυριαρχεί κι εδώ η καφετιά, πέτρα της περιοχής και οι μαρμάρινες κολώνες του Νάρθηκα που ασφαλώς έχουν μεταφερθεί από άλλες παλαιοχριστιανικές Βασιλικές. Το καμπαναριό, από καφετιά πέτρα, κι αυτό με είναι έργο του 1887 (Μαρτίου 4). Νότια της Εκκλησίας και σε υψηλότερο επίπεδο, σε ιδιόκτητο οικόπεδο της Εκκλησίας στέκεται ένα διώροφο γκρεμισμένο κτήριο, και δυο υψηλά γερασμένα πεύκα για συντροφιά. Κτίστηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1887. Είναι το Παλαιότερο Σχολείο χωριού, το «Σχολείον των Αρρένων» όπως αναφέρει και ο οικονόμος Τάξης.
Στο πίσω μέρος της Εκκλησίας και ακριβώς πίσω από το ιερό, η οικία σήμερα Προκοπίου, για την οποία λέγεται ότι ο πασάς που στα χρόνια της τουρκοκρατίας κατοικούσε εκεί και για να μην κρύψουν τη θέα του προς τη θάλασσα, υποχρέωσε τους κατοίκους να σκάψουν αρκετά μέτρα, για να κτιστεί η εκκλησία σε χαμηλότερο σημείο από το σπίτι του.
Απέναντι από την Εκκλησία το μικρό καφενείο της Στέλλας Προκοπίου.
Ένας άλλος δρόμος απέναντι από την πρόσοψη της Εκκλησίας σε οδηγεί στο Νεκροταφείο του χωριού και στις Θερμοπηγές, στον Άγιο Γιάννη το Θεολόγο, στον Πολιχνίτο.
Και τώρα στην αγορά.
Τα παλιά καφενεία και τα άλλα καταστήματα του χωριού. Μια σειρά από παλιά κτίσματα με τις προσόψεις τους φτιαγμένες από λαξευμένη καφετιά, ροζωπή και λευκωπή ντόπια μαλακιά πέτρα (ιγνιβρίτη), με μεγάλα πορτοπαράθυρα, πέτρινες αψίδες, και κοσμήματα σου δίνουν μια εικόνα από το μεράκι του παλιού τεχνίτη.
Το γαλακτοπωλείο του Χαδεμένου, κτίσμα του 1935. Εδώ δίπλα υπήρχε και το παλιό κρεοπωλείο του Καραβασίλη.
 Δίπλα δύο καφενεία. Το πρώτο, το μεγάλο καφενείο, είναι των αδελφών Αντωνίου και Γεωργίου Σταυρακέλλη, (μακαρίτες σήμερα και οι δύο) που κτίστηκε το 1895, (ΣΕΠΤΕ Α'), και φέρει την επιγραφή στην πρόσοψη και επάνω από τη μια από τις δυο πόρτες του, "ΕΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΜΕΘ ΗΜΩΝ ΟΥΔΕΙΣ ΚΑΘ ΗΜΩΝ". Μεγάλα παράθυρα, με συρταρωτά καφάσια και σιδερένια παντζούρια. Η γωνιά, ο μπουφές τα ξύλινα καγκελάκια, οι κολώνες ξύλινες που στηρίζουν την οροφή, οι αψίδες,  το πατάρι.. Εκεί έμενε παλιά ο καφετζής ή ο παραγιός. Ήτανε «καφεπαντοπωλείο». Αναπαυτικοί δερμάτινοι καναπέδες, ξύλινες καρέκλες και τραπεζάκια, η ξυλόσομπα. Σήμερα κλειστό.         Το καφενείο τούτο, το 1948 με ανεμογεννήτρια, υπάρχουν ακόμα απομεινάρια της,  φωτιζότανε με ηλεκτρικό φως και έπαιζε και ραδιόφωνο! Στο καφενείο τούτο κυκλοφορούσαν και βιβλία προς ανάγνωση. Ήτανε το καφενείο των «κουλτουρτιάρηδων» θα λέγαμε του χωριού.
Δίπλα ακόμα ένα λιθόκτιστο  καφενείο – καφετερία, του Παναγιώτη Σταυρακέλλη.
Απέναντι, άλλα δυο καφενεία. Το παλαιό «καφεπαντοπωλείο» του Πανσέληνου, με το ξύλινο πάτωμα και πιο πέρα το κλειστό νεόκτιστο καφενείο της οικογένειας  Φίλιππα Προκοπίου. Ανάμεσα στα δυο αυτά καφενεία, το ανύπαρκτο πλέον τηλεφωνείο του χωριού και δίπλα το άλλο κλειστό κρεοπωλείο.
ΣΤΟ ΚΑΦΕΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ Θ. ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ
Άλλο ένα μεγάλο καφενείο της αγοράς είναι το καφενείο της οικογένειας  Παναγιώτη Βασ. Χατζηπαναγιώτη στη μικρή πλατεία της αγοράς και λίγο πιο πέρα του Κυριάκου Δαλβαδάνη, Απέναντι το κλειστό καφενείο του Παναγιώτη Θεοδ. Χατζηπαναγιώτη.
Εδώ είναι και τα δημοτικά ουρητήρια, για να καταλήξουμε στο κτίριο της Κοινότητας και στην όμορφη πετρόκτιστη καφετερία της νεολαίας, «Πέτρινο» και το όνομά της,  με ωραιότατα πέτρινα ανάγλυφα από ιγνιβρίτη. Παλαιό καφενείο και αυτή που λειτούργησε για κάποια χρόνια-  και σαν κατάστημα με είδη οικοδομής.
Τελειώνουμε προς το παρόν εδώ το σεργιάνι μας, στο σημείο τούτο της  πλατείας της Κοινότητας, με το  πλάτανο απέναντι από το παντοπωλείο σήμερα της οικογένειας  Γιάννη Θερμιώτη και το μικρό παραπέρα καφενείο, παντοπωλείο και ψιλικατζίδικο που ανήκει στην οικογένεια Παναγιώτη Γαβριήλ.Συνεχίζουμε λοιπόν το σεργιάνι μας στο Λισβόρι.
Το Λισβόρι του 21ου αιώνα, την των «Πυρραίων γην», και «των Βασιλικών χωρίων» χώρα. Το Λισβόρι με τις τόσες και τόσες προϋποθέσεις ζωής μα και με την αναπόφευκτη μοίρα της γήρανσης και του μαρασμού, τη μοίρα που  κανένα χωριό μας  δεν μπορεί να αποφύγει.
Βρισκόμαστε  στη  πλατεία της Κοινότητας, με τον  πλάτανο, το μοναδικό πλάτανο, μέσα στο χωριό μας. Εδώ πέρα βρισκόταν και το «σιντριβάνι», έτσι λέγανε το πηγάδι με το πέτρινο δαχτυλίδι, από όπου ανέβαζαν γάργαρο νερό.
Εδώ είναι και το κτίριο της «πάλαι ποτέ» Κοινότη­τας, που το «πήρε και το σήκωσε» ο «Καποδίστριας»,  το Αγροτικό Ιατρείο, τα κοινοτικά ουρητήρια και η Αγροτολέσχη στον πάνω όροφο. Το κτίριο τούτο χρονολογείται από  το 1958 - 60.
Παλιά βρισκόταν εδώ ένας ελαιόμυλος,  το τζαμί και ο μιναρές για τον τούρκικο πληθυσμό, αφού όπως ήδη σημειώσαμε και όπως μας αναφέρει ο Σταυράκης Αναγνώστου ήταν υπό Χριστιανών και Τούρκων κατοικούμενον χωρίον, και έχον Ναόν τον Άγιον Ίωάννην τον Πρόδρομο». Σήμερα στο χώρο όπου ήτανε το Τζαμί βρίσκεται η οικία της οικογένειας Ευσταθίου.
Σχετικά με την αγροτολέσχη πρέπει να αναφέρουμε ότι είναι ένας πολυχώρος που χρησιμοποιείται από όλους τους φορείς του χωριού και πολλές και ποικίλλες εκδηλώσεις. Παλαιότερα γνώρισε μεγάλες δόξες με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούσε εκεί ο Αγροτοεκπολιτιστικός Σύλλογος του χωριού ΘΕΟΦΙΛΟΣ. Στην αγροτολέσαχη στεγάζεται και η Κοινοτική βιβλιοθήκη με πολλά και αξιόλογα βιβλία.
Ο δρόμος εδώ που περνά ανάμεσα στην όμορφη πετρόκτιστη καφετερία της νεολαίας, το «Πέτρινο»,  με ωραιότατα πέτρινα ανάγλυφα και το σπίτι των Ευσταθίου όπου και το ανύπαρκτο σήμερα τζαμί, σε βγάζει στην κάτω είσοδο του «Αγροτικού Συναιτερισμού».
Ο τότε Ελαιουργικός και σήμερα Αγροτικός Συνεταιρισμός του χωριού, ιδρύθηκε το 1949. Ξεκίνησε με πετρελαιομηχανή,«μπασκιά», τρίχινα φάκελα για το χαμούρι και τα πέτσινα λουριά που μετέφεραν την κίνηση από την πετρελαιομηχανή στα λαβάλ και όπου αλλού,  πέρασε στα υδραυλικά πιεστήρια και κατάληξε το 1988 στη σύγχρονη μο­νάδα με το ντεκάντερ. Τέσσερις χιλιάδες  μόδια λένε πως είναι η δύναμη των Λισβοριανών ελαιοκτημάτων, μα  πολύ δύσκολα τούτα μαζεύονται.
Λίγο πιο κάτω ένα σταυροδρόμι όπου και το ανύπαρκτο πλέον και σήμερα οικόπεδο, καφενείο των Προκοπίου. Και εδώ φιλοξενήθηκαν μεγάλα γλέντια.
Εδώ κατεβαίνεις και από ένα άλλο δρόμο της αγοράς που περνά ανάμεσα από το καφενείο του Παναγιώτη Βασ. Χατζηπαναγιώτη και της οικογένειας Φίλιππα Προκοπίου που σήμερα έχει νοικιάσει ο Αλεξίου.
Κατεβαίνοντας λοιπόν από αριστερά δυο ακόμα κλειστά καφενεία. Του Παχού και του Γιαννόγλου. Εδώ υπήρχε πριν κάμποσα χρόνια και το περίπτερο του χωριού που διατηρούσε η μακαρίτισσα Γιαννούλα Τηνιακού –Χήρα- και αργότερα ο επίσης μακαρίτης Στρατής Κατσιάνος. Πιο παλιά τούτος ο δρόμος ήτανε πλακόστρωτος ο μοναδικός που ξέφυγε προς τη στιγμή τη μανία του τσιμέντου, μα κι αυτός δεν τη γλύτωσε.
Εδώ είναι το Παντοπωλείο του Γιάννη Προκοπίου –Αλμπάνη – που παλιά διατηρούσε ο παντοπώλης και λαδέμπορας Κυριάκος Αρμουτέλλης και το παραδοσιακό αρτοποιείο του Θόδωρα Χατζόγλου. Είναι από τα παλαιότερα αρτοποιεία με φούρνο, όπου με ξύλα ζεσταίνονται οι  πλάκες πάνω στις οποίες ψήνεται το γνήσιο λισβοριανό σιταρένιο ψωμί. Είναι μαζί με τον άλλον της οικογένειας Γιάννη Προκοπίου –Αλμπανέλ- που λειτουργεί ο Γιώργος Ζουπαντής, από τους λίγους εναπομείναντας δυστυχώς στην Ελλάδα.
Απέναντι το μαγαζί, παλιό κουρείο του μακαρίτη Γιάννη Δαλβαδάνη που λειτούργησε παλαιότερα και σαν παντοπωλείο ο Κώστας Εμμανουήλ. Εδώ γύρω στα 1940 στεγαζόταν και το Κοινοτικό Γραφείο με γραμματικό το Στραρτή Αξιωτέλλη.
Παρακάτω η κλειστή ταβέρνα του Νικολάου Κανελή. Κι αυτός… μακαρίτης. Στον πάνω όροφο τούτου του κτιρίου και λίγο πριν το 1930, ημερομηνία ίδρυσης του σημερινού Δημοτικού Σχολείου, στεγάστηκαν για λίγο χρονικό διάστημα και κάποιες τάξεις του σχολείοου.
Εδώ ένας άλλος δρόμος σε οδηγεί στο «μπουγλού σουκάτς». Είναι μια άλλη συνοικία του χωριού μας. και εδώ μπροστά μας το αρχοντικό των Προκοπίου. Εδώ η τέχνη της λιθογλυπτικής, έχει δώσει ένα αριστουργηματικό διάκοσμο που δεν συναντάμε παρόμοιο σε άλλο σπίτι μέσα στο Λισβόρι. Και εδώ έχει λαξευτεί λεπτά η ίδια πέτρα σε ιωνικά κιονόκρανα, φύλλα άκανθας, φολίδες, ρόδακες. Ήρθανε από έξω λένε οι Προκοπίου με μπόλικο παρά και έφτιαξαν τούτο το σπίτι, που σήμερα πέρασε σε ξένα χέρια.
Κατεβαίνουμε και αριστερά μας το ξερολάγκαδο, «Γκα τσεσμέ»,   μπροστά μας δε ένα ακόμη ιδιωτικό λιοτρίβι, που δεν υπάρχει πια.  Αυτό ανήκε στους αδελφούς Ζουπαντή. Βρίσκεται στην έξοδο του χω­ριού, απέναντι στο χείμαρρο. Τούτο δεν υπάρχει πλέον αφού άλλαξε χρήση και λειτουργεί σαν σύγχρονος αλευρόμυλος, όπου αλέθονται τα σιτάρια του χωριού, από τον Παναγιώτη και την Ελένη Παπαναστασίου. Δίπλα ακριβώς ένα άλλο κομμάτι αυτού του κτιρίου, ο παλιός ο αλευρόμυλος, με τις μυλόπετρες και την πετρελαιομηχανή, του μακαρίτη Τάκη Ζουπαντή. Κτίστηκε όλο τούτο το κτίριο στις 5 Αυγ. του 1908.
Από την άλλη μεριά του ποταμού, βλέπουμε ερειπωμένο, με το μισοπεσμένο του φουγάρο, λιοτρίβι της εκκλησίας, που χτίστηκε το 1910. Τούτο δούλεψε μέ­χρι το 1948. Ανήκει τώρα το μισό στην Εκκλησία και το υπόλοιπο μισό σε δέκα άλλους μετόχους.
Ο δρόμος από δω και πέρα συνεχίζει για το Σκαμιούδι, τη σκάλα και λιμάνι του Λισβορίου. Θα βρεις μπροστά σου τη διασταύρωση για την περιοχή της Τίδας και της Φραγκοκλησιάς, όπου και τα ξωκκλήσια της Αγίας Παρασκευής και Αγίας Κυριακής.
Ένας άλλος δρόμος πιο κάτω σε βγάζει στη περιοχή της «Κάπης».

Κατεβαίνοντας στο Σκαμιούδι, δεξιά μας, ένας δρομίσκος οδηγεί στον Αη Σπυρίδωνα. Καινούριο εκκλησάκι έχει αντικαταστήσει το παλιό όπου η ανάγλυφη πέτρα μαρτυρεί τη χρονολογία του:. «Φεβρουαρίου 17 έτος 1930».
Είναι εδώ η περιοχή «Καυκάρα». Για αυτήν εδώ γράφει ο Ι. Κοντής «ότι εκτός από παλαιοχριστιανικά και πάλι λείψανα, υπάρχουν στην επιφάνεια και παλαιότερα όστρακα, αναφέρεται δε από τους χωρικούς και συχνή αποκάλυψη ταφών».
Ένας άλλος δρόμος από τα αριστερά βγαίνει στην περιοχή «Μπλο», με το ξωκκλήσι της Μεταμορφώσεως , συνδέεται και με τον ασφαλτόδρομο των θερμοπηγών.



Εδώ λοιπόν στο δρόμο της Καυκάρας μόλις τελειώσει η κατηφόρα, είναι και το εκκλησάκι της Παναγιούδας.
Εδώ πέρα και κοντά στην Παναγιούδα,  ένας δρόμος σε βγάζει στις θερμοπηγές και ένας άλλος λίγο παραπέρα στις περιοχές «Μτσε», και «Ρουδαφνίδια» με τον υπέροχο υδρόμυλο. Προχωρώντας και μέσα από μπόλικες διασταυρώσεις και αγροτικούς χωματόδρομους θα βρεθείς ή στην Αγία Φωτεινή ή από ένα άλλο δρόμο στον Ταξιάρχη της «Πετραδερή». Θα καταλήξεις τελικά στο δρόμο Σκάλας Πολιχνίτου - Αχλαδερής, και στην περιοχή «Αρμυρός». Από δεξιά Σκαμιούδι, από αριστερά Σκάλα Πολιχνίτου.
Πιο κάτω απ’ την Παναγιούδα  και δεξιά η διασταύρωση για την περιοχή Τέμενος και τον Άγιο Ισίδωρο.
Συνεχίζεις ευθεία και βρίσκεις μπροστά σου το Σκαμιούδι, με τις πανέμορφες ταβέρνες, το λιμάνι, τις βάρκες και τους ψαράδες και ο Άη - Νικόλας.
Πριν βρεις μπροστά σου τη θάλασσα, το σταυροδρόμι, Σκάλας Πολιχνίτου, Αχλαδερής. Απ’ τη μεριά της Αχλαδερής, δεξιά, τα «Λιβάδια», το ‘Αλικούδι» όπου και η πλαζ του χωριού, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια του Γιάννη Κουλαρά, ο Άγιος Παύλος, η Αχλαδερή.


ΠΕΤΡΙΝΑ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ






Οι φωτογραφίες είναι από το λεύκωμα της Τζέλης Χατζηδημητρίου «39 ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΟΥΡΕΙΟ»



                                                      



ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ
Με την ευκαιρία των 3 μεγαλύτερων γιορτών της Χριστιανοσύνης κρίνε­ται σκόπιμο, στο Χριστουγεννιάτικο τεύχος, του ενοριακού μας περιοδικού, να υπενθυμίσουμε στους παλιότερους και να γνωρίσουμε στους νεότερους χωριανούς μας τα έθιμα των ημερών αυτών και να θυμηθούμε, πως οι γονείς μας γιόρταζαν, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα.
Η επισημότητα των γιορτών άρχιζε την πα­ραμονή των Χριστουγέννων.
Βέβαια η προετοιμασίες αρχίζουν αρκετά νωρίτερα γιατί είναι πολλές οι δουλειές και λίγος ο χρόνος. Είναι βλέπεις και τα μάζεμα της ελιάς, είναι τα ζώα, είναι τα καθαρίσματα στα σπίτια και τα στολίσματα, είναι τόσα και τόσα…
Κύρια έγνοια των τελευταίων ημερών και τα Χριστουγεννιάτικα γλυκά. Τα «φνίτσια», με την καρυδοπαπούσα στο κέντρο,  ή όπως αλλιώς τα λένε τα «κουρμάδια», (τα μελομακάρονα), βουτηγμένα στο σιρόπι και πασπαλισμένα με κοπανισμένη καρυδόψυχα, πρέπει να ετοιμαστούν. Δεν μπορούμε να τα αφήσουμε την τελευταία στιγμή γιατί είναι τόσα και τόσα. Και δεν είναι πρέπον να μας βρουν τα Χριστούγεννα χωρίς γλυκά. Όσα σπίτια μάλιστα έχουν λογοδώσματα και αρραβωνιάσματα έχουν πιο πολλούς λόγους για τέτοια και για να κεράσουν μα και για να πάνε τους στολισμένους δίσκους στους γαμπρούς, τις νύφες και τα συμπεθεριά. στα συμπεθεριά
Βιασύνη λοιπόν γιατί η παραμονή έφτασε.
 Μικροί και μεγάλοι, με λίγες εξαιρέσεις απαραίτητα τη μέρα εκείνη, της παραμονής, 24 Δεκέμβρη, περίμεναν την καμπάνα, που χτυπούσε χαράματα, «γιατί τα γράμματα είναι πολλά» για να πάνε στην Εκκλησία να παρακολουθήσουν την ακολουθία των Μεγάλων Ωρών, ν’ ακούσουν το «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου…» και το Μεγάλο Εσπερινό των Χριστουγέννων και βέβαια, απαραιτήτως, να κοινωνήσουν στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Δύσκολες μέρες βέβαια. Χρόνια δίσεχτα. Δουλειά και πάλι δουλειά, μα… μεροδούλι μεροφάι. Το ζευγάρι τα γιορτινά παπούτσια ένα και μοναδικό για όλα τα παιδιά της οικογένειας., και το φυλάγανε «ως κόρην οφθαλμού». Ο Παναγιώτης (Βασιλείου) Χατζηπαναγιώτης μας λέει ότι πήγαιναν ένα – ένα τα αγόρια της οικογένειας στην Εκκλησία για να κοινωνήσουν, γιατί περίμεναν να επιστρέψει ο προηγούμενος, για να φορέσουν τα παπούτσια που φορούσε και να πάει και ο επόμενος. Από κει και πέρα μετά την απόλυση ο καθένας στη δουλειά του. Οι άνδρες για το σφαχτό αν βέβαια δεν είχανε προλάβει τις προηγούμενες μέρες και οι γυναίκες για το σπίτι και τις προετοιμασίες για την αυριανή μεγάλη γιορτή.  Το σφαχτό είναι το αρνί, το οποίο απαραιτήτως έτρεφε όλο το χρόνο κάθε οικογένεια για τις μέρες αυτές, δεν υπήρχανε τότες τα χασάπικα, ή και  το γουρούνι, ανάλογα με το τι διέθετε κάθε οικογένεια. Τούτο αρχικά το κρεμούσαν στο το μέσα μέρος της εξώπορ­τας, «στις πλάκες», το πλακόστρωτο ανάμεσα στην εξώπορτα και το μαγερειό,   διότι δεν υπήρχαν ψυγεία και έπρεπε να αερίζεται για να μην χαλάσει. Οι νοικοκυρές θα μαγείρευαν ένα κομμάτι, όσο χρειάζονταν για τις πρώτες μέρες και το υπόλοιπο θα γινότανε «καβουρμάς».Καβούρντιζαν δηλαδή το περισσευούμενο κρέας που είχανε πλέον κόψει σε κομμάτια και το τοποθετούσαν στη «μπουτούδα», την πήλινο μικρό πιθάρι. Ακόμη    καβούρντιζαν (τζιτζίριζαν) το πάχος, (τις γλίνες)  του αρνιού και το λιωμένο πάχος το τοποθετούσαν σε ταψί ώστε μόλις κρυώσει να πάρει το σχήμα του ταψιού, που το είχανε για καλούπι και να φτιάξουν την «πλάκα». Ότι στερεό από τα λίπη, περίσσευε στο τηγάνι και δεν έλιωνε, αποτελούσε τις «τζιτζιρίδις». Και η «πλάκα» και οι «τζιτζιρίδις», αποτελούσαν ένα θαυμάσιο «καφαλτί».  Όταν λοιπόν κάποιο μέλος της οικογέ­νειας ήθελε κάτι για προσφάι  έπαιρνε, το ζυμωτό και ψημένο στο φούρνο της αυλής, σταρένιο ψωμί, το έκοβε σε μικρές φέτες, 2-3 αυγά και ένα κομμάτι απ’ την  αρνίσια «πλάκα», στο τηγάνι και έφτιαχνε «καπιράδες». Ακόμη το λίπος αυτό θα το χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές και στη μαγειρική. Ένα κομμάτι απ’ το παχύ έντερο του γουρουνιού θα γεμίσει με κιμά κομμένο στο χέρι και ανακατεμένο με αλάτι πιπέρι. Μυρωδικά και πορτοκαλόφλουδα για να γίνει η «Ματιά».Τέλος πρέπει να γίνει και το «χοιρινό». Το λαρδί θα κοπεί σε κομμάτια θα πασπαλιστεί με αλάτι, θα κρεμαστεί  και θα φαγωθεί μόλις φωτιστούν τα νερά.    

Μόλις πιάνει να νυχτώνει, τα παιδιά θα ξεχυθούν στους δρόμους για τα κάλαντα. Το ρεγάλο τους φρούτο, καραμέλα και «φνιτς. Τυχεροί όσοι πάρουν στα χέρια τους καμιά πεντάρα.
Το βράδυ η νοικοκυρά, θα ρίξει στην πήλινη κατσαρό­λα το κρέας, για να σιγοβράζει όλη τη νύχτα  στα κάρβουνα της «φουφούς» και να είναι έτοιμο μόλις το πρωί επιστρέψει η οικογένεια στο σπίτι απ’ τη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία.
Ξημερώματα, 5 το πρωί ανήμερα των Χριστουγέν­νων, και χτυπά η πρώτη καμπάνα, για να καλέσει τους χωριανούς στην εκκλησία, που σε λίγη ώρα γέμιζε ασφυκτικά απ' όλους τους χωριανούς. Μικροί και μεγάλοι γιόρταζαν με ιδι­αίτερη χαρά και συγκίνηση το μεγαλύτερο γεγονός της Γέννησης του Χριστού.
Ιδιαίτερη βέβαια χαρά, αισθάνονται τα μικρά παιδιά, γιατί όλο και κάποιο δώρο θα έπαιρναν από τον πατέρα, τη νονά ή το νονό και βέβαια θα συνεχίσουν τα κάλαντα, όπου δεν πρόλαβαν αποβραδίς να πάνε.
Μετά την Εκκλησία σύσσωμη η οικογένεια στο Χριστουγεννιάτικο γιορτινό τραπέζι.
Η δεύτερη γιορτή που συναντάμε είναι η Πρωτοχρονιά.
Το σπίτι βέβαια είναι έτοιμο και στολισμένο από τις προηγούμενες Χριστουγεννιάτικες μέρες μα και τώρα χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα για τα φαγητά και τα γλυκά των οποίων η προετοιμασία αρχίζει 2-3 ημέρες πριν και τα οποία οι νοι­κοκυρές έβαζαν όλη τη μαεστρία εφόσον θα περνούσε από κριτική, μια και θα τα έψηναν στους κεντρικούς φούρνους του χωριού.
«Η μπακλαβού» με το χειροποίητο, το ανοιγμένο στο χέρι φύλλο με τη «ματσόβεργα», με σιταρένιο αλεύρι. Πλούσιες μπακλαβούδες με πολλά-πολλά φύλλα και μπόλικο αμύγδαλο. Μάλιστα για να φτάσει αφού θα πάμε στην πεθερά και σε άλλους συγγενείς απαραίτητα τα δυο «σνια», τα μεγάλα μπακιρένια ταψιά
 «Η πλατσέντα», που επίσης άνοιγαν φύλ­λο και μέσα ανοιγμένο όπως ήταν σκορπίζανε αμυγδαλόψιχα, κοπανισμένη « στου γδι», μάζευαν το φύλλο με τη βέργα που ακόμη την είχαν στη μια άκρη του, και μετά αφού αφαιρούσαν τη βέργα, το έβαζαν «στου "σνι"». Αυτή η διαδικασία κρατούσε μέχρι να γεμίσει το σινί με τα ανάλογα φύλλα.
Τόσο τη "μπακλαβού" όσο και την "πλατσέντα", αφού ψηνόταν στο φούρνο της αυλής ή της γειτονιάς, θα μελωνότανε με το «δεμένο» σι­ρόπι.
Ακόμη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς απαραίτητη η βασιλόπιττα με το προζύμι και τα διά­φορα μυρωδικά. Στο κέντρο το νόμισμα για τον τυχερό της χρονιάς, που βέβαια αποκαλυπτόταν ανήμερα το μεσημέρι, μετά το γεύμα, αφού τότες ο πατέρας ανελάμβανε το χρέος να κόψει τη βασιλόπιττα της οικογένειας, όλων απαραίτητα παρόντων.
Το απόγευμα της παραμονής θα φτιαχτεί το στεφάνι για την καλή την χαρούμενη  και την ευλογημένη χρονιά, από αγιόκλημα, ελιά για αφθονία, αγριάγκαθο για τα μάτια των εχθρών.
Μόλις πιάνει να νυχτώνει, τα παιδιά και πάλι θα ξεχυθούν στους δρόμους για τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Το ρεγάλο τους φρούτο, καραμέλα, γλυκά.
Πρωί-πρωί της Πρωτοχρονιάς και πριν μαζευτεί σύσσωμο το χωριό στην Εκκλησία, στο σπίτι του «πουδαρκό».
Ο αρχηγός της οικογένειας σπάζει ένα ρό­δι, για την αφθονία των αγαθών -όπως αυτό είναι πλούσια γεμάτο- της χρονιάς.

Η «μαλλιαρή πέτρα», χρησιμοποιείται  για την υγεία και ευτυχία των μελών της οικογένειας.
Το σίδερο για τη γεροσύνη.
Το στρογγυλό καρβέλι για τα πολλά σιτάρια και τα σπαρτά.
Το κλαδί της ελιάς για πολλές ελιές και λάδια.
Οι νοικοκυρές ακόμη για το πρώτο ποδαρικό της χρονιάς, συνήθιζαν να δέχονται ένα μικρό αγο­ράκι του οποίου οι ευχές ήταν ολόψυχες και αγνές. Οι εξώπορτες των σπιτιών έμεναν όλη μέρα ανοιχτές, έτσι ώστε οι παρέες που έρχο­νταν για ποδαρικό, εύκολα να μπορούν να περνούν στο εσωτερικό του σπιτιού.
Τα παιδιά μετά το τέλος της εκκλησίας ακούγονταν να λένε ξανά τα κάλαντα.
Φτάνουμε προς το τέλος των γιορτών. Στις 5 του Γενάρη με το Μεγάλου Αγιασμό. Είναι η παραμονή των Φώτων και στην Εκκλησία, χαράματα και πάλι η ώρα της καμπάνας., είναι και σήμερα πολλά τα γράμματα, με τις Μεγάλες Ώρες των Θεοφανείων τη Θεία λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, τη συνυφασμένη με τον Εσπερινό της εορτής και βεβαίως το Μεγάλο Αγιασμό. Όλοι στην Εκκλησία με τα μπουκάλια στα χέρια. Απαραίτητο να τα γεμίσουν με Μ. Αγιασμό για να ραντίσουν τα σπίτια και κυρίως τα αμπέλια, τους ελαιώνες, τα σπαρτά και γενικά όλες τις αγροτικές περιοχές.
Η παραμονή είναι και ημέρα αυστηρά τηρούμενης νηστείας για να πιούν όλοι με την αύριο από το Μεγάλο Αγιασμό των Θεοφανείων.
Το απόγευμα της παραμονής τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπί­τι κι έλεγαν τα κάλαντα:
Στις 6 του Γενάρη η μεγάλη γιορτή των Φώτων.
Αργά το βράδυ και ξημερώματα   παρέες από νεαρούς αλλά και ανθρώπους κάθε ηλικίας, γύρι­ζαν από σπίτι σε σπίτι κι έλεγαν τα κάλαντα και μαζί τις  ανάλογες ευχές. Έτσι στους νεαρούς δινόταν η δεύτερη ευκαιρία (πρώτη την Πρωτο­χρονιά) να δουν από κοντά τις αγαπημένες τους και με το "νόμο" χωρίς το αγριομάτιασμα των γονιών τους.
Η νοικοκυρά και η κοπελιά του σπιτιού έπαιρνε το δίσκο με τα ποτηρά­κια του πιοτού, που από νωρίς το απόγευμα είχε ετοιμάσει, για να είναι αργά τη νύχτα έτοιμος, και κέρναγαν τις παρέες που ήρθαν για να «καλαντίσουν» τον άξιο αφέντη και τη νοικοκυρά, την όμορφη κόρη που είναι της παντρειάς, τα άλλα παιδιά, και να ευχηθούν τραγουδιστά για τα χωράφια, για τα ζώα, για τους ξενιτεμένους, για όλους και για όλα.
Θα πάρουν το κέρασμα και το μπαξίσι τους, θα ειπωθούν οι σχετικές ευχές και πάνε «σ’ άλλη πόρτα.
Ανήμερα των Φώτων, όλοι οι χωριανοί πήγαιναν στην εκ­κλησία για "να αγιαστούν" όπως έλεγαν γιατί εκείνη την ημέρα αγιάζονταν τα νερά. Το θεωρούσαν δε πολύ καλό να βαφτίζουν παιδί εκείνη την ημέρα, γιατί αγιάζονταν τα νε­ρά. Σιγά-σιγά με το πέρασμα των γιορτών η ζωή έβρισκε τον καθημερινό της ρυθμό, περιμένοντας τις Αποκριές για να ξε­φύγουν λίγο από τη ρουτίνα.



ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΚΑΙ ΠΑΣΧΑ 

ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ


§         Μεγάλη Εβδομάδα

«Βάγια Βάγια του Βαγιώ τρώνι ψάρια τσι κουλιό». Κυριακή των Βαΐων.
Μέρα γιορτής. Ο κόσμος όλος, το χωριό όλο, θα εκκλησιαστεί για ν’ ακούσει το τροπάριο, «Την κοινήν Ανάστασιν προ του Σου πάθους πιστούμενος…».. Η Εκκλησιά σήμερα είναι καταστόλιστη με βάγιες. Μερικοί κοιτάζοντας τις βάγιες θα κάνουν και τις προβλέψεις τους για την ερχόμενη ελαιοπαραγωγή. Αν έχει πολύ καρπό η βάγια θα έχουμε και καλό μαξούλι. Στο τέλος της λειτουργίας ο παπάς θα μοιράσει την ευλογημένη βάγια στον κόσμο, που όλοι  θα την πάρουν με κάθε ευλάβεια στο χέρι τους, θα αλληλοχτυπηθούν ελαφρά στο κεφάλι, θα ευχηθούν με το απαραίτητο «τσι τ΄ χρον» και θα επιστρέψουν στο σπίτι. Οι νοικοκυρές θα τοποθετήσουν τα βαγιόκλαδα στο εικονοστάσι και θα ανασκουμπωθούν για τις δουλειές. Στο τραπέζι σήμερα ψαροφαγία. Ο παστός κολιός αδύνατο να λείπει τούτη τη μέρα. Λίγη αναστολή στη νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής. λόγω εορτής, και από αύριο Μ. Δευτέρα ξανά πάλι στην αυστηρά νηστεία.
Τη μέρα τούτη έχουμε στο Λισβόρι το « Ρουμάνι». Άλλοτε το συναντάμε και το Σάββατο του Λαζάρου το απόγευμα. Ένα μεγάλο κλαδί βάγιας πάνω στο οποίο είναι δεμένα διάφορα πολύχρωμα κουρέλια, το σηκώνει ο νεωκόρος ή κάποιος άλλος και με τη συνοδεία παιδιών, μετά τη λειτουργία, το περιφέρουν στα σπίτια του χωριού, για τα κάλαντα των Βαΐων. «Όξου ψύλοι, ποντικοί και μέσα του ρουμάνι, να φάει Βαϊόφυλλο να πέσει να πεθάνει». Οι νοικοκυράδες θα δώσουν στους επισκέπτες με το «Ρουμάνι» ρεγάλο αυγά, μερίδιο στα οποία έχει και ο παπάς. 
Το βράδυ και πάλι στην Εκκλησία. Όλες βέβαια τις μέρες τούτες είναι αδιανόητο για το Λισβοριανό να μην εκκλησιαστεί. Απόψε «θα βγει ο Νυμφίος» και όλοι πρέπει να τον προσκυνήσουν.
Μεγάλη Δευτέρα και ξεκινά η Μεγάλη εβδομάδα. Το πρωί η προηγιασμένη. Στο σπίτι η νοικοκυρά ετοιμάζει το κουσάφι. Το νηστίσιμο Μικρασιάτικο ρόφημα – τύπου κομπόστας-  με τις βρασμένες σταφίδες, τα κομμάτια από κυδώνι, το πορτοκαλόφυλλο, την κανέλα και τη ζάχαρη. Με κουσάφι ξεκινά η νηστεία της Μ. Σαρακοστής με κουσάφι και της Μ. Εβδομάδας. Στο τραπέζι αυστηρή νηστεία. Παράλληλα η απαραίτητες προετοιμασίες του σπιτιού –πρέπει όλα να λάμπουν-  για τις Πασχαλινές ημέρες που έρχονται.
Τη μεγάλη Τρίτη έχουμε «τ’ς  Κασσιανής του τρουπάρ». Μέρες προετοιμάζονται ψάλτες και βοηθοί για να αποδώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή». Με την απόλυση φεύγοντας ο καθένας θα πει και το δικό του σχόλιο.
-«όμουρφα του ’παν»
-«πιο καλά του  ’παν πέρς».
Τη Μεγάλη Τετάρτη το Ευχέλαιο. Οι γυναίκες θα τρέξουν το απόγευμα στην Εκκλησία για να «φτσιλιαστούν». Απαραίτητο και ένα μπουκάλι  λάδι –δώρο-, για τα κανδήλια της Εκκλησίας. Το βράδυ στα σπίτια ζυμώνεται «ατσοίμστ  βλουγιά». Νοικοκυρές σε ιδιότυπη αγρυπνία θα ζυμώσουν με προσευχές και ψαλσίματα, και το ψιλοκοσκινισμένο σιταρένιο αλεύρι, την προσφορά για τη λειτουργία της  Μ. Πέμπτης.
Ξημερώνει η Μεγάλη Πέμπτη. «Κότσιν Πέμτ». Μέρα δύσκολη και γεμάτη ασχολίες. Το πρωί η Θεία Λειτουργία. Ο παπάς θα προσκομίσει αυτή με την πιο όμορφη σφραγίδα, απ’ τις «ατσοίμστις βλουγιές». Σήμερα θα κοινωνήσει πολύς κόσμος. Και το ευτράπελο. «Είνι φουτιά γη μιτάδους σήμιρα, τσι ε καν να μιταλάβιν,  νιες παντριμένις». Μετά τη Λειτουργία αμέσως στις δουλειές. Το σφάξιμο του αρνιού για τους άνδρες, το βάψιμο των αυγών για τις γυναίκες. Αυγά κόκκινα – «κότσιν Πέμτ», - αυγά πλουμιστά – φαραώ-. Το φυλλαράκι που διαλέχτηκε, μπαίνει πάνω στο αυγό, το αυγό δένεται σφιχτά μέσα σε ψιλή κάλτσα κι βάφεται έτσι. Όταν βγει από τη μπογιά, μένει, φυσική ζωγραφιά, στο σημείο που είχε κολλήσει το φυλλαράκι. άσπρο- , πάνω στο κόκκινο αυγό. Αυγά επίσης σε διάφορα χρώματα, με φυσικές μπογιές,. «καρυδότσιφλα», «αμυγδαλότσιφλα».
Το μάζεμα των λουλουδιών είναι μια ακόμη ασχολία της Μ. Πέμπτης. Το βράδυ, μετά την απόλυση της ακολουθίας πρέπει να στολιστεί ο Επιτάφιος και χρειάζονται λουλούδια. Οι κοπέλες λοιπόν αναλαμβάνουν τούτη τη δουλειά. Θα τρέξουν στα κοντινά χωράφια αλλά και στα διάφορα σπίτια για τη συγκέντρωση των απαραιτήτων λουλουδιών.
Το βράδυ η ακολουθία των Παθών. Θα διαβαστούν τα Δώδεκα Ευαγγέλια και θα βγει ο Εσταυρωμένος. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Στεφάνια από φυσικά λουλούδια που φτιάχτηκαν με μεράκι προηγουμένως, σκεπάζουν κυριολεκτικά ολόκληρο το Σταυρό.
Αργά το βράδυ και όλη τη νύχτα, μέσα στην Εκκλησία, το στόλισμα του Επιταφίου.
Μεγάλη Παρασκευή. «Σήμιρα Μαύρους ουρανός, σήμιρα μαύρη μέρα».

Απ’ το πρωί ο κόσμος στο πόδι. Να γίνουν οι τελευταίες ετοιμασίες για  τον Επιτάφιο να τοποθετηθεί στη θέση του στο κέντρο του ναού και να είναι έτοιμος για την ταφή. Οι χωριανοί θα ρθουν, θα δουν τον Επιτάφιο και βέβαια θα σχολιάσουν για τις στολίστρες. Μετά όλοι στο νεκροταφείο για να ψαλλούν τα τρισάγια στους νεκρούς.  Χρέος μεγάλο κι αυτό και δεν έχουμε δικαίωμα να το παραβλέψουμε. Οι νεκροί μας κάθε χρόνο τέτοια μέρα περιμένουν τις προσευχές μας. Θα επιστρέψουμε και πάλι όλοι στην Εκκλησία και θα ξεκινήσουν οι Μεγάλες ώρες της Μ. Παρασκευής και αμέσως μετά ο Εσπερινός με την Αποκαθήλωση και τη Ταφή. Βλέπεις σήμερα, στο πρόγραμμα της σημερινής μέρας  δεν χωράει τίποτες άλλο. Όλα για Το Χριστό. Ακόμα και φαγητό στο τραπέζι, καλά – καλά δεν μπαίνει. Νωρίς το απόγευμα το μοιρολόι. Γύρω – γύρω στον Επιτάφιο  μαζεμένοι μικροί και μεγάλοι  τραγουδούν «Τ’ς  Παναγιάς του τραγουδ». Μοιρολόι για το Χριστό μα και προφητεία για τη Ανάσταση.
Και συνεχίζουμε. Ο όρθρος του Μ. Σαββάτου. «Κύμματι θαλάσσης» και εγκώμια. Μεγάλη στιγμή κι αυτή. Όλη τη Σαρακοστή οι ψαλτάδες ετοιμάζουν τις χορωδίες για τα εγκώμια. Και βέβαια οι πιο καλλίφωνες το «Ω γλυκύ μου έαρ» και το «Έρραναν τον Τάφον». Την ίδια μέρα όσοι φορούν Μάρτη στο χέρι τους θα τον αποθέσουν ανάμεσα στα λουλούδια του Επιταφίου.
Θα κλείσει η Μ. Παρασκευή με την περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού, παλαιότερα, απαραίτητο να επισκεφθεί και τους νεκρούς, η νεκραναστάσιμη αυτή λιτανεία και επιστρέφει πια ο κόσμος στα σπίτι για να επιστρέψει  και πάλι πρωί – πρωί για τη λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου, την « πρώτη Ανάσταση». «Ανάστα ο  Θεός…» και γεμίζει ο παπάς με φύλλα βάγιας όλη την Εκκλησία. Οι γυναίκες προσπαθούν να τα πιάσουν στο αέρα. Πριν πέσουν κάτω τα μαζεύουν για να τα πάρουν στο σπίτι. Είναι καλό φυλαχτό…
Στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου που σήμερα κατ’ εξαίρεση την κάνουμε μέσα στο κουβούκλιο του Επιταφίου και όχι πάνω στην Αγία Τράπεζα, δεν θα μείνουν και πολλοί ακοινώνητοι. Κατόπιν όλοι στο σπίτι. Πολλές οι δουλειές που περιμένουν τους χωριανούς. Φτάσαμε πλέον στην Ανάσταση και πρέπει όλα να τα κάνουμε Αναστάσιμα.


§         Ανάσταση

Και φθάνουμε στο αποκορύφωμα όλων αυτών των ημερών. Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Όλοι στο πόδι και πανέτοιμοι. Με τη λαμπάδα στο χέρι, - «λαμπάδα που μπορεί να είναι και από… χέρι» που την κρατά καμαρωτά η κοπελιά, λαμπάδα του νονού και της νονάς στα βαφτιστήρια -,   με το αυγό το κόκκινο και τα σπίρτα στην τσέπη, για να αναστηθούν κι αυτά. Πριν ακόμη χτυπήσει η καμπάνα, στις 11 το βράδυ, η Εκκλησία ασφυκτικά γεμάτη. Όλοι με την καλή την φορεσιά τους με το χαμόγελο τους, με τις  μπόλικες τις ευχές τους. Μετά το «Κύμματι θαλάσσης», θ’ ανάψουν τις λαμπάδες τους, και θα περιμένουν να δουν «ποιος θα πάρει φέτος την Ανάσταση». Ο επίτροπος με το που ανάβουν τα φώτα μετά το «Δεύτε λάβετε φως…», έχει πάρει τη θέση του μπροστά στην Άγια Πόρτα. Κάνει τρεις μετάνοιες στον παπά που κρατά την Ανάσταση – το ξύλινο λάβαρο της Ανάστασης -  στα χέρια του, την ασπάζεται και καμαρωτός στέκεται στο κέντρο του σολέα. «Η Αγία Ανάσταση προσφέρεται…». Κι αρχίζει το πλειοδότημα για το ποιος θα δώσει τα πιο πολλά για να σηκώσει φέτος την Ανάσταση απόψε και τη Κυριακή του Πάσχα.
Θα βγουν όλοι μαζί μετά στην αυλή, θα ακούσουν το «Χριστός Ανέστη» και μετά θα περάσουν όλοι να ασπαστούν την Ανάσταση και να ευχηθούν τα Χρόνια πολλά στον φετινό πλειοδότη που την κρατά. Μπαίνοντας ξανά στην Εκκλησία, οι πόρτες είναι κλειστές.  Χρειάζεται η βροντερή φωνή του παπά, «Άρατε πύλας οι άρχοντες της γης», για να ανοίξουν και να εισέλθει «ο βασιλεύς της δόξης». Μάταια φωνάζει από μέσα ο επίτροπος, «Τις έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης». Ένα δυνατό σπρώξιμο απ’ τον παπά και οι πύλες ανοίγουν διάπλατα. Από κει και πέρα, άλλοι θα επιστρέψουν στο σπίτι με τις αναμμένες λαμπάδες για το φαγοπότι και άλλοι θα παραμείνουν στην Εκκλησία για την Αναστάσιμη θεία Λειτουργία. Όλοι όμως πριν μπουν στο σπίτι, θα κάνουν σταυρό με την κάπνα τις λαμπάδας στο ανώφλι της πόρτας και θ’ ανάψουν το καντήλι με το αναστημένο φως.
Την Κυριακή του Πάσχα έχουμε τη Δευτερανάσταση. Όλοι στα γιορτινά ντυμένοι, ιδιαίτερα οι κοπέλες που είναι σε ώρα γάμου έχουν κάτι ξεχωριστό να βάλουν για τον Εσπερινό της Αγάπης και την Αναστάσιμη λιτανεία στους δρόμους του χωριού.
Ακολουθεί η Διακαινήσιμη εβδομάδα. Και οι χωριανοί όλες αυτές τις μέρες γιορτάζουν αληθινά. Χαίρονται σωματικά και ψυχικά. Η Λαμπροδευτέρα βέβαια είναι και πάλι μέρα εκκλησιασμού, είναι κι αυτή Ανάσταση και μετά η προετοιμασία για τα «φουρνιστά».Θα ετοιμαστεί το γεμιστό αρνί, Θα γεμίσουν με ρύζι, εντόσθια ψιλοκομμένα και μυρωδικά το « κανάτι», θα μπει στον «καπατσιαστό»  τζετζερέ, θα ετοιμαστεί ο φούρνος της γειτονιάς- τα πιο πολλά σπίτια είχαν και το φούρνο τους -  και θα μπουν εκεί, όλης της γειτονιάς τα «καπατσιαστά» και θα μείνουν εκεί μέσα μέχρι να γίνουν «λουκούμι». Με  την αναμονή βέβαια, χοροί και τραγούδια έξω απ’ της γειτονιάς το φούρνο. Και το γλέντι συνεχίζεται…

§         Λαμπροτρίτη.

Φρόντισαν, γράφει ο Απόστολος Αναγνώστου, οι Λισβοριανοί να κτίσουν μια μικρή εκκλησούλα στο όνομα της Παναγίας, που λόγω του μικρού μεγέθους της τη βάφτισαν «Παναγιούδα». Αυτή βρίσκεται στον καλοκαιρινό οικισμό της «Καυκάρας» που παλαιότερα σχεδόν όλοι οι νοικοκυραίοι είχαν τις ιδιότυπες κατοικίες τους, «τα ντάμια» και το απαραίτητο αλώνι. Εκεί συνάθροιζαν τα γεννήματα τους, και κυρίως το στάρι και εκεί γινόντουσαν όλες οι απαραίτητες εργασίες∙ αλωνίσματα, λιχνίσματα και τα λοιπά. Κι αυτό από το Μάιο μέχρι και το Σεπτέμβριο. Η Παναγιούδα μπορεί να χαρακτηριστεί για τα χρόνια εκείνα σαν ένας καλοκαιρινός ενοριακός Ναός για κείνον τον οικισμό. Την Τρίτη λοιπόν από το Πάσχα όλο το χωριό κατέβαινε στην Καυκάρα από το πρωί για να παρακολουθήσουν την Πασχαλιάτικη ακολουθία, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ανοιξιάτικη και αναστάσιμη.
Μετά το τέλος τη Θείας Λειτουργίας, όλοι μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, έπαιρναν το καφέ τους, ή το όποιο άλλο ποτό τους, συνήθως ούζο,  στα πρόχειρα καφενεία που είχαν στηθεί, στα οποία φρόντιζαν να υπάρχουν και τα υποτυπώδη έπιπλα, μπουφές, τραπέζια, καρέκλες κ. λ. π. Εκεί οι μεζέδες έδιναν και έπαιρναν… αυγά, τυριά, ψητό κρέας. Γλέντι και τραγούδι, χορός και πανηγύρι στην Καυκάρα πολλές φορές και με ιδιότυπα όργανα, τον «τενεκέ»,  και το βράδυ η συνέχεια στο χωριό.
Όλες αυτές τις μέρες εύρισκαν ευκαιρία και οι ερωτευμένοι για να στείλουν στη αγαπημένη τους, «σ’  γιαβουκλού ντουν», ένα ερωτικό δώρο, που ήταν ένα χαρτί χαλβάς, που εκείνη απαντούσε στέλνοντας με τις φίλες της, μέσα σε μεταξωτό μαντήλι τα «φαραώ» αυγά με τα πολλά χρώματα.

§         Η Ανάληψη.
Σαράντα μέρες, μας λέει πάλι ο Απόστολος Αναγνώστου, μετά την Ανάσταση, την Ανάληψη, δηλαδή την εν­σώματη στους ουρανούς άνοδο, του Κυρίου μας, εορτάζουμε. Από το ρήμα ^αναλαμβάνω» η λέξη «Ανάληψη", και δηλώνει ότι ο Πατήρ ανά­λαβε -πήρε - στους ουρανούς, τον Υιό, μετά την ολοκλήρωση του έργου Του στη γη.
Η γιορτή είναι μεγάλη και γι" αυτό παλαιότερα ήταν αργία για τι σχολεία. Στο Λισβόρι που οι κάτοικοι από παλιά τιμούσαν όλες τις γιορ­τές, εκτός βέβαια από τον απαραίτητο εκκλησιασμό, τηρούσαν και διάφορα έθιμα σε συνδυασμό με τη γιορτή.
Θυμάμαι λοιπόν, δεν ξέρω αν τηρείτε από πολλούς σήμερα, τη μέ­ρα της Ανάληψης, απαραίτητα, έπρεπε ολόκληρη η οικογένεια να κάνει μπάνιο, ή στην ανάγκη μόνο να λουσθεί, με νερό που οι γυναίκες, την παραμονή, το προετοίμαζαν κατάλληλα. Έβραζαν λοιπόν μέσα στο νε­ρό που προοριζότανε για το μπάνιο της οικογένειας, διάφορα αρωματικά φυτά, δεντρολίβανο, μαντζουράνα, φύλλα καρυδιάς κ. λ. π, και την ημέ­ρα της Ανάληψης όλοι μικροί και μεγάλοι, έπρεπε να κάνουν, μ1 αυτό το μπάνιο τους. Η μάννα μου θυμάμαι, Φώναζε να διακόψουμε και το παιχνίδι ακόμα για το απαραίτητο λούσιμο. Σε κανένα άλλο μέρος, απ' τα γύρω χωρία δεν γνωρίζω να γίνεται κάτι τέτοιο.
Την ήμερα επίσης της Ανάληψης, απαραίτητο, για την οικογένεια, ένα ποτήρι γάλα, ή «ψυρούτς», ή ένα πιάτο ρυζόγαλο. Όσο αφορά τους τσομπάνηδες και αυτούς που έχουνε πρόβατα, για την υγεία των ζώων τους, πρέπει να μοιράσουν, τη μέρα αυτή, γάλα σε διάφορα σπιτικά.



ΑΠΟΚΡΙΕΣ  ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ


Μόλις μπούμε στον καινούριο χρόνο και πάνε να ξεχαστούν οι πανηγυρισμοί του Δωδεκαημέρου, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, αμέσως τα ημερολόγια στα χέρια για να ψάξουμε για το Πάσχα. Πότε το Πάσχα εφέτος, πότε οι Αποκριές, πότε η Καθαρά Δευτέρα.
Τα ήθη και τα έθιμα δίνουν και παίρνουν και η ζωή μπαίνει σε άλλο ρυθμό. Φροντίδα της νοικοκυράς να προετοιμάσει κατάλληλα όλη την ατμόσφαιρα του σπιτιού για να φανεί ότι κάτι αλλάζει στην οικογένεια. Για να φανεί ότι έρχεται η Σαρακοστή.
Όπως σ’ όλη τη Λέσβο έτσι και στο Λισβόρι οι εορτές, για τις Αποκριές, και οι προετοιμασίες γι’ αυτές αρχίζουν από την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνουν την Καθαρά Δευτέρα. Οι εορταστικές εκδηλώσεις εντείνονται όσο πλησιάζει η καθαρά Δευτέρα, και κορυφώνονται τις δυο Κυριακές πριν  απ’ αυτήν, την Κυριακή δηλαδή των Απόκρεω και την Κυριακή της Τυρινής. Τις μέρες αυτές ομάδες μεταμφιεσμένων, παιδιών ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, περιέρχονται τους μαχαλάδες με ραβδιά στα χέρια και αστειεύονται με όλους, απειλούν με τα ραβδιά τους, γελούν και γλεντούν. Μπαίνουν μάλιστα και στα σπίτια και περιμένουν το ρεγάλο τους.  Τούτα είναι τα «γιούνια». Για τις αταξίες, τις φωνές και την όλη συμπεριφορά τους ένα σκωπτικό δίστιχο λέει: «Γιούνια – Γιούνια,  τ’ ς  Απουκριγιάς τα γρούνια».
«Ένα ζευγάρι συνήθως από άνδρες, μας έγραψε ο Απόστολος Αναγνώστου, ο ένας γαμπρός και ο άλλος νύφη, με μουτζουρωμένα τα πρόσωπα, ήταν μια, παλιότερη, αποκριάτικη φιγούρα. Ένας τσιγγάνος και μια τσιγγάνα, που σου έλεγαν τη μοίρα ένα ακόμα ζευγάρι με «γιούνια».Ο Στρατής ο Παγώτης είχε αλείψει το Δημητρό τον Αποστολέλλη (του «γρουν»,όπως τον έλεγαν, με πετιμέζι και είχε κολλήσει στο σώμα του φτερά και με ένα λουρί που του ’χε περάσει στο λαιμό, παρίστανε τον αρκουδιάρη με την αρκούδα του. Μια άλλη κατασκευή που ο ίδιος έκανε, ήταν ένα αυτοσχέδιο βιολί, στο οποίο, μόλις τραβούσε το δοξάρι πάνω στα τέλια σηκωνότανε ένα ρεπάνι όρθιο. Μια έξυπνη…σόκιν κατασκευή.
Όλοι αυτοί οι μασκαράδες, «τα γιούνια», χόρευαν γυρίζοντας το χωριό, με συνοδεία ζωντανής μουσικής, ή γραμμόφωνου και της λατέρνας που την έφερε στο χωριό ο Νικόλαος Πετρίδης».
Όλη την εβδομάδα της Τυρινής έχουν την τιμητική τους οι πίτες, με πρώτες και καλύτερες τις πίτες με βάση το γάλα. Ριζόπιτες, μυζηθρόπιτες  και γαλακτομπούρεκα, αλλά και χορτόπιτες, με «ψιλά» χόρτα και τυριά αλλά και ρυζόγαλα και κρέμες και ότι φανταστείς. Έφτιαχναν ακόμη «μτζιθρουπτάρια», γλύκισμα σε σχήμα κεφτέ με βάση τη μυζήθρα και τη ζάχαρη που το τηγάνιζαν και «κατμέρια» -«μπιστριμέδις»- πού  ’ναι η σπιτική χωριάτικη τυρόπιτα με φύλλο ανοιγμένο στο χέρι και γέμισμα με τυρί και μυρωδικά, δυόσμο και πιπέρι, τηγανιτά κι αυτά. Τρώνε στο σπίτι, δίνουν στη γειτονιά, μοιράζουν σε φίλους και γνωστούς, κερνάνε τους μουσαφίρηδες. Στο τέλος το βράδι της Κυριακής της Τυρινής κλείνει «μι τ’ αυγού του τσίσλσμα». Τελειώνοντας από το γιορτινό αποκριάτικο τραπέζι, θα κυλήσουν το αυγό πάνω στο τραπέζι, πριν το σπάσουν για να το φάνε, με την ευχή: «σα που τσλα τ’ αυγό έδιετς να τσλiς τσι γη Σαρακουστή».
«Τις Απόκριες, μας είπε παλαιότερα ο Παναγιώτης (Δούκα) Τσεσμελής, μαζεύονταν πολλές οικογένειες σ’ ένα σπίτι, έπαιζαν το ταψί, και χόρευαν. Πολλοί απ’ αυτούς ντύνονταν «γιούνια».
Την τελευταία Αποκριά έκαναν πολλά φαγητά, όπως πίτες διάφορες. Κότες πιλάφια και ότι έμενε το έδιναν την άλλη μέρα, Καθαρά Δευτέρα, στους Γιουρούκηδες, γύφτους, για να πάρουν ξύλα.
Οι «Γιουρούκδις» -Γιουρούκηδες, Γιουρούκοι – ήταν νομαδική φυλή, ομόθρησκοι με τους Τούρκους, που ζούσαν παλαιότερα στο δάση της Λέσβου και κύρια ασχολία τους ήτανε η υλοτομία και η εκμετάλλευση της ξυλείας από τα δάση.
Την Καθαρά Δευτέρα έτρωγαν κουκιά βρεγμένα μόνο κι έκαναν το κουσάφι, με νερό και σταφίδες. Όλη αυτή τη βδομάδα δεν έτρωγαν ούτε λάδι».
«Κουσάφ»: Μικρασιάτικο πιόμα, είναι ένα είδος κομπόστας με σταφίδες. Σταφίδες βρασμένες, με μυρωδικά, πορτοκαλόφυλλα, λίγη ζάχαρη αν τη τραβά η όρεξη,  ίσως και κάποια μικρά κομματάκια κυδωνιού και σερβίρεται την Καθαρά Δευτέρα. Δεν υπάρχει σπίτι στο Λισβόρι που να μην διαθέτει και να μην κερνά «Κουσάφ», την Καθαρή Εβδομάδα.
Να σημειώσουμε εδώ και το «τρίμερο», το γνωστό στην εκκλησία μας ανέλαιο τριήμερο, κατά οποίο οι πλέον δυνατοί , γυναίκες περισσότερο νηστεύουν παντελώς, χωρίς να βάλουν στο στόμα τους ούτε νερό, τις πρώτες τρεις ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και κοινωνούν κατά την πρώτη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων της Τετάρτης.
Άμεση σχέση με το πρωτοβδόμαδο, την Καθαρά εβδομάδα, έχουν και τα λεγόμενα «τριμεριάτικα». Η νύφη στην πεθερά και στην κουνιάδα, η μητέρα του παιδιού στην κουμπάρα και τον κουμπάρο που βάφτισαν το παιδί της κατά τον άγραφο νόμο του χωριού πρέπει να πάει τα «τριμεριάτικα». Μέσα σε δίσκο στολισμένο μπαίνει το «κουσάφι» σε κανάτα, η κολοκυθόπιτα, οι καραμέλες, τα σύκα τα γεμιστά με καρύδι και μυρωδικά, όλα νηστίσιμα για να πάνε σαν δώρα, για το καλό των ημερών και να ανταλλαγούν οι καθιερωμένες ευχές για καλή Σαρακοστή. Φυσικά ο δίσκος θα επιστραφεί με τα ανάλογα αντιδώρα.

«Το βράδι της Κυριακής (της Τυρινής), σημειώνει ο Απόστολος Αναγνώστου, έπρεπε να πλυθούν όλα καλά μη τυχόν και μείνουν υπολείμματα από αρτύσιμες, των ημερών της κρεωφαγίας,  τροφές.
Η πρώτη απ’ ότι θυμάμαι λαδερή τροφή μετά την Κυριακή αυτή, ήτανε χορτόπιτα, που ψηνότανε στα κάρβουνα του τζακιού, και την έτρωγε όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι, την Παρασκευή το βράδυ,  μετά την απόλυση της Εκκλησίας, στους πρώτους «χαιρετισμούς».  Λόγος για γαλακτερά και ψάρια πλέον δεν γίνεται παρά μόνον την εορτή του Ευαγγελισμού και την Κυριακή των Βαΐων.
Άμεση σχέση με τα παραπάνω και φυσικά τη ψυχαγωγία των κατοίκων, έχουν και τα παρακάτω αναφερόμενα από τον Απόστολό Αναγνώστου, συνταξιούχο εκπαιδευτικό και ιεροψάλτη του ναού μας και αναφέρονται σε μνήμες της Αποκριάς με κέντρο αναφοράς το «Μπάλλο», παραδοσιακό γλέντι και χορό των τελευταίων ημερών της εβδομάδας της Τυρινής.
«Ήρθαν και πάλι οι Αποκριές και πέρασαν όπως γίνεται χρόνια και χρόνια…
Θυμάμαι παλιότερα στο χωριό μας πως διασκέδαζαν, με τις όμορφες και συμβολικές μεταμφιέσεις, άνδρες και γυναίκες και μάλιστα όχι λίγοι, που διέθεταν και έμφυτο χίουμορ, χωρατατζήδες όπως τους λέμε, έβρισκαν την ευκαιρία να επιδείξουν τις ικανότητες τους. Η γύρα στο χωριό, την τελευταία Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα, ήταν το επιστέγασμα όλων αυτών των «υπαίθριων παραστάσεων»και ο κόσμος χαιρόταν και διασκέδαζε. Όλες αυτές τις μέρες και ιδιαίτερα τα βράδια των δυο Κυριακών, «Κριγιατνής»και «Τυρινής», γινόντουσαν οι διασκεδάσεις, οι «μπάλοι» οι χαρές και τα γέλια.

Θυμάμαι ακόμη το «μπάλλο», όπως λέγαμε τη διασκέδαση της τελευταίας Κυριακής.
Μικρός τότε, πρέπει να ήταν το …34 ή το …35 με …36, που στο χωριό και στα καφενεία της Αγοράς, έπαιζαν λαϊκές κομπανίες. Ήταν τότε άφθονες σ’ όλο το νησί.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι τότε χόρευαν πάντα ζευγάρια, άνδρας και γυναίκα (ανδρόγυνο), ή δυο φίλοι, ή δυο φίλες. Δεν υπήρχε αυτό το χάλι που βλέπουμε σήμερα, που κάθε άλλο παρά χορός είναι. Ο χορός είναι έκφραση συναισθημάτων και χάρης. Ο κάθε χορευτής έχει τη δική του χάρη όταν χορεύει. Εξ άλλου υπήρχε και μια διαδοχική και απαράβατη σειρά στο χορό. Συρτός, μπάλλος, καρσιλαμάς, και τελευταία ομαδικός –Σέρβικος – ή Καλαματιανός με όλη την παρέα του τραπεζιού. Δεν τολμούσε κανείς να σηκωθεί αν κάποιο ζευγάρι χόρευε. Στην περίπτωση αυτή που αναφέρω η αυτοσχέδια ορχήστρα, ανάλογα με την περίπτωση, δηλ. ποιο ζευγάρι χόρευε έλεγε και τα σχετικά τετράστιχα. Και ποιος πάνω σε τέτοιο κέφι δεν έριχνε λεφτά στις τραγουδίστριες…και ας πάει και το παλιάμπελο! Θυμάμαι που κόντευε να ξημερώσει και το κέφι ήταν αμείωτο, μπέτο.
Αυτές οι διασκεδάσεις ήταν το κάτι άλλο και δεν μοιάζουν με τις σημερινές άχαρες εκδηλώσεις τόσο σε ομαδικό όσο και σ ατομικό επίπεδο. Ίσως να έχω άδικο γιατί παρά είμαι μεγάλος και δεν μ’ αρέσουν τα σημερινά. Πιθανόν, αλλά βλέπω και τους νέους και τις νέες της εποχής που κάτι τέτοιες μέρες πλήττουν. Δεν διασκεδάζουν! Όταν κανείς χαίρεται, φαίνεται καθαρά. Και όταν μελαγχολεί πάλι φαίνεται».
Ακόμη ο Απόστολος Αναγνώστου μας έγραψε τις αναμνήσεις του για την «Καμήλα».Ένα ξεχασμένο έθιμο στο χωριό μας, των ημερών αυτών, που όμως το έχουμε δει να γίνεται και σε άλλα μέρη στο νησί μας, όπως τα Πάμφιλα και στο Μεσότοπο αλλά και εκτός νησιού, όπως στη Σταυρούπολη Ξάνθης και σε άλλες περιοχές, όπως κατέγραψε σε μια συγκριτική μελέτη με τίτλο ¨Δρώμενα και Λαϊκό Θέατρο. Θράκη Αιγαίο Κύπρος» ο Θόδωρος Γραμματάς.
«Αυτές τις μέρες των Αποκρεών, που γίνεται μεγάλη βαβούρα κυρίως από τα κανάλια και των παρουσιάσεων των προετοιμασιών στα διάφορα μέρη της χώρας μας, για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις που θα παρουσιαστούν την τελευταία Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα, θυμήθηκα τις Αποκριές στο χωριό μας πριν 60 -70… χρόνια… Τότε όλα ήταν αυθόρμητα· φτωχικά μεν αλλά πιο ζεστά και πιο ανθρώπινα.
Μια λοιπόν από τις Αποκριάτικες εκδηλώσεις ήταν και η «Καμήλα».
Δυο απ’ τους καμηλιέρηδες που θυμάμαι ήταν ο Φίλιππας ο Προκοπίου, ο Φίλιππας με το λεβέντικο παρουσιαστικό και πάντα αμετακίνητος στις απόψεις του και αργότερα ο Ευστράτιος ο Θερμιώτης, ο Τάκης, (που αν τολμούσε κανείς να τον φωνάξει με ολόκληρο το όνομα του, έπρεπε να είναι προετοιμασμένος να ακούσει τα εξ αμάξης).
Ένα πτώμα (κουφάρι) γαϊδάρου, ή αλόγου και συγκεκριμένα οι σπόνδυλοι του λαιμού και το κεφάλι, ήταν η πρώτη ύλη για την «καμήλα». Αυτά αφού θα καθαριστούν και θα συναρμολογηθούν πάνω σε μια σιδερένια βέργα θα αποτελέσουν το λαιμό και το κεφάλι της καμήλας. Το κεφάλι στο πάνω μέρος της βέργας και η κάτω σιαγόνα δένεται κατάλληλα με ένα σύρμα και κατά τέτοιο τρόπο ώστε το στόμα να ανοιγοκλείνει και να φαίνεται η «καμήλα» ζωντανή. Το άλλο άκρο της βέργας στερεώνεται πάνω σε μια σκάλα που είναι και ο σκελετός για το σώμα της «καμήλας».
Τη ξύλινη σκάλα που είχε κατάλληλες λαβές στα πλάγια τη σήκωναν νέοι στους ώμους τους σκεπασμένοι με ένα χράμι, ώστε να μην φαίνονται και από πάνω ήταν ριγμένο ένα καρπετί όπως αυτά με τα οποία στόλιζαν κατασάμαρα τα ζώα στα πανηγύρια. Στο πίσω μέρος της σκάλας, που υποτίθεται είναι τα οπίσθια της «καμήλας», έδεναν την ουρά. Σκληρές λαγάρες με μια τούφα στην άκρη από τρίχες βοδιών, που κατάλληλα σηκωνόταν για να διώξει τις μύγες· το δεύτερο ζωντανό σημείο της καμήλας. Κάπου στη μέση ένα μαξιλάρι έδειχνε την καμπούρα της «καμήλας».
Επάνω λοιπόν σ’ αυτή την κατασκευή ο καμηλιέρης ντυμένος Βεδουίνος, με μια μακριά κελεμπία, ένα χρωματιστό γιλέκο, ένα σαρίκι με κορδόνια πολύχρωμα και ένα καμουτσίκι στο χέρι συμπλήρωνε όλη την παράσταση.

Αυτή η «καμήλα» έκανε βόλτες στο χωριό και κάνοντας διάφορες στάσεις, απάγγειλε ο καμηλιέρης αυτοσχέδια τετράστιχα εν μέσω ζωηρών χειροκροτημάτων και ζητωκραυγών». 




ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας 

Χριστού  τη Θεία βάφτιση να πω στ' αρχοντικό σας…


ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ


Σ’ τούτα τα σπίτια που  ’ρταμι τα ψηλουκαμουμένα
αγγέλοι τα ζουγράφισαν μη διαμαντένια πένα
Σ’ τούτα τα σπίτια που  ’ρταμι, πέτρα να μη ραΐσει
Κι ου νοικουκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΦΕΝΤΗ

Είπαμε τα σπιτάκια μας, ας πούμε τον αφέντη…
Αφέντη μου πεντάφεντε πέντε φορές αφέντη,
πέντε φορές αφέντεψες και πάλι αφέντης είσαι.
Πέντε κρατούν το ράσσο σου, πέντε το γιαλελέ σου,
και πέντε σε περικαλούν καβάλα στ’ άλογο σου.
Αφέντημ’ είσαι άξιος, είσαι και τιμημένος
κι απ’ όλους μες τη γειτονιά  εσύ  ’σαι ξακουσμένος.
Σένα σι πρέπ’ αφέντη μου καρέκλα καρυδένια
για να ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Και πάλιο ξαναπρέπει σου, χίλια γρόσια ζουνάρι,
Δέκα χιλιάδες φορεσιά, γιατί  ’σαι παλικάρι.
Και πάλι ξαναπρέπει σου στ' αλόγου καβαλάρης
να κυνηγάς τις έμορφες κι όλες τις μαυρομάτες.
Και πάλι ξαναπρέπει σου στα πεύκα να κοιμάσαι
βελούδι να σκεπάζεσαι να μην κρυολογάσε.
………………………………
Σένα σε πρέπει αφέντη μου λουτρό μες την αυλή σου,
πάπια να φέρνει το νερό να πλύνεις το κορμί σου.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΑ


Είπαμι τουν αφέντη μας, ας πούμι την κυρία…

Σήκω κυράμ’ να στουλιστείς να πας ταχιά στα φώτα,
που θα βαφτίσουν του Χριστό τσ’  είνι μεγάλη δόξα.
Σαν στολιστείς και λικνιστείς και βάλεις τα καλά σου,
άσπρα λουλούδια πέφτουνι απ' την περπατησιά σου.
Σαν στολιστείς και λικνιστείς και πας στην Εκκλησία σου,
οι στράτες ρόδα γέμισαν από την ομορφιά σου.
Εσένα πρέπει αφέντισσα, βασιλικό αργαστήρι,
που να ’χει χτένι μάλαμα, να φαίνεις το μετάξι,

…………………………
Μαλαματένιους μαστραμπάς μι τ’ ασημένιου χέρι
που του κρυώνει του νιρό χειμώνα καλουκαίρι.

 

 


ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

 


Είπαμε τον αφέντη μας ας πούμε τα παιδιά σας.

 

Για τους γιους


Έχεις και γιο στα γράμματα βάλτον μες το ψαλτήρι
να τον  αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι.

Για το άλλο γιο


Είπαμε και το γιόκα σας ας πούμε και τον άλλον…

 Παλικαράκι έμορφο και μαυρομουστακάτο
το μπόι σου δεν βρίσκεται στον ουρανό από κάτω.
Έχεις και γιο μικρότερο, βάλ’ τον να μας κεράσει,
Βασίλισσα για να τον δει ταίρι για να το κάνει.
Αφέντη μου να χαίρεσαι τον γιο σου, το παιδί σου
γιατί ο Θεός του έδωσε τη γνώμη τη δική σου.

Για το γιο στο στρατό
Έχεις και γιο στο στράτευμα διοικητής να γίνει
το στράτευμα να διοικεί εκεί να επιμείνει.


Για τις κόρες
Είπαμε και το γιόκα σας ας πούμε και την κόρη…

Έχεις μια κόρη έμορφη γραμματικός τη θέλει
και αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα χωράφια με τα στάρια,
 γυρεύει και τη Βενετία μ’ όλα της τα παλάτια.
Για τη δεύτερη κόρη
Είπαμε και την κόρη σας ας πούμε και την άλλη…
Άσπρη λαμπάδα τυλιχτή μες το μαργαριτάρι,
 χαράς το νιο που σ' αγαπά και αυτόν που θα σε πάρει.
Όπως μορφαίνει ο μαστραμπάς σε ασημένια γλάστρα,
λάμπει και το κορμάκι σου σαν ουρανός με τα άστρα.



Για η μικρότερη κόρη
Εχεις μια άλλη πιο μικρή βάλτην να μας κεράσει…

Βάλε πανέρια κάστανα πανέρια λευκοκάρια
βάλε και ένα γλυκό πιοτό να πιουν τα παλικάρια.
Να πιουν να ξεγανιάσουνε να πουν και άλλα τραγούδια.
 
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Για τον τσομπάνη

Σαν πίττα σπίτι το κερί σαν ποταμός το γάλα
σαν μυρμηγκιά τα πρόβατα να βγαίνουν απ' τη μάντρα.

Εμείς καλά τα είπαμι   κι ου Θιος καλά ας τα κάνει
Κι η Παναγιά κι ο Χριστός  πάντα να ευλογάει



------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Τς'    Παναγιάς του  τραγούδ'


 Τώρα είν’ Αγιά Σαρακουστή, π’ αγιάζουνε οι μέρες
Και λειτουργούν οι Εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες.

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.

Καλό είν’ τ’ Άγιος ο Θεός, καλό είν’ κι ας το λένε,
όποιος το λέει σώζεται, όποιος το λέει αγιάζει,

κι όποιος το καλαφουγραστεί, παράδεισο θα λάβει,
παράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο.

Κάτω στα Ιεροσόλυμα, ένα δεντρί φυτρώνει,
Κορμός του ήταν ο Χριστός και ρίζα η Παναγία,
και τα ψηλά κλωνάρια του, οι δώδεκα Αποστόλοι.

Η Παναγιά καθότανε μόνη και μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για τον Μονογενή της.

Ακού βροντές, ακού αστραπές και ταραχές μεγάλες,
βγαίνει στο παραθύρι της να δει τη γειτονιά της.

Βλέπει τον ουρανό θολό και τ’ άστρα βουρκωμένα,
και το φεγγάρι το λαμπρό, στο αίμα βουτηγμένο.

Βλέπει δεξιά, βλέπει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
Βλέπει και δεξιότερα, βλέπει τον άγιο Γιάννη.

Βαστά και στο χεράκι του, μαντήλι ματωμένο,
και στ’ άλλο το χεράκι του, μαλλιά της κεφαλής του.

Τι έχεις Γιάννη κι έρχεσαι δαρμένος και κλαμένος,
βαστάς και στο χεράκι σου μαντήλι ματωμένο;
Βαστάς κι απ’ τ’ άλλο σου μαλλιά, μαλλιά της κεφαλής σου;

Δεν έχω στόμα να στο πω, στόμα να στο χαράξω,
Μήτ’ η καρδιά μου το βαστά, να σου τ’ ομολογήσω.

Το δάσκαλο μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι·
σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον πάνε.

Δέσανε στα χεράκια του, καντάρια αλυσίδες,
Βάλανε και στον ώμο του, το μύλο, το λιθάρι.

Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθει.
Στάμνες νερό τη ρίχνουνε, τρία γυαλιά του μόσχου.

Τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου για να συνέλθει,
και πάλι σαν συνέφερε τούτο το λόγο λέει.

Όσοι αγαπάτε το Χριστό κι όσοι τον προσκυνάτε,
Ελάτε να  ‘κλουθήσετε, να πάμε να τον βρούμε.

Ας έρθει η Μάρθα, η Μαριάμ κι η άλλη, η Λισάββα,
Ας έρθει κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα.
Κι ακλουθήσαν τ’  Παναγιά, να πάνε να τον βρούνε.

Έριξε τη τζουγκράνα της γινήκαν τα ρουμάνια,
έριξε και το χτένι της, χωρήσαν τα χωράφια,

Έριξε και το τάσι της γινήκαν τα πηγάδια,
κλάψανι τα ματέλια της, γινήκαν τα ζουμπούλια.

Παίρνουν τη στράτα το στρατί, στρατί του μουνουπάτι,
Και το στρατί τις έβγαλε μπρος σ’  ένα τσουμπανάκι.

Ώρα καλή σου τσόμπανε, καλώς την Παναγία,
Μην είδις τον ιγιόκα μου και τον μονογενή μου;

Εχθές τον κυνηγούσανε, οι άνομοι Εβραίοι,
Κι έκουψι μες τα πρόβατα κι εκείνα τον εκρύψαν.

Να έχουν την ευχούλα μου, εμού και του ιγιού μου!
Το ένα χίλια να γενεί, τα δυο σου, δυο χιλιάδες,
και τ’  άλλα τα υπόλοιπα, αμέτρητεςς χιλιάδες.

Αντίτι να παγαίνουμι, αντίτι να διαβούμε,
Ίσως κι τον προλάβουμε στο δρόμο να τον δούμε.

Παίρνουν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
Και το στρατί τις έβγαλε μπρος άλλο τσουμπανάκι.

Ώρα καλή σου τσόμπανε, καλώς την Παναγία,
Μην είδις τον ιγιόκα μου και τον μονογενή μου;

Εχθές τον κυνηγούσανε οι άνομοι Εβραίοι,
Κι έκουψι μες τα γίδια μου κι εκείνα τον εδείξαν.

Ας έχουν την κατάρα μου, εμού και του ιγιού μου!
Το γάλα τους να ‘ναι νερό και το τυρί ασβέστης
Κι όπου κι αν παν κι όπου σταθούν καταραμένα να ‘ναι.

Αντίτι να παγαίνουμι, αντίτι να διαβούμε,
Ίσως και τον προλάβουμε στο δρόμο να τον δούμε.

Πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
Και το στρατί τις έβγαλε μπρος ένα μαστοράκι.


Ώρα καλή σου μάστορα, καλώς την Παναγία,
Μην είδις τον ιγιόκα μου και τον μονογενή μου;

Εχθές τον επαιρνούσανε, εβραίικα παλικάρια,
Και μένα παραγγείλανε να κάνω δυο περούνια.

Κι εγώ Μαριάμ παράκουσα κι έκαμα τα, πέντε.
Τι θα τα κάνουν μάστορα τα πέντε τα περούνια;

Εγώ Μαριάμ που τα  ‘κανα, εγώ θα σ’ αρμηνέψω.
Τα δυο, στα δυο του γόνατα, τ’  άλλα, στα δυο του χέρια,

Το πέμπτο το φαρμακερό, μες τα καρά τζιγέρια,
να τρέξει αίμα και νερό από τα σωθικά του.

Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθει.
Στάμνες νερό τη ρίχνουνε, τρία γυαλιά του μόσχου.

Τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου για να συνέλθει,
και πάλι σαν συνέφερε τούτο το λόγο λέει.

Βρ’ ατζίγκανι κι βρε χαρτσιά κι βρε καταραμένι!
Όπου κι αν πας κι όπου σταθείς, πουτές αχλιά μην κάψεις.

Πάντα λιρός, πάντα γυμνός κι πάντα ξισχισμέμνους,
Πουτέ λινό πουκάμιοσου, στη ράχη σου μη βάλεις,
Πουτέ στου ψουμουσάνιοδου, ψουμιά μην απουτάξεις.

Αντίτι να παγαίνουμι, αντίτι να διαβούμε,
Ίσως κι τον προλάβουμε στο δρόμο να τον δούμε.

Προυτού τουν βάλουν στου Σταυρό και μας τον εσταυρώσουν,
Προυτού τουν βάλουν στα καρφιά, και μας τον θανατώσουν.

Πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
Και το στρατί τις έβγαλε μπρος ένα τσεσμεδάκι.

Σκύψε Μαριάμ να πιεις νερό, νερό με το βαμβάκι,
Να βρέξεις τα χειλάκια σου που στάζει το φαρμάκι.

Αντίτι να παγαίνουμι, αντίτι να διαβούμε,
Ίσως κι τον προλάβουμε στο δρόμο να τον δούμε.

Παίρνουν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
Και το στρατί τις έβγαλε μπρος του ληστή την πόρτα.

Βλέπει τις πόρτες σφαλιστές και τα κλειδιά παρμένα
Και τα μικρά παράθυρα, καλά μανταλωμένα.

Γονάτισε η Παναγιά, κάνει την προσευχή της.
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου,
Και σεις μικρά παράθυρα, γυρίστε άνου κάτου.

Η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της
Και τα μικρά παράθυρα γύρισαν άνου κάτου.

Μπαίνει η Παναγιά μπροστά, πίσω ο κόσμος όλος,
κι από το πλήθος το πολύ κι από την Εβραιωσύνη,
κανέναν δεν εγνώρισε, κανέναν δεν γνωρίζει.

Βλέπει δεξιά, βλέπει ζερβά, βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
Άγιε μου Γιάννη σύντεκνε, μεγάλο τ’ όνομα σου,

Μεγάλη και η χάρη σου και το προσκύνημα σου.
Μην ίδες τον ιγιόκα μου και σε το βάφτισμα σου;

Συ γέννησες κι ανέθρεψες και δεν τον εγνωρίζεις

κι εγώ που τον εβάπτισα πώς να τον εγνωρίζω;

Βλέπεις εκείνο τον γυμνό και τον αναμαλλιάρη,
Οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είν’ ο γιόκα σου κι εμέ το βάφτισμα μου.


Η Παναγιά σαν τ’  άκουσε, έπεσε κι ελιγώθει
Και σαν της ήρθε ο λογισμός, τούτο το λόγο λέγει.

Σταυρέ, για γύρε χαμηλά, γύρε για να σε φτάσω,
Να σε φιλώ ω γιόκα μου, ώσπου να σε χορτάσω.

Γιε μου, για γύρε χαμηλά, γιε μου, για γύρε εμπρός μου,
Να βγάλω τη μποστοπουδιά, το αίμα να σκουπίσω.

Τα δυο χεράκια σου να δω, γιε μου τα τρυπημένα,
Και να φιλώ τα πόδια σου, τα καταματουμένα.

Γιε μου εγώ σε γέννησα, σπλάχνο μου πονεμένο,
Γιε μου εγώ σε θήλασα, το αίμα της καρδιάς μου.

Γλυκό μου στόμα δε μιλάς, χείλη μου στεγνωμένα,
Καρδούλα μου, για δε χτυπάς; Λυπήσου με και μένα.

Άνοιξε τα ματάκια σου, γιόκα μου τα κλεισμένα,
Και κοίτα κάτω απ’ το Σταυρό και μίλα μου κι εμένα.

--Σώπα μανούλα μου μην κλαις και βαριαναστενάζεις!
--Πούναι γκρεμός να γκρεμιστώ, φωτιά να πέσω απάνω,
Που είναι λίμνη να πνιγώ, θάνατος να πεθάνω.

--Μάναμ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέται ο κόσμος όλος,
Μάνα αν πέσεις στο νερό πνίγετ’  ο κόσμος όλος,
Μάναμ’ αν πέσεις στη φωτιά καίγετ’ ο κόσμος όλος.

Γκριμιόντι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
Γκριμιόντι κ’ οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
Γκριμιόντι κ’ οι κακόπαντρες για τους κακούς τους άντρες.


Άϊντε μάναμ’ στο σπίτι μας και διάφορο μην έχεις,
Και το Μεγάλο Σάββατο περίμενε με να  ‘ρθω.

Σαν κράξουνε οι πετεινοί, σημἀνουν οι καμπάνες,
Τότε και συ μανούλα μου να   ‘χεις χαρές μεγάλες,
Απάντεχε με μάνα μου με τις χρυσές λαμπάδες.

Άιντε μάναμ΄ στο σπίτι μας, στον πύργο περιβόλι,

Βάλε κρασί στην κούπα μας κι αφράτο παξιμάδι,
Να κάνεις την παρηγοριά, να βρει ο κόσμος όλος.

Πέρασε κι η Αγιά Καλή κι αυτό το λόγο λέγει.

Ποιος είδε γιο στο μακελειό και μάνα στις ταβέρνες,

Ως μ’ έκαψες Αγιά Καλή, πάντα καμένη να   ‘σαι
Και σ’ ένα βαθυλάγγαδο εκεί να πας να κάτσεις,
Ποτέ λιβάνι και κερί μπροστά σου μην ανάψεις.

Καλό είν’ τα’ Άγιος ο Θεός καλό είν’ κι ας το λένε,
Όποιος το λέει σώζεται, όποιος τι λέει αγιάζει,

κι όποιος το καλαφουγραστεί, παράδεισο θα λάβει,

Παράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο.
Παράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο.