Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ





Με την ευκαιρία των 3 μεγαλύτερων γιορτών της Χριστιανοσύνης κρίνε­ται σκόπιμο, να υπενθυμίσουμε στους παλιότερους και να γνωρίσουμε στους νεότερους χωριανούς μας τα έθιμα των ημερών αυτών και να θυμηθούμε, πως οι γονείς μας γιόρταζαν, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα.
Η επισημότητα των γιορτών άρχιζε την πα­ραμονή των Χριστουγέννων.
Βέβαια η προετοιμασίες αρχίζουν αρκετά νωρίτερα γιατί είναι πολλές οι δουλειές και λίγος ο χρόνος. Είναι βλέπεις και τα μάζεμα της ελιάς, είναι τα ζώα, είναι τα καθαρίσματα στα σπίτια και τα στολίσματα, είναι τόσα και τόσα…
Κύρια έγνοια των τελευταίων ημερών και τα Χριστουγεννιάτικα γλυκά. Τα «φνίτσια», με την καρυδοπαπούσα στο κέντρο, ή όπως αλλιώς τα λένε τα «κουρμάδια», (τα μελομακάρονα), βουτηγμένα στο σιρόπι και πασπαλισμένα με κοπανισμένη καρυδόψυχα, πρέπει να ετοιμαστούν. Δεν μπορούμε να τα αφήσουμε την τελευταία στιγμή γιατί είναι τόσα και τόσα. Και δεν είναι πρέπον να μας βρουν τα Χριστούγεννα χωρίς γλυκά. Όσα σπίτια μάλιστα έχουν λογοδώσματα και αρραβωνιάσματα έχουν πιο πολλούς λόγους για τέτοια και για να κεράσουν μα και για να πάνε τους στολισμένους δίσκους στους γαμπρούς, τις νύφες και τα συμπεθεριά. στα συμπεθεριά
Βιασύνη λοιπόν γιατί η παραμονή έφτασε.
Μικροί και μεγάλοι, με λίγες εξαιρέσεις απαραίτητα τη μέρα εκείνη, της παραμονής, 24 Δεκέμβρη, περίμεναν την καμπάνα, που χτυπούσε χαράματα, «γιατί τα γράμματα είναι πολλά» για να πάνε στην Εκκλησία να παρακολουθήσουν την ακολουθία των Μεγάλων Ωρών, ν’ ακούσουν το «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου…» και το Μεγάλο Εσπερινό των Χριστουγέννων και βέβαια, απαραιτήτως, να κοινωνήσουν στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Δύσκολες μέρες βέβαια. Χρόνια δίσεχτα. Δουλειά και πάλι δουλειά, μα… μεροδούλι μεροφάι. Το ζευγάρι τα γιορτινά παπούτσια ένα και μοναδικό για όλα τα παιδιά της οικογένειας., και το φυλάγανε «ως κόρην οφθαλμού». Ο Παναγιώτης (Βασιλείου) Χατζηπαναγιώτης μας λέει ότι πήγαιναν ένα – ένα τα αγόρια της οικογένειας στην Εκκλησία για να κοινωνήσουν, γιατί περίμεναν να επιστρέψει ο προηγούμενος, για να φορέσουν τα παπούτσια που φορούσε και να πάει και ο επόμενος. Από κει και πέρα μετά την απόλυση ο καθένας στη δουλειά του. Οι άνδρες για το σφαχτό αν βέβαια δεν είχανε προλάβει τις προηγούμενες μέρες και οι γυναίκες για το σπίτι και τις προετοιμασίες για την αυριανή μεγάλη γιορτή. Το σφαχτό είναι το αρνί, το οποίο απαραιτήτως έτρεφε όλο το χρόνο κάθε οικογένεια για τις μέρες αυτές, δεν υπήρχανε τότες τα χασάπικα, ή και το γουρούνι, ανάλογα με το τι διέθετε κάθε οικογένεια. Τούτο αρχικά το κρεμούσαν στο το μέσα μέρος της εξώπορ­τας, «στις πλάκες», το πλακόστρωτο ανάμεσα στην εξώπορτα και το μαγερειό, διότι δεν υπήρχαν ψυγεία και έπρεπε να αερίζεται για να μην χαλάσει. Οι νοικοκυρές θα μαγείρευαν ένα κομμάτι, όσο χρειάζονταν για τις πρώτες μέρες και το υπόλοιπο θα γινότανε «καβουρμάς».Καβούρντιζαν δηλαδή το περισσευούμενο κρέας που είχανε πλέον κόψει σε κομμάτια και το τοποθετούσαν στη «μπουτούδα», την πήλινο μικρό πιθάρι. Ακόμη καβούρντιζαν (τζιτζίριζαν) το πάχος, (τις γλίνες) του αρνιού και το λιωμένο πάχος το τοποθετούσαν σε ταψί ώστε μόλις κρυώσει να πάρει το σχήμα του ταψιού, που το είχανε για καλούπι και να φτιάξουν την «πλάκα». Ότι στερεό από τα λίπη, περίσσευε στο τηγάνι και δεν έλιωνε, αποτελούσε τις «τζιτζιρίδις». Και η «πλάκα» και οι «τζιτζιρίδις», αποτελούσαν ένα θαυμάσιο «καφαλτί». Όταν λοιπόν κάποιο μέλος της οικογέ­νειας ήθελε κάτι για προσφάι έπαιρνε, το ζυμωτό και ψημένο στο φούρνο της αυλής, σταρένιο ψωμί, το έκοβε σε μικρές φέτες, 2-3 αυγά και ένα κομμάτι απ’ την αρνίσια «πλάκα», στο τηγάνι και έφτιαχνε «καπιράδες». Ακόμη το λίπος αυτό θα το χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές και στη μαγειρική. Ένα κομμάτι απ’ το παχύ έντερο του γουρουνιού θα γεμίσει με κιμά κομμένο στο χέρι και ανακατεμένο με αλάτι πιπέρι. Μυρωδικά και πορτοκαλόφλουδα για να γίνει η «Ματιά».Τέλος πρέπει να γίνει και το «χοιρινό». Το λαρδί θα κοπεί σε κομμάτια θα πασπαλιστεί με αλάτι, θα κρεμαστεί και θα φαγωθεί μόλις φωτιστούν τα νερά.

Μόλις πιάνει να νυχτώνει, τα παιδιά θα ξεχυθούν στους δρόμους για τα κάλαντα. Το ρεγάλο τους φρούτο, καραμέλα και «φνιτς. Τυχεροί όσοι πάρουν στα χέρια τους καμιά πεντάρα.
Το βράδυ η νοικοκυρά, θα ρίξει στην πήλινη κατσαρό­λα το κρέας, για να σιγοβράζει όλη τη νύχτα στα κάρβουνα της «φουφούς» και να είναι έτοιμο μόλις το πρωί επιστρέψει η οικογένεια στο σπίτι απ’ τη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία.
Ξημερώματα, 5 το πρωί ανήμερα των Χριστουγέν­νων, και χτυπά η πρώτη καμπάνα, για να καλέσει τους χωριανούς στην εκκλησία, που σε λίγη ώρα γέμιζε ασφυκτικά απ' όλους τους χωριανούς. Μικροί και μεγάλοι γιόρταζαν με ιδι­αίτερη χαρά και συγκίνηση το μεγαλύτερο γεγονός της Γέννησης του Χριστού.
Ιδιαίτερη βέβαια χαρά, αισθάνονται τα μικρά παιδιά, γιατί όλο και κάποιο δώρο θα έπαιρναν από τον πατέρα, τη νονά ή το νονό και βέβαια θα συνεχίσουν τα κάλαντα, όπου δεν πρόλαβαν αποβραδίς να πάνε.
Μετά την Εκκλησία σύσσωμη η οικογένεια στο Χριστουγεννιάτικο γιορτινό τραπέζι.
Η δεύτερη γιορτή που συναντάμε είναι η Πρωτοχρονιά.
Το σπίτι βέβαια είναι έτοιμο και στολισμένο από τις προηγούμενες Χριστουγεννιάτικες μέρες μα και τώρα χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα για τα φαγητά και τα γλυκά των οποίων η προετοιμασία αρχίζει 2-3 ημέρες πριν και τα οποία οι νοι­κοκυρές έβαζαν όλη τη μαεστρία εφόσον θα περνούσε από κριτική, μια και θα τα έψηναν στους κεντρικούς φούρνους του χωριού.
«Η μπακλαβού» με το χειροποίητο, το ανοιγμένο στο χέρι φύλλο με τη «ματσόβεργα», με σιταρένιο αλεύρι. Πλούσιες μπακλαβούδες με πολλά-πολλά φύλλα και μπόλικο αμύγδαλο. Μάλιστα για να φτάσει αφού θα πάμε στην πεθερά και σε άλλους συγγενείς απαραίτητα τα δυο «σνια», τα μεγάλα μπακιρένια ταψιά
«Η πλατσέντα», που επίσης άνοιγαν φύλ­λο και μέσα ανοιγμένο όπως ήταν σκορπίζανε αμυγδαλόψιχα, κοπανισμένη « στου γδι», μάζευαν το φύλλο με τη βέργα που ακόμη την είχαν στη μια άκρη του, και μετά αφού αφαιρούσαν τη βέργα, το έβαζαν «στου "σνι"». Αυτή η διαδικασία κρατούσε μέχρι να γεμίσει το σινί με τα ανάλογα φύλλα.
Τόσο τη "μπακλαβού" όσο και την "πλατσέντα", αφού ψηνόταν στο φούρνο της αυλής ή της γειτονιάς, θα μελωνότανε με το «δεμένο» σι­ρόπι.
Ακόμη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς απαραίτητη η βασιλόπιττα με το προζύμι και τα διά­φορα μυρωδικά. Στο κέντρο το νόμισμα για τον τυχερό της χρονιάς, που βέβαια αποκαλυπτόταν ανήμερα το μεσημέρι, μετά το γεύμα, αφού τότες ο πατέρας ανελάμβανε το χρέος να κόψει τη βασιλόπιττα της οικογένειας, όλων απαραίτητα παρόντων.
Το απόγευμα της παραμονής θα φτιαχτεί το στεφάνι για την καλή την χαρούμενη και την ευλογημένη χρονιά, από αγιόκλημα, ελιά για αφθονία, αγριάγκαθο για τα μάτια των εχθρών.
Μόλις πιάνει να νυχτώνει, τα παιδιά και πάλι θα ξεχυθούν στους δρόμους για τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Το ρεγάλο τους φρούτο, καραμέλα, γλυκά.
Πρωί-πρωί της Πρωτοχρονιάς και πριν μαζευτεί σύσσωμο το χωριό στην Εκκλησία, στο σπίτι του «πουδαρκό».
Ο αρχηγός της οικογένειας σπάζει ένα ρό­δι, για την αφθονία των αγαθών -όπως αυτό είναι πλούσια γεμάτο- της χρονιάς.
Η «μαλλιαρή πέτρα», χρησιμοποιείται για την υγεία και ευτυχία των μελών της οικογένειας.
Το σίδερο για τη γεροσύνη.
Το στρογγυλό καρβέλι για τα πολλά σιτάρια και τα σπαρτά.
Το κλαδί της ελιάς για πολλές ελιές και λάδια.
Οι νοικοκυρές ακόμη για το πρώτο ποδαρικό της χρονιάς, συνήθιζαν να δέχονται ένα μικρό αγο­ράκι του οποίου οι ευχές ήταν ολόψυχες και αγνές. Οι εξώπορτες των σπιτιών έμεναν όλη μέρα ανοιχτές, έτσι ώστε οι παρέες που έρχο­νταν για ποδαρικό, εύκολα να μπορούν να περνούν στο εσωτερικό του σπιτιού.
Τα παιδιά μετά το τέλος της εκκλησίας ακούγονταν να λένε ξανά τα κάλαντα.
Φτάνουμε προς το τέλος των γιορτών. Στις 5 του Γενάρη με το Μεγάλου Αγιασμό. Είναι η παραμονή των Φώτων και στην Εκκλησία, χαράματα και πάλι η ώρα της καμπάνας., είναι και σήμερα πολλά τα γράμματα, με τις Μεγάλες Ώρες των Θεοφανείων τη Θεία λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, τη συνυφασμένη με τον Εσπερινό της εορτής και βεβαίως το Μεγάλο Αγιασμό. Όλοι στην Εκκλησία με τα μπουκάλια στα χέρια. Απαραίτητο να τα γεμίσουν με Μ. Αγιασμό για να ραντίσουν τα σπίτια και κυρίως τα αμπέλια, τους ελαιώνες, τα σπαρτά και γενικά όλες τις αγροτικές περιοχές.
Η παραμονή είναι και ημέρα αυστηρά τηρούμενης νηστείας για να πιούν όλοι με την αύριο από το Μεγάλο Αγιασμό των Θεοφανείων.
Το απόγευμα της παραμονής τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπί­τι κι έλεγαν τα κάλαντα:
Στις 6 του Γενάρη η μεγάλη γιορτή των Φώτων.
Αργά το βράδυ και ξημερώματα παρέες από νεαρούς αλλά και ανθρώπους κάθε ηλικίας, γύρι­ζαν από σπίτι σε σπίτι κι έλεγαν τα κάλαντα και μαζί τις ανάλογες ευχές. Έτσι στους νεαρούς δινόταν η δεύτερη ευκαιρία (πρώτη την Πρωτο­χρονιά) να δουν από κοντά τις αγαπημένες τους και με το "νόμο" χωρίς το αγριομάτιασμα των γονιών τους.
Η νοικοκυρά και η κοπελιά του σπιτιού έπαιρνε το δίσκο με τα ποτηρά­κια του πιοτού, που από νωρίς το απόγευμα είχε ετοιμάσει, για να είναι αργά τη νύχτα έτοιμος, και κέρναγαν τις παρέες που ήρθαν για να «καλαντίσουν» τον άξιο αφέντη και τη νοικοκυρά, την όμορφη κόρη που είναι της παντρειάς, τα άλλα παιδιά, και να ευχηθούν τραγουδιστά για τα χωράφια, για τα ζώα, για τους ξενιτεμένους, για όλους και για όλα.
Θα πάρουν το κέρασμα και το μπαξίσι τους, θα ειπωθούν οι σχετικές ευχές και πάνε «σ’ άλλη πόρτα.
Ανήμερα των Φώτων, όλοι οι χωριανοί πήγαιναν στην εκ­κλησία για "να αγιαστούν" όπως έλεγαν γιατί εκείνη την ημέρα αγιάζονταν τα νερά. Το θεωρούσαν δε πολύ καλό να βαφτίζουν παιδί εκείνη την ημέρα, γιατί αγιάζονταν τα νε­ρά. Σιγά-σιγά με το πέρασμα των γιορτών η ζωή έβρισκε τον καθημερινό της ρυθμό, περιμένοντας τις Αποκριές για να ξε­φύγουν λίγο από τη ρουτίνα.