Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Οι Καλ’κατζάρ’


Οι Καλ’κατζάρ’

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΛΒΑΝΟΥ


Αποτέλεσμα εικόνας για καλικαντζαρος


Σαν έφτανε το ∆ωδεκάµερο (1), η γιαγιά η Γιωργούλα γινόταν άλλος άνθρωπος. ∆ε γέλαγε , δεν αστειευόταν, δεν τραγούδαγε, δεν έκανε τις δουλειές που πάντα της άρεσε να κάνει, να βάλει µπουγάδα, να ζυµώσει, να υφάνει, να τυροκοµήσει…Έδειχνε σαν κάτι να την απασχολεί, σαν κάτι κακό να περίµενε, που όµως ήταν έτοιµη να το παλέψει και να το αντιµετωπίσει. Πολλές φορές την άκουγα να µονολογεί χαµηλόφωνα και µόλις ξεχώριζα να λέει : - Τ’ π’σσόκωλ’ (2) οι γιοι …οι ζηρζηβούλ’δης (3)…Ας έρτην (4) σαν τους βαστά…Χίλια παλούκια. θα µπουν στον κώλο τους … Έριχνε χοντρά κούτσουρα στη γωνιά, κάπου – κάπου και καµιά φούχτα χοντρό αλάτι (5),έσερνε το µαξιλάρι της δίπλα στη φωτιά και δόστου - φέρτου να κλώθει στο αδράχτι της ατέλειωτη βαµβακερή κλωστή. - Γιατί, γιαγιά Γιωργούλα, είσαι θυµωµένη απόψε ; ρώτησε µε παράπονο η µικρή εγγονούλα της, η αδελφή µου Μαρία. Κάναµε τίποτα κακό ; Είπαµε κάτι που δεν έπρεπε ; - ∆ε φταίτε σεις, παιδάκι µου ! κούνησε το κεφάλι της η γιαγιά. Φταίνε οι βηλζηβούλ’δης (3) οι µαγαρισµέν’ (6) .Όπου να ’ναι θα ξεπροβάλουν . Είναι οι µέρες τους. Θα έρθουν να µαγαρίσουν (7) πάλι όλο τον κόσµο. Τ’ π’σσόσκατ’ (2) οι γιοι! Τ’ αναγελάσµατα τ’ ανθρώπου … - Και τι είναι, γιαγιά, αυτοί τ’ π’σσόσκατ’ οι γιοι, οι ζηρζηβούλ’δης ; ρώτησε µε το στόµα ανοιχτό, γεµάτη απορία η Μαρία. - Είναι, παιδί µου, οι Καλ’κατζάρ’ !Αερικά, δαιµονισµένα πλάσµατα ! είπε η γιαγιά ,έκανε το σταυρό της κι έφτυσε τρεις φορές στον κόρφο της, για να ξορκίσει το κακό . Σαν έρχονται, µπροστά πάει ο αρχηγός τους ο Κουτσός, ο γαϊδουροπόδαρος .Τριγύρω του χορεύουνε και πηδάνε αµέτρητοι άλλοι. Είναι τόσοι δα, µια σταλιά, µα είναι διαβολεµένοι. Τρέχουν γυµνοί, φοράνε στα κεφάλια τις κουκούλες από γουρουνίσιες τρίχες και στα ποδάρια τους, που είναι σαν του τραγιού ή του γαϊδάρου, φοράνε σιδερένια τσαρούχια . Κρατάνε στα χέρια τους αγκλίτσες κι έχουνε νύχια σουβλερά και γυριστά σαν τα δρεπάνια. Φαφούτηδες, λιγδιάρηδες ,µε ξέπλεκο µαλλί, άλλος κουτσός, άλλος κουλός, µη δώσει ο Θεός, παιδί µου, και βρεθούνε στο δρόµο σου. - Κι από πού έρχονται, γιαγιά, οι Καλ’κατζάρ’; Ρώτησε τώρα µε τρεµάµενη από τον φόβο φωνή η Μαρία . Η γιαγιά συνδαύλισε τη φωτιά, έριξε κι άλλο κούτσουρο στη γωνιά , άφησε στο πλάι της το αδράχτι και πήρε στην αγκαλιά της τη Μαρία, που κρύφτηκε όσο µπορούσε πιο πολύ στη νησιώτικη βράκα της γιαγιάς. - Έρχονται από τον Κάτω Κόσµο, Μαρία µου !Ζούνε εκεί σε σκοτεινές αραχνιασµένες σπηλιές και τρώνε φίδια, σαύρες, ποντίκια και γάτες. Εκεί στον Κάτω Κόσµο πριονίζουν µε τα δόντια και µε τα νύχια τους ασταµάτητα ,µέρα και νύχτα, τις τρεις κολόνες που βαστάνε τον Απάνω Κόσµο. Θέλουνε να τις γκρεµίσουν και µαζί µ’ αυτές να γκρεµιστεί κι ο κόσµος όλος. Τις πελεκάνε τις κολόνες όλο τον χρόνο, παρά δώδεκα µέρες. Τότες πια δεν αντέχουν άλλο ,τις παρατάνε και βγαίνουν να ξανασάνουν στον Απάνω Κόσµο. Κάθονται δώδεκα µέρες, µα σα ξαναγυρίσουν ,οι κολόνες έχουν θρέψει κι αυτοί ξαναρχίζουν πάλι το πελέκηµα απ’ την αρχή. - Και τι κάνουν, γιαγιά, αυτές τις δώδεκα µέρες στον Απάνω Κόσµο ; ρώτησε τώρα, ξεθαρρεµένη στη ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς της ,η Μαρία. - Και τι δεν κάνουν ,παιδί µου, οι τρισκατάρατοι !Τρυπώνουν στα σπίτια απ’ όπου βρούνε !Από τις καµινάδες, από τις κλειδαρότρυπες, από τις χαραµάδες…Σπάζουν τα κιούπια (8) και χύνονται τα κρασιά και τα λάδια. Σπάζουν τα σταµνιά και τα κουµάρια (9) και µένουν οι άνθρωποι χωρίς να έχουν νερό να πιούνε. Σκορπούν το στάρι και το αλεύρι και µαγαρίζουν τα φαγητά. Κατουράνε και σβήνουν τη φωτιά και σκορπάνε µέσα στο σπίτι τη στάχτη. Πειράζουνε στον δρόµο όποιον βρούνε και δεν τον παρατάνε, αν δε λαλήσει ο µαύρος πετεινός. Τις νύχτες µε φεγγάρι χορεύουνε στις ράχες και στα ξέφωτα κι άµα βρούνε κανέναν µοναχικό στα χωράφια ,τον παίρνουν και τον αναγκάζουν να χορεύει µαζί τους µέχρι που να λαλήσει ο πετεινός. Έχουν στο µάτι (10) τους µυλωνάδες κι όσους πηγαίνουν στον µύλο ν’ αλέσουν σιτάρι. Λερώνουν τ’ αλεύρι, ξεσκίζουν τα σακιά και το σκορπάνε στους δρόµους. Τροµάζουν τα ζώα και τους ανθρώπους ,κάνουν τον κόσµο άνω – κάτω… - Εσύ τους είδες τους Καλικάντζαρους, γιαγιά ; τη ρώτησα µε τη σειρά µου κι εγώ, θέλοντας να την πειράξω λιγάκι και να κάνω τάχα πως δεν τα πολυπιστεύω αυτά που λέει . - Εγώ δεν τους είδα, Θεός φυλάξει, Γιαννάκη µου ! απάντησε η γιαγιά, σταυροκοπήθηκε κι έφτυσε πάλι τρεις φορές στον κόρφο της. Τους είδε η γειτόνισσα το Ρηνιώ, που σηκώθηκε νύχτα να ζυµώσει και πήγαν και της σκόρπισαν τ’ αλεύρι. Τους είδε η Ελένη η Σταύραινα ,που πήγαινε αξηµέρωτα στον µύλο ν’ αλέσει σιτάρι και πήγαν και τρύπωσαν στο σαµάρι ανάµεσα στα τσουβάλια και τρόµαξε το ζώο και παραλίγο να τη ρίξει κάτω να τη σκοτώσει. Τους είδε ο Στέλιος ,του Μπόµπιρα ο γιος, που έβοσκε νύχτα τα πρόβατα και τον πήραν και τον χόρευαν στο Σκοτεινό Λαγκάδι (11) µέχρι που λάλησε ο πετεινός. Κι έµεινε από τότε ονειροπαρµένος κι αλαφροΐσκιωτος κι όλο γελά κι όλο κουνά τα χέρια του σα να θέλει να χορέψει… - Κι εµείς τι θα κάνουµε τώρα , γιαγιά ; Πώς θα τους κρατήσουµε µακριά από το σπίτι µας ; ρωτήσαµε τώρα µ’ ένα στόµα κι οι δυο τη γιαγιά . - Έννοια σας και ξέρω εγώ να τους χορέψω (12) ! απάντησε θυµωµένη η γιαγιά Γιωργούλα .Τα έµαθα από τη µάννα µου κι απ’ τη δική µου τη γιαγιά, Θεός σ’χωρέσ’ τες . Εσύ , Μαρία, πάρε το αναµµένο κερί κι έλα να µε βοηθήσεις να κάνουµε µε τη φλόγα του σταυρούς στα παράθυρα στις πόρτες. Οι καταραµένοι φοβούνται τον Σταυρό και δεν τολµούνε να πλησιάσουν. Εσύ, Γιαννάκη, πήγαινε στην αποθήκη και φέρε χοντρά κούτσουρα για το τζάκι. Φέρε κι από τ’ αγκάθια που έχουµε για προσάναµµα. Οι Καλ’κατζάρ’ φοβούνται τη φωτιά, γι’ αυτό όλη τη νύχτα θα πρέπει να καίει στη γωνιά. Με τ’ αγκάθια θα κλείσουµε τις τρύπες και τις χαραµάδες του σπιτιού, καθώς και τα στόµατα (13) στα κιούπια ,τις στάµνες και στα κουµάρια. Είναι γυµνοί και τρέµουνε να περάσουν από τ’ αγκάθια. Και σαν τα τελέψεις αυτά, πάρε τ’ αδράχτι κι έλα να τυλίξουµε γύρω το σπίτι µε την κλωστή, να τη βλέπουν ,να φοβούνται µην πιαστούν, και να ξεµακραίνουν από το σπίτι. Φέρε και στάχτη να ρίξουµε στα θεµέλια, να βλέπουν πως δεν υπάρχει στο σπίτι µέσα στάχτη να τη σκορπίσουν. Προτού βασιλέψει ο ήλιος, να θυµηθείτε να θυµιάσουµε καλά το σπίτι µέσα κι έξω. Να κάψουµε και κανένα λάστιχο, γιατί φοβούνται τις µυρουδιές και δεν κοντεύουν. Αφού είπε αυτά η γιαγιά Γιωργούλα, πήγε µέσα στο σπίτι, πήρε τα λανάρια (14) της ,στάθηκε στη µέση της αυλής ,άρχισε να λαναρίζει και µε δυνατή φωνή να λέει και να ξαναλέει : Τράκα – τράκα (15)τα λανάρια, φέρτη µοι τρίγια πουδάρια(16) να τα ρίξου µες στα π’γάδια… - Τι είναι αυτά που λες, γιαγιά ; ρωτούσαµε χωρίς να καταλαβαίνουµε τίποτα απ’ αυτά που έλεγε κι έκανε η γιαγιά. Μα η γιαγιά Γιωργούλα δεν ήθελε ή δεν µπορούσε και η ίδια να τα εξηγήσει…Μόνο σαν µπήκαµε πια στο σπίτι κι έκλεισε καλά τις πόρτες και τα παράθυρα, συµπλήρωσε : - Οι Καλ’κατζάρ’ , παιδιά µου, έρχονται στον Απάνω Κόσµο την παραµονή των Χριστουγέννων και φεύγουν την παραµονή των Φώτων µε τον πρώτο Αγιασµό που κάνει ο παπάς. Τρέµουνε τη βρεχτούρα του και την αγιαστούρα του και άµα τον δούνε τον παπά παίρνουνε ποδάρι ξεφωνίζοντας τροµαγµένοι : - Τρέξητη να τρέξουµη τσι έρχητι η ζουρλόπαπας µη την αγιαστούρα του τσι µη τη βρηχτούρα του… Τσακίζονται και πάνε πάλι στην πίσσα και στον πειρασµό. Κι από το κακό τους, που αφήσανε τον Απάνω Κόσµο, αρχίζουν πάλι να ροκανίζουν τις τρεις κολόνες που στηρίζουν τον Απάνω Κόσµο. Αυτά είπε η γιαγιά Γιωργούλα και σώπασε .Πήρε ύστερα το κόσκινο, το κρέµασε πίσω από την κλειδαρότρυπα, να βλέπει τις τρύπες ο βελζεβούλης, να κάθεται να τις µετρά, να µπερδεύεται, να ξαναρχίζει να ξαναµετρά και να τα ξαναχάνει, ώσπου να λαλήσει ο πρώτος πετεινός, να πάρει δρόµο και να χαθεί στ’ ανάθεµα του Θεού…
Γλωσσάρι 1.το ∆ωδεκαήµερο : Οι 12 µέρες από την παραµονή των Χριστουγέννων µέχρι την παραµονή των Φώτων. 2.ο π’σσόκουλος και π’σσόσκατους : Αυτός που έχει κώλο µαύρο σαν την πίσσα, που βράζει µέσα στην πίσσα στην κόλαση, ο σατανάς. 3. ο ζερζεβούλης και βελζεβούλης : γιος του βιβλικού Βεελζεβούλ, αρχηγού των διαβόλων. 4. έρτην : έρθουν . 5. το χοντρό αλάτι, όταν σκάει πάνω στη φωτιά ,κάνει κρότο, που τροµάζει τους Καλικάντζαρους. 6. οι µαγαρισµένοι : µιαροί, βρώµικοι, µολυσµένοι. 7. µαγαρίζω : βρωµίζω, µολύνω. 8. το κιούπι : το πιθάρι. 9. το κουµάρι : πήλινο σταµνί. 10. έχω στο µάτι : εχθρεύοµαι, µισώ. 11.το Σκοτεινό Λαγκάδι : τοπωνύµιο. Ανήλιαγο Λαγκάδι . 12. να τους χορέψω: να τους δείξω εγώ, να µάθουν… 13.το στόµα : στόµιο . 14. το λανάρι : χειροκίνητο εργαλείο για το λανάρισµα του µαλλιού των προβάτων. 15. τράκα-τράκα : ο θόρυβος που κάνουν τα λανάρια στο λανάρισµα. 16 .τρία ποδάρια : ίσως υπονοεί τις τρεις κολόνες ,που στηρίζουν τη γη .