Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

ΤΑ ΚΑΠΝΑ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ






ΤΑ ΚΑΠΝΑ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ.

ΓΡΑΦΕΙ:  ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΈΝΤΑΣ



Τώρα που απαγορεύτηκε παντελώς το κάπνισμα και προβλέπονται αυστηρές ποινές για τους παραβάτες , θυμήθηκα τα χρόνια τα παλιά και ειδικά τη δεκαετία του ‘ 30 τότε που η καλλιέργεια του καπνού ανθούσε στο χωριό μας. Θα προσπαθήσω λοιπόν να καταγράψω όσα έχουν παραμείνει ανεξίτηλα στη μνήμη μου για τα καπνά από τα χρόνια εκείνα.
Κάθε χρόνο λοιπόν αρχές Φλεβάρη αρχίζει η διαδικασία αυτή.
Και ξεκινάμε με τη σπορά.

Τους σπόρους του καπνού τπους έσπερναν σε «πρασιά» σε ειδικά διαμορφωμένο έδαφος, ώστε να γίνουν τα φυτά, με κοπριά χωνεμένη. Φυσικά λιπάσματα δεν υπήρχαν. Η φροντίδα των φυτών έτσι ώστε να γίνουν κατάλληλα για τη μεταφύτευσή τους, ήταν καθημερινή με πότισμα και ξεβοτάνισμα. Απαιτούσε πολύ προσοχή και κόπο, η σωστή διαμόρφωση του εδάφους και η φροντίδα των φυτών, έτσι ώστε να μη σαπίσουν και να φτάσουν στο κατάλληλο μέγεθος.
Αυτό έκαναν σχεδόν όλοι οι καπνοπαραγωγοί μικροί και μεγάλοι. Ο Χαράλάμπος Αναγνώστου ήτανε ένας μεγάλος καπνοπαραγωγός και σ’ αυτόν οφείλω και τις εμπειρίες που σας καταγράφω.
Το φύτρωμα των μικρών φυτών είχε δυσκολίες αν και δεν υπήρχαν τότε ασθένειες. Οι γαιοσκώληκες μόνο όργωναν τα φυτώρια –πρασιές- και ξερίζωναν τα φυτά. Η καταπολέμησή τους γινόταν με χυμό που έπαιρναν από τη ρίζα του ασφοδέλου (σπουρδούλι). Έπαιρναν λοιπόν τη ρίζα του φυτού, την κοπάνιζαν σούρωναν το χυμό που έβγαινε με σουρωτήρι πάνινο και μ’ αυτό πότιζαν το φυτώριο. Έτσι απομάκρυναν τα σκουλήκια.
Όλες οι οικογένειες που θα ασχοληθούν με την καλλιέργεια του καπνού κάνουν πολλά όνειρα. Τα λεφτά ήτανε λίγα και τα είχανε ορισμένοι. Άλλοι πάλι δανείζονταν τοκογλυφικά σχεδόν πάντα και με την ελπίδα να κερδίσουν κάτι απ[ό τα καπνά και να καλυτερεύσουν τα οικονομικά τους σαν θα πουλούσαν στο τέλος το προϊόν των κόπων τους.
Τον Απρίλιο λοιπόν, σχεδόν μετά το Πάσχα, η ομάδα για το φύτεμα του καπνού «ο ταϊφάς», ξεκινούσε.
Τρεις τέσσερις άνδρες, πέντε, έξι γυναίκες, ένας μικρός για το πότισμα, το αφεντικό  με κάποιο αρχιεργάτη βοηθό και  ένα μουλάρι φορτωμένο με δυο ξύλινα βαρέλια με άνοιγμα στο πάνω μέρος και βρυσούλα (κάνουλα) στη μια από τις δυο επίπεδες επιφάνειες. Ένα άλλο ζώο συνήθως γαϊδούρι φορτωμένο με κασόνια για τα φυντάνια, χωνιά και τενεκέδες για το νερό, τσάπες και φυτευτήρια. Το φυτευτήρι είχε σχήμα κεφαλαίου Γ με τη μεγάλη του πλευρά να καταλήγει σε μύτη που είχε σιδερένιο κάλυμμα.
Όλοι του ταϊφά, άνδρες και γυναίκες, είχαν μαζί τους το μεσημεριανό τους φαγητό. Μια τασόπκα (τάπερ) με φασόλες τις πιο φορές, μια δυο σμαρίδες παστές, λίγες ελιές, ένα κρεμμύδι καμιά φορά κεφτεδάκια τα «πτάρια», γιαπρακέλια, λίγο γλυκό, τηγανίτες με αλεύρι ή κανένα σύκο ξερό και φυσικά το κουμάρι ή το παγούρι με το νερό.
Ξεκινούσα όλοι νωρίς το πρωί, μέσα στη φτώχεια τους, για το χωράφι. Πρώτα θα πήγαιναν στα φυτώρια που ήσαν συνήθως στην Καυκάρα από όπου θα ξεφύτρωναν τα φυντάνια. Τα έκαναν ματσάκια και τα έβαζαν στα κασόνια με τη σειρά κάνοντάς τα ντάνες - ντάνες. Έβγαζαν τόσα φυντάνια όσα υπολόγιζαν πως θα τους χρειάζονταν στο φύτεμα μέχρι το βραδύ.

Όταν ο ταϊφάς έφτανε στο χωράφι, πρώτα οι άνδρες άρχιζαν τη δουλειά. Ο ένας δίπλα στον άλλον σε παράταξη κατά μέτωπο, άνοιγαν αυλάκια τα επονομαζόμενα χαρίκια, από όπου και οι άνδρες πήραν την ονομασία γι’  ατή τη δουλειά  «χαρικτσίδις»
Προηγουμένως έπρεπε ν’  ανοίξουν μεγάλα αυλάκια, «σαλμάδις», μακρυά όσο και το μήκος του χωραφιού και σε απόσταση τεσσάρων περίπου μέτρων το ένα από το άλλο στο πλάτος του καπνοχώραφου.
Οι γυναίκες ήσαν με τις βράκες τι υφαντές και τα διάφορα σχέδια, με τα ρούσικα από πάνω και τις άσπρες μαντίλες στο κεφάλι, που δένονταν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται μόνο τα μάτια για να μην βλέπει το πρόσωπό τους ο ήλιος και στα χέρια τα ειδικά γάντια με τα δάχτυλα απέξω για να δουλεύουν ελεύθερα.
Στο ένα χέρι τα φυντάνια του καπνού και στο άλλο το φυτευτήρι. Το αφεντικό τα ετοίμαζε αφού τα βουτούσε μέσα σε νερουλή λάσπη και ο μικρός τα έδινε στις γυναίκες. Ο αγωγιάτης, «ο μουλαράς» προηγουμένως είχε γεμίσει τα ξύλινα βαρέλια με νερό και ο «ποτιστής», ο μικρός συνήθως, πότιζε με το «σουβαρμά» πίσω από τις γυναίκες.
Η εργασία συνεχιζόταν με γρήγορο ρυθμό και επομένως ήταν και κουραστική. Το χωράφι έπρεπε να φυτευτεί το δυνατόν γρηγορότερα για να μικραίνει και το κόστος παραγωγής.
Το μεσημέρι στρωνόταν το υπαίθριο τραπέζι κάτω από τα υπάρχοντα δένδρα. Με πειράγματα και γέλια με τραγούδια από τους καλλίφωνους και με λοξές ματιές αν τύχαινε μέσα στο ταϊφά να υπάρχει και κανένα ερωτευμένο ζευγάρι, γευμάτιζαν φτωχικά μεν μα χαρούμενα. Είναι η ώρα της διαφορετικής νότας στη ρουτίνα της βασανιστικής εργασίας.

Αυτή η διαδικασία συνεχιζόταν όλο το διάστημα, μέχρι να τελειώσει το φύτεμα όλων των χωραφιών που είχαν προγραμματιστεί γι’  αυτό τοπ σκοπό από τον καπνοπαραγωγό.
Στην ίδια ρότα και οι μικρότεροι καλλιεργητές μόνο που τα εργατικά χέρια ήσαν της οικογένειάς τους.
Έχουμε φτάσει στο τέλος του Απρίλη και έχει τελειώσει και το πρώτο στάδιο στην καπνοκαλλιέργεια.
 Όταν τα φυντάνια μεγαλώσουν και βγουν έξω από τη «χαρικιά». αρχίζει το σκάψιμο. Γυναίκες με μικρά κοφτερά τσαπιά τα σκαλίζουν γύρω – γύρω βγάζοντας και τα χόρτα. Θα επακολουθήσει το δεύτερο τσάπισμα πιο βαθύ τώρα και ίσως χρειαστεί και το τρίτο.
Σαν τα φυτά θα έχουν μεγαλώσει αρκετά και φθάσουν το μισό μέτρο ή και πιο πολύ θα γίνει το τελευταίο σκάψιμο από άνδρες με κασμάδες. Θα χαλαστούν τα χαρίκια και θα εμφανιστούν οι σειρές του καπνού με απόσταση τόση μεταξύ τους όσο να χωρεί να περάσει κάποιος ανάμεσά τους.
Εδώ τελειώνει και το δεύτερο στάδιο, ενώ ο παραγωγός συνεχίζει να παρακολουθεί επισταμένως την εξέλιξη του φυτού.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε και τα τερτίπια του καιρού σχετικά με την εξέλιξη των καπνόφυτων.
Τα φυτά τώρα έχουν μεγαλώσει τώρα. Έχουν φτάσει το ένα μέτρο και περισσότερο με ένα και μοναδικό βλαστό και βγαίνουν τα φύλλα κατά μήκος του, από τη ρίζα μέχρι και την κορυφή. Αυτά θα ωριμάσουν σιγά – σιγά και θα αρχίσουν να κιτρινίζουν. Πρέπει να αρχίσει το μάζεμα.
Σ’ ένα χωράφι τώρα χωρίς δένδρα, επίπεδο και κοντά στο χωριό συνήθως ο παραγωγός θα κάνει τις παρακάτω εργασίες.
Θα φτιάξει ένα «τσαρντάκι» όπως λεγόταν από ροδοδάφνες και λυγαριές δεκαπέντε τετραγωνικά περίπου με δύο πόρτες και ένα παράθυρο, θα το ισοπεδώσει και θα είναι έτοιμο να δεχτεί τις εργάτριες.
Έξω από το τσαρδάκι θα φτιαχτεί ο «κρεμανταλάς». Δυο σειρές παλούκια – γύρω στο ενάμισι μέτρο περίπου απόσταση το ένα από το άλλο επάνω στα οποία καρφώνονται δυο σύρματα σ’ όλο το μήκος των σειρών και τα οποία στις άκρες στερεώνονται καλά στο έδαφος. Εκεί στο ειδικό ξηραντήρικρεμανταλά-  θα κρεμάσουν τις αρμάθες και τις ξηραίνουν με φυσικό τρόπο στον ήλιο και τον αέρα.
Εκεί κοντά φτιάχνονται ίσιες επιφάνειες μήκους τριάντα μέτρων περίπου ή ανάλογα με το μήκος του χωραφιού τα επονομαζόμενα «σεργιά».
Τώρα πλέον είναι έτοιμοι για να ξεκινήσει το μάζεμα των φύλλων του καπνού, το «κίρτισμα». Είμαστε στο τέλος του Ιουνίου.
Για να είναι εφικτή η συγκομιδή, χρειάζονταν τα φύλλα του καπνού να διατηρούν ορισμένη υγρασία. Μέσα στο κατακαλόκαιρο, μόνο τη νύχτα μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό. Έτσι λοιπόν, ξεκινούσαν από τα μεσάνυχτα, και άρχιζαν τη δουλειά μέσα στη νύχτα. Όλος ο κάμπος ένα πανηγύρι και κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί αμέριμνος. Όλοι στα χωράφια μάζευαν φύλλο -  φύλλο τον πολύτιμο καπνό, μέχρι να βγει ο ήλιος που μάραινε τα φύλλα και έτσι μετά τις 9 το πρωί αναγκάζονταν να σταματήσουν.
Εκεί αρχίζει το «κίρντισμα».
Κάθε γυναίκα πιάνει και μια σειρά από τις καπνουλιές κόβοντας από τα κάτω προς τα πάνω δυο, τρία ή και τέσσερα φύλλα καπνού. Τα φύλλα που έκοβαν τα έκαναν μάτσο και τον κρατούσαν στην αγκαλιά τους. Η σταδιακή ωρίμανση των φύλλων, επέβαλε το «κίρτισμα» (όπως έλεγαν τη συγκομιδή), να γίνεται και  σε τέσσερα ή και  πέντε «χέρια». Αυτό είναι το πρώτο χέρι.
Τώρα τα ματσάκια που έφτιαχναν οι γυναίκες είναι  οι επονομαζόμενες τάπες. Ένα παιδί συνήθως έπαιρνε τις τάπες από τις γυναίκες  και ο κεχαγιάς τις τοποθετούσε κατάλληλα μέσα στις κόφες.
Αυτή η εργασία όπως είπαμε κρατούσε μέχρι τη ανατολή του ήλιου γιατί μετά με τον ήλιο και τη ζέστη τα καπνόφυλλα μαραίνοντας και δεν έπρεπε να κοπούν.
Ανάλογα τώρα με τα άτομα του συνεργείου γέμιζαν τέσσερις ή και παραπάνω κόφες οι οποίες γέμιζαν και πάνω από τα χείλη φτιάχνοντας έτσι τρούλο από καπνόφυλλα.
Τώρα το συνεργείο παίρνει το δρόμο για το «τσαρδάκι» και οι γυναίκες αρχίζουν τη δουλειά τους. Η μια δίπλα στην άλλη. Τα φύλλα έπρεπε να ξεραθούν στον ήλιο κρεμασμένα από σχοινιά.
Δίπλα τους είχανε καλάμια τριών περίπου μέτρων μήκους το καθένα με ένα κομμάτι γερό σπάγγο στερεωμένο στις δυο άκρες.
Με μια μεταλλική βελόνα 20 με 30 εκατοστών μήκος και τρύπα στη μια της άκρη άρχιζε το «βελόνιασμα», το τρύπημα των φύλλων. Τούτα έπρεπε να τρυπηθούν στο κεντρικό τους νεύρο και προς το επάνω μέρος. Τούτη η δουλειά γινότανε γρήγορα και με ένα ιδιότυπο συναγωνισμό ανάμεσα στις γυναίκες.
Η βελόνα κρατιόταν με το αριστερό χέρι στην αριστερή μασχάλη  και με το άλλο κρατώντας τα ματσάκια περνούσαν πάνω της τα φύλλα. Όταν γέμιζε η βελόνα, την άδειαζαν στο σπάγγο του καλαμιού μέχρι να γεμίσει όλο. Τούτη η εργασία συνεχιζόταν μέχρι να αδειάσουν όλες οι κόφες, των οποίων το άδειασμα συνέπιπτε και με το τέλος της ημέρας. Αφού τελείωναν και τρώγανε, είχαν ελάχιστες ώρες ύπνου μέχρι να χρειαστεί να σηκωθούν πάλι από τα μεσάνυχτα και να πάνε και πάλι στο χωράφι για να συνεχιστεί η ίδια εργασία..
Τώρα η κάθε γυναίκα έπρεπε να κουβαλήσει τις καπνόβεργες, όπως λέγανε τα γεμάτα με φύλλα καλάμια, στον «κρεμανταλά». Σημειώνουμε ότι συνήθως υπήρχαν τρεις με τέσσερις κρεμανταλάδες. Το αφεντικό ή κάποιος ‘άλλος κρεμούσε εδώ τις καπνόβεργες όπου θα έμεναν μια περίπου εβδομάδα. Ύστερα τα ξεκρέμαζαν και τα άπλωναν στα «σιργιά» για να ξεραθούν καλά.
Δεν έπρεπε να υπάρχει πουθενά στο φύλλο, πράσινο, χλωρό μέρος. Γι’  αυτό εδώ στα σιργιά γύριζαν τις καπνόβεργες και από τις δυο μεριές. Αυτό γινόταν συνήθως το πρωί. Όταν θα έχουν ξεραθεί καλά τα μάζευαν και τα πήγαιναν για το πάτημα, όπου θα πιεστούν για μπαλάρισμα σε ειδική μηχανή.
Τούτη η εργασία συνεχιζόταν όλο τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και το μισό σχεδόν Σεπτέμβρη από τις τρεις τα ξημερώματα μέχρι και τις εφτά το βράδυ. Ο καπνοπαραγωγός, αν είναι και μεγαλοπαραγωγός τα παίρνει όλα τα χωράφια με τη σειρά, ώσπου να τελειώσει το πρώτο χέρι, ξαναπιάνουν από την αρχή για το δεύτερο χέρι, ξανά για το τρίτο, το τέταρτο κ.λ.π. κόβοντας δυο τρία φύλλα από την καπνουλιά κάθε φορά. Να σημειώσουμε ότι τα καλλίτερης ποιότητας καπνόφυλλα είναι τα μεσαία  Τα πρώτα και τα τελευταία είναι δεύτερης ποιότητας. Και αυτό λαμβάνεται υπ’  όψη μέχρι το τέλος., στο κίρντισμα, στο βελόνιασμα, στο ξέραμα, αφού υπάρχουν και οι διαφορετικές τιμέ

Τώρα μέσα σε κλειστό χώρο, ένα δωμάτιο συνήθως υπόγειο γίνεται η δραματοποίηση του καπνού. Τα φύλλα έβγαιναν από τα ράμματα και στοιβάζονταν ένα - ένα σε ματσάκια που τα συσκεύαζαν σε σφιχτοδεμένα δέματα. Τότε γινόταν και η διαλογή των φύλλων, ώστε να βγουν τα ακατάλληλα φύλλα από την τελική σοδειά και να επιτευχθεί η άριστη ποιότητ

Όταν θα τελειώσει το γέμισμα και το πάτημα, θα αφαιρεθεί η κινητή πλευρά της κάσας και το δέμα ελευθερώνεται τυλιγμένο τώρα από τις τέσσερις πλευρές με τη λινάτσα. Οι δυο πλευρές, πάνω και κάτω παραμένουν ελεύθερες. Το βάρος του δέματος κυμαίνεται από 30 έως 60 οκάδες. Αυτό τοποθετούνται σε κλειστό και χωρίς υγρασία μέρος και φυλάσσονται μέχρι να έρθει η μέρα για να πωληθούν.
Μέσα στο Σεπτέμβριο και αργότερα φθάνουν στο χωριό οι καπνέμποροι και οιο μεσάζοντες των εμπόρων των τσιγάρων. Η τιμή είναι άγνωστη. Ζητάνε οιο καπνοπαραγωγοί π[άνω – κάτω την περσινή τιμή μα κι αυτό δεν είναι σίγουρο. Γινόταν πιο μπροστά από όλους τους παραγωγούς του Λιοσβορίου μια υποτυπώδης συμφωνία και κατόπιν και με τους άλλους παραγωγούς του Πολιχνίτου, της Βρίσας και των Βασιλικών  ώστε να διαμορφωθεί μια τιμή. Οι μάγκες όμως της εμπορίας κατάφερναν να σπάσουν αυτή τη συμφωνία δίνοντας μια καλλίτερη τιμή σε κάποιο μεγαλοπαραγωγό και στη συνέχεια έριχναν  τα καπνά σε χαμηλότερες τιμές.
Υπήρχε όμως και άλλο πιο βρώμικο παιχνίδι.
Οι έμποροι άνοιγαν λίγο  ένα - ένα τα προς πώληση δέματα και μόλις έβρισκαν μέσα κανένα λίγο μαραμένο φύλλο ή πιο σκούρο από τα άλλα ακόμα αν έβρισκαν φύλλα ανακατωμένα του πρώτου χεριού μα άλλα κιρτίσματα, αφαιρούσαν αυθαίρετα  από το βάρος του δεματιού όσες οκάδες σήκωνε η ψυχή τους. Τελικά από τις χίλιες οκάδες που μπορούσε να έχει ο καπνοπαραγωγός πληρωνότανε μόνο τις οχτακόσες και λιγότερο. Τα λεφτά θα τα έπαιρναν αργότερα, κοντά στα Χριστούγεννα και μ’ αυτά θα έπρεπε να πληρωθούν πρώτα τα δάνεια υπήρχαν και μετά να τακτοποιηθούν και οι διάφορες μεγάλες και σοβαρές ανάγκες του παραγωγού. Να σκεφτείτε ότι ο άνθρωπος αυτός επτά ολόκληρους μήνες ζούσε με δάνεια και με τα λίγα περισσεύματα από τα αλλά προϊόντα του.
Πολύς κόπος, μεγάλη φασαρία όπως καταλαβαίνεται από όλη την καταγραφή με ελάχιστη απολαβή. Πόσες φορές πέρναγε το ίδιο φύλλο από τα χέρια του αγρότη μέχρι να καταλήξει συσκευασμένο στο δέμα; Πόσο κόπο κατέβαλλαν οι αγρότες για να καταλήξουν με τη σοδειά του καπνού στην αποθήκη τους; Πόσες ώρες πάλευαν με τον καιρό, την εξάντληση, την αϋπνία, τη δίψα και την πείνα στο χωράφι; Πόσο πόνο υπέφεραν από τη σωματική καταπόνηση; Κανείς που δεν το έζησε δεν μπορεί να το κατανοήσει πλήρως.
Και όμως συνεχιζόταν αυτή η παραγωγή όλη τη δεκαετία του ’30 γιατί από κει περίμεναν να περισσέψει καμιά δραχμή για να ζήσουν, να φτιάξουν το σπιτικό του κοριτσιού τους αφού δεν θα μπορούσαν να το παντρέψουν δίχως σπίτι και να δουν και ότι άλλο προγραμμάτιζαν.
Φυσικά δεν υπήρχε τότε καμιά μέριμνα από την πολιτεία για συντάξεις για περίθαλψη ή κάτι παρόμοιο.
Σήμερα πολλά από αυτά διορθωθήκαν μα άρχισαν σε πολλούς τομείς και να χειροτερεύουν τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι όμως η ώρα για τέτοιες καταγραφές αφού άλλο το θέμα μας.

Ο καλλίτερος λαός, δηλαδή είναι οι γεωργοί αφού μ’ αυτούς μπορούμε να φτιάξουμε και καλλίτερη δημοκρατία εκεί όπου το πλήθους ζει από τη καλλιέργεια της γης ή τη βοσκή των ποιμνίων.

























ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ