Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ



42 χιλιόμετρα από τη Μυτιλήνη προς Πολιχνίτο και 5 πριν τον Πολιχνίτο, στα δεξιά του δρόμου, συναντάμε τη διασταύρωση που μετά 1 χιλιόμετρο σε φέρνει μπροστά στα πρώτα σπίτια του Λισβορίου.
ΛΙΣΒΟΡΙ! Ένα όμορφο και ζωντανό προς το παρόν χωριό. Βρίσκεται στη Δυτική πλευρά της χερσονήσου του Ολύμπου και στο μέσον περίπου της Ανατολικής ακτής του κόλπου Καλλονής. Έχει πρόσοψη προς Βορρά, και απέχει από τη θάλασσα, (κόλπο Καλλονής), - 3 -, χιλιόμετρα περίπου, με υψόμετρο από αυτήν περί τα 100 μέτρα, και από το πέριξ πευκοδάσος - 4 - χιλιόμετρα περίπου. Από το ψηλότερο σημείο του χωριού, μπορείς να δεις ολόκληρο σχεδόν τον κόλπο Καλλονής και αυτό ακόμη το στόμιο του, που ονομάζεται από τους ντόπιους « μπουγάζ», ( - μπουγάζι -έμπαση - είσοδος ).Ακόμη μπορεί κανείς να δει και μέρος του Αιγαίου πελάγους, και ακόμη να διακρίνει, αν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, και τις ψηλότερες κορφές της Χίου. Οι ελαιώνες του χωριού είναι από τους καλύτερους του νησιού, και τα εδάφη του τα πλέον προικισμένα και εύφορα.
Γειτονικά του χωριά είναι τα Βασιλικά απ’ όπου απέχει περί τα - 2 - χιλιόμ , και ο Πολιχνίτος, κεφαλοχώρι της περιοχής και έδρα του Δήμου, από όπου απέχει - 5 - χιλιόμ.
Τα εύφορα εδάφη του, που επιτρέπουν την πολυκαλλιέργεια, (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, η γλυκάνισος το κύριο συστατικό για το Μυτιληνιό ούζο που πουθενά αλλού δεν ευδοκιμεί όπως εδώ, τα κρεμμύδια, τα ρεβίθια...), το πλούσιο αρδευτικό - ιδιωτικό και Κοινοτικό - σύστημα, η καλή αγροτική οδοποιία, τα πολλά και αποδοτικότατα - «παλκάρια δέντρα»- ελαιόδεντρα, η αναπτυγμένη κτηνοτροφία, το πασίγνωστο Λισβοριανό, σιταρένιο, ψωμί, η γειτνίαση με τον Κόλπο της Καλλονής, η εύκολη πρόσβαση με το υπόλοιπο νησί, έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια ζωντανή παραγωγικότητα και ταυτόχρονα ζωτικότητα, του χωριού. Βέβαια η αρρώστια της εποχής, που ονομάζεται «μαρασμός της υπαίθρου», δεν άφησε ανέγγιχτο ούτε το Λισβόρι. με τις τόσες προϋποθέσεις ζωής. Το Λισβόρι, χρόνο με το χρόνο οδηγείται στο δρόμο, που οδηγούνται όλα τα χωριά της πατρίδος μας.
Παρ' όλα αυτά, είναι ένα απ' τα λίγα χωριά που κρατεί την νεολαία και αρκετά νέα ζευγάρια κοντά του. Οι προϋποθέσεις και τα κίνητρα υπάρχουν. Μόνο που πρέπει να το καταλάβουμε αυτό πρώτα εμείς και έπειτα «οι άνωθεν ιστάμενοι», και να ρίξουν μια ματιά αγάπης στην ύπαιθρο, την καρδιά της Ελλάδος γιατί αν σταματήσει -και θα σταματήσει όπως δείχνουν τα πράγματα -, να χτυπά αυτή η καρδιά, ο θάνατος είναι σίγουρος και αναπόφευκτος.
Ένα χιλιόμετρο λοιπόν αφού στρίψουμε δεξιά στο 42ο χιλ. της εθνικής οδού Μυτιλήνης Πολιχνίτου, και αφού σταυροκοπηθούμε στο νεόδμητο Άγιο Φανούριο, θα συναρτήσουμε δεξιά μας το αλσύλιο του Αριστείδη Γιαννόγλου με τα πεύκα, που μας λένε το καλωσόρισες! Αν τύχει και είναι σχολική περίοδος ίσως να δούμε και τα παιδιά του σχολείου που ήρθαν εδώ για την εκδρομή τους και να ξεσκάσουν από τα μαθήματα. Αν στρίψουμε το κεφάλι μας απ’ την άλλη μεριά του δρόμου, λίγο πιο πέρα, θα δούμε μέσα στο βαθούλωμα της περιοχής «Πηγάδια» και ανάμεσα στα λιόδενδρα τον Άη Στράτη. Εδώ βρίοκεται και η «μάνα», η πηγή από όπου παλιότερα έπαιρνε νερό το χωριό.
Αριστερά και δεξιά δυο παλιά εξοχικά κέντρα, με μεγάλο περίβολο. Κλειστά και με άλλη χρήση σήμερα, τον καιρό που ήσαν στις δόξες τους φιλοξένησαν μεγάλα γλέντια και πολύ κόσμο. Το ένα σήμερα ανήκει στην οικογένεια Δαλβαδάνη και το άλλο στα αδέλφια Χατζησταματίου. Εδώ είναι και το ηρώο του Χωριού.
Απέναντι ακριβώς η «Παιδική Χαρά», σε οικόπεδο που δώρισε ο Παναγιώτης Θεοδ. Χατζηπαναγιώτης.
Λίγο πιο κάτω δυο καφενεία! Το καφενείο του Αποστόλου Παυλή και του καφενείο του Βασίλη του Μοριανέλλη. Κλειστά και τα δυο! «Καφενείον ο Σταθμός», διαβάζουμε στο ένα. Εδώ συγκεντρωνότανε ο κόσμος παλαιότερα, από τις 6,30 το πρωί, όταν ακόμα τα ΚΤΕΛ ήτανε στις δόξες τους και τα ΙΧ αυτοκίνητα λιγοστά, για να πάει στη πρωτεύουσα να κάνει τις δουλειές του, να κάνει τα ψώνια του και να επιστρέψει το μεσημέρι με τα σουσαμένια «σουμίτια» στο χέρι. Εδώ λοιπόν, σ’ αυτά τα δυο καφενεία γινότανε πρωί – πρωί το «έλα να δεις»! Καφέδες, και τσάγια και μπόλικη κουβέντα. Όλα τα τεκταινόμενα του χωριού μα και όλης της Ελλάδας παιρνούσαν από ψιλό κόσκινο μέχρι να έρθει το λεωφορείο.
Εδώ βρίσκεται και το Σχολείο του χωριού. Έργο του 1930, με μπόλικο καφετί πωρόλιθο της περιοχής, τριθέσιο σήμερα, με 25 παιδιά. Τεράστια η αυλή του σχολείου και μέσα σ’ αυτή το νεόκτιστο Νηπιαγωγείο, με 15 περίπου παιδιά. Μπροστά στο Σχολείο μια όμορφη πετρόκτιστη βρύση με την πέτρα των Μυστεγνών, έργο του 2007 και με δαπάνες του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού.
Αριστερά ο δρόμος σε βγάζει στα «Αλώνια». Ίσως το όνομα της η περιοχή αυτή να το οφείλει στο επίπεδο του εδάφους, υπάρχει αρκετό κατηφοριά στο Λισβόρι, όπου ο χώρος προσφερόταν για αλώνισμα τότε που τα σπίτια ήτανε λιγότερα και τα χωράφια πιο πολλά. Αν συνεχίσεις μέσα από ένα μονοπάτι «ποταμό» τον λένε οι ντόπιοι, μια και όταν βρέχει συγκεντρώνονται εκεί αρκετά νερά για να κατηφορίσουν, θα βγεις σε αγροτική περιοχή, κοντά στον Κατάπυργο, στα «Λιόμπουλα» και από κει στο δρόμο Μυτιλήνης – Πολιχνίτου».
Δεξιά, κατηφορίζουν δυο δρόμοι ως την αγορά. Κατήφορος με μεγάλη κλίση ο ένας, που σε οδηγεί στο τέλος του και από τα δεξιά στα «Βρυσούδια», την Αγία Παρασκευή, την «Παλιόμαντρα», τα Βασιλικά και από αριστερά στον Αγροτικό Συνεταιρισμό και συνεχίζοντας στο Κοινοτικό Γραφείο, την πλατεία της Κοινότητας και την αγορά. Στην αρχή του δρόμου αυτού μια παλιά εγκαταλελειμμένη βρύση με στέρνα.
Ο αριστερός δρόμος, κατήφορος κι αυτός, διακλαδώνεται με αρκετούς άλλους δρομίσκους και προχωρεί προς την αγορά. Μόλις τελειώσει το κατηφορικό μέρος του δρόμου τούτου βρισκόμαστε μπροστά σε δυο παλιά «καφεπαντοπωλεία» από τα οποία το ένα της οικογένειας Περικλή Γαβριήλ έχει κλείσει και το άλλο του Μηνά Γαβριήλ που λειτουργεί σήμερα μόνο σαν παντοπωλείο. Λίγο πιο κάτω το ένα από τα δυο παραδοσιακά αρτοποιεία με τους ξυλόφουρνους και με αποκλειστικότητα στο Λισβοριανό σιταρένιο ψωμί και το Λισβοριανό παξιμάδι. Ανήκει στην οικογένεια Προκοπίου και σήμερα το λειτουργεί ο Γιώργος Ζουπαντής. Ακριβώς απέναντι ο «Πάνω πύργος». Ένα παλιό πέτρινο κτίριο, που το κάτω μέρος τους θυμίζει πύργο. Τούτος σε αντιδιαστολή με τον άλλον και σε πιο χαμηλό μέρος πύργο, τον κάτω πύργο, «Κατάπυργο», ήτανε ένα από τα φυλάκια της περιοχής τον καιρό των πειρατών. Σήμερα ανήκει στην οικογένεια Παλαιολόγου. Καρδάτου και κάποτε φιλοξένησε και κάποιες τάξεις του σχολείου.
Λίγο πριν στρίψουμε για την αγορά συναντάμε τον κύριο δρόμο για τα Λιόμπουλα» και τον Πολιχνίτο, τους Αγίους Αναργύρους, τον Προφήτη Ηλία, τον Άγιο Σέργιο, τον «Κατάπυργο». Στο δρόμο τούτο ένα άλλο κλειστό εξοχικό κέντρο του Σταύρου Σαββαδέλλη που για κάποια χρόνια, λειτούργησε και σαν Νηπιαγωγείο. Παρακάτω είναι και το παλιό «αλμπάνικο» και πεταλωτήριο του χωριού. Ιδιοκτήτης η οικογένεια Προκοπίου. Ο γνωστός Γιάννης «αλμπάνης», το λειτουργούσε προ ετών σαν σιδηρουργείο και μετά το έκλεισε.
Φτάνουμε τώρα μπροστά στην Εκκλησία. Άη - Γιάννης ο Πρόδρομος. Τρίκλιτη κεραμοσκέπαστη Βασιλική, που η ανέγερσή της ανάγεται γύρω στα 1830. Κυριαρχεί κι εδώ η καφετιά, πέτρα της περιοχής και οι μαρμάρινες κολώνες του Νάρθηκα που ασφαλώς έχουν μεταφερθεί από άλλες παλαιοχριστιανικές Βασιλικές. Το καμπαναριό, από καφετιά πέτρα, κι αυτό με είναι έργο του 1887 (Μαρτίου 4). Νότια της Εκκλησίας και σε υψηλότερο επίπεδο, σε ιδιόκτητο οικόπεδο της Εκκλησίας στέκεται ένα διώροφο γκρεμισμένο κτήριο, και δυο υψηλά γερασμένα πεύκα για συντροφιά. Κτίστηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1887. Είναι το Παλαιότερο Σχολείο χωριού, το «Σχολείον των Αρρένων» όπως αναφέρει και ο οικονόμος Τάξης.
Στο πίσω μέρος της Εκκλησίας και ακριβώς πίσω από το ιερό, η οικία σήμερα Προκοπίου, για την οποία λέγεται ότι ο πασάς που στα χρόνια της τουρκοκρατίας κατοικούσε εκεί και για να μην κρύψουν τη θέα του προς τη θάλασσα, υποχρέωσε τους κατοίκους να σκάψουν αρκετά μέτρα, για να κτιστεί η εκκλησία σε χαμηλότερο σημείο από το σπίτι του.
Απέναντι από την Εκκλησία το μικρό καφενείο της Στέλλας Προκοπίου.
Ένας άλλος δρόμος απέναντι από την πρόσοψη της Εκκλησίας σε οδηγεί στο Νεκροταφείο του χωριού και στις Θερμοπηγές, στον Άγιο Γιάννη το Θεολόγο, στον Πολιχνίτο.
Και τώρα στην αγορά.
Τα παλιά καφενεία και τα άλλα καταστήματα του χωριού. Μια σειρά από παλιά κτίσματα με τις προσόψεις τους φτιαγμένες από λαξευμένη καφετιά, ροζωπή και λευκωπή ντόπια μαλακιά πέτρα (ιγνιβρίτη), με μεγάλα πορτοπαράθυρα, πέτρινες αψίδες, και κοσμήματα σου δίνουν μια εικόνα από το μεράκι του παλιού τεχνίτη.
Το γαλακτοπωλείο του Χαδεμένου, κτίσμα του 1935. Εδώ δίπλα υπήρχε και το παλιό κρεοπωλείο του Καραβασίλη.
Δίπλα δύο καφενεία. Το πρώτο, το μεγάλο καφενείο, είναι των αδελφών Αντωνίου και Γεωργίου Σταυρακέλλη, (μακαρίτες σήμερα και οι δύο) που κτίστηκε το 1895, (ΣΕΠΤΕ Α'), και φέρει την επιγραφή στην πρόσοψη και επάνω από τη μια από τις δυο πόρτες του, "ΕΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΜΕΘ ΗΜΩΝ ΟΥΔΕΙΣ ΚΑΘ ΗΜΩΝ". Μεγάλα παράθυρα, με συρταρωτά καφάσια και σιδερένια παντζούρια. Η γωνιά, ο μπουφές τα ξύλινα καγκελάκια, οι κολώνες ξύλινες που στηρίζουν την οροφή, οι αψίδες, το πατάρι.. Εκεί έμενε παλιά ο καφετζής ή ο παραγιός. Ήτανε «καφεπαντοπωλείο». Αναπαυτικοί δερμάτινοι καναπέδες, ξύλινες καρέκλες και τραπεζάκια, η ξυλόσομπα. Σήμερα κλειστό. Το καφενείο τούτο, το 1948 με ανεμογεννήτρια, υπάρχουν ακόμα απομεινάρια της, φωτιζότανε με ηλεκτρικό φως και έπαιζε και ραδιόφωνο! Στο καφενείο τούτο κυκλοφορούσαν και βιβλία προς ανάγνωση. Ήτανε το καφενείο των «κουλτουρτιάρηδων» θα λέγαμε του χωριού.
Δίπλα ακόμα ένα λιθόκτιστο καφενείο – καφετερία, του Παναγιώτη Σταυρακέλλη.
Απέναντι, άλλα δυο καφενεία. Το παλαιό «καφεπαντοπωλείο» του Πανσέληνου, με το ξύλινο πάτωμα και πιο πέρα το κλειστό νεόκτιστο καφενείο της οικογένειας Φίλιππα Προκοπίου. Ανάμεσα στα δυο αυτά καφενεία, το ανύπαρκτο πλέον τηλεφωνείο του χωριού και δίπλα το άλλο κλειστό κρεοπωλείο.
Άλλο ένα μεγάλο καφενείο της αγοράς είναι το καφενείο της οικογένειας Παναγιώτη Βασ. Χατζηπαναγιώτη στη μικρή πλατεία της αγοράς και λίγο πιο πέρα του Κυριάκου Δαλβαδάνη, Απέναντι το κλειστό καφενείο του Παναγιώτη Θεοδ. Χατζηπαναγιώτη.
Εδώ είναι και τα δημοτικά ουρητήρια, για να καταλήξουμε στο κτίριο της Κοινότητας και στην όμορφη πετρόκτιστη καφετερία της νεολαίας, «Πέτρινο» και το όνομά της, με ωραιότατα πέτρινα ανάγλυφα από ιγνιβρίτη. Παλαιό καφενείο και αυτή που λειτούργησε για κάποια χρόνια- και σαν κατάστημα με είδη οικοδομής.
Τελειώνουμε προς το παρόν εδώ το σεργιάνι μας, στο σημείο τούτο της πλατείας της Κοινότητας, με το πλάτανο απέναντι από το παντοπωλείο σήμερα της οικογένειας Γιάννη Θερμιώτη και το μικρό παραπέρα καφενείο, παντοπωλείο και ψιλικατζίδικο που ανήκει στην οικογένεια Παναγιώτη Γαβριήλ.


Βρισκόμαστε στη πλατεία της Κοινότητας, με τον πλάτανο, το μοναδικό πλάτανο, μέσα στο χωριό μας. Εδώ πέρα βρισκόταν και το «σιντριβάνι», έτσι λέγανε το πηγάδι με το πέτρινο δαχτυλίδι, από όπου ανέβαζαν γάργαρο νερό.
Εδώ είναι και το κτίριο της «πάλαι ποτέ» Κοινότη­τας, που το «πήρε και το σήκωσε» ο «Καποδίστριας», το Αγροτικό Ιατρείο, τα κοινοτικά ουρητήρια και η Αγροτολέσχη στον πάνω όροφο. Το κτίριο τούτο χρονολογείται από το 1958 - 60.
Παλιά βρισκόταν εδώ ένας ελαιόμυλος, το τζαμί και ο μιναρές για τον τούρκικο πληθυσμό, αφού όπως ήδη σημειώσαμε και όπως μας αναφέρει ο Σταυράκης Αναγνώστου ήταν υπό Χριστιανών και Τούρκων κατοικούμενον χωρίον, και έχον Ναόν τον Άγιον Ίωάννην τον Πρόδρομο». Σήμερα στο χώρο όπου ήτανε το Τζαμί βρίσκεται η οικία της οικογένειας Ευσταθίου.
Σχετικά με την αγροτολέσχη πρέπει να αναφέρουμε ότι είναι ένας πολυχώρος που χρησιμοποιείται από όλους τους φορείς του χωριού και πολλές και ποικίλλες εκδηλώσεις. Παλαιότερα γνώρισε μεγάλες δόξες με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούσε εκεί ο Αγροτοεκπολιτιστικός Σύλλογος του χωριού ΘΕΟΦΙΛΟΣ. Στην αγροτολέσαχη στεγάζεται και η Κοινοτική βιβλιοθήκη με πολλά και αξιόλογα βιβλία.
Ο δρόμος εδώ που περνά ανάμεσα στην όμορφη πετρόκτιστη καφετερία της νεολαίας, το «Πέτρινο», με ωραιότατα πέτρινα ανάγλυφα και το σπίτι των Ευσταθίου όπου και το ανύπαρκτο σήμερα τζαμί, σε βγάζει στην κάτω είσοδο του «Αγροτικού Συναιτερισμού».
Ο τότε Ελαιουργικός και σήμερα Αγροτικός Συνεταιρισμός του χωριού, ιδρύθηκε το 1949. Ξεκίνησε με πετρελαιομηχανή,«μπασκιά», τρίχινα φάκελα για το χαμούρι και τα πέτσινα λουριά που μετέφεραν την κίνηση από την πετρελαιομηχανή στα λαβάλ και όπου αλλού, πέρασε στα υδραυλικά πιεστήρια και κατάληξε το 1988 στη σύγχρονη μο­νάδα με το ντεκάντερ. Τέσσερις χιλιάδες μόδια λένε πως είναι η δύναμη των Λισβοριανών ελαιοκτημάτων, μα πολύ δύσκολα τούτα μαζεύονται.
Λίγο πιο κάτω ένα σταυροδρόμι όπου και το ανύπαρκτο πλέον και σήμερα οικόπεδο, καφενείο των Προκοπίου. Και εδώ φιλοξενήθηκαν μεγάλα γλέντια.
Εδώ κατεβαίνεις και από ένα άλλο δρόμο της αγοράς που περνά ανάμεσα από το καφενείο του Παναγιώτη Βασ. Χατζηπαναγιώτη και της οικογένειας Φίλιππα Προκοπίου που σήμερα έχει νοικιάσει ο Αλεξίου.
Κατεβαίνοντας λοιπόν από αριστερά δυο ακόμα κλειστά καφενεία. Του Παχού και του Γιαννόγλου. Εδώ υπήρχε πριν κάμποσα χρόνια και το περίπτερο του χωριού που διατηρούσε η μακαρίτισσα Γιαννούλα Τηνιακού –Χήρα- και αργότερα ο επίσης μακαρίτης Στρατής Κατσιάνος. Πιο παλιά τούτος ο δρόμος ήτανε πλακόστρωτος ο μοναδικός που ξέφυγε προς τη στιγμή τη μανία του τσιμέντου, μα κι αυτός δεν τη γλύτωσε.
Εδώ είναι το Παντοπωλείο του Γιάννη Προκοπίου –Αλμπάνη – που παλιά διατηρούσε ο παντοπώλης και λαδέμπορας Κυριάκος Αρμουτέλλης και το παραδοσιακό αρτοποιείο του Θόδωρα Χατζόγλου. Είναι από τα παλαιότερα αρτοποιεία με φούρνο, όπου με ξύλα ζεσταίνονται οι πλάκες πάνω στις οποίες ψήνεται το γνήσιο λισβοριανό σιταρένιο ψωμί. Είναι μαζί με τον άλλον της οικογένειας Γιάννη Προκοπίου –Αλμπανέλ- που λειτουργεί ο Γιώργος Ζουπαντής, από τους λίγους εναπομείναντας δυστυχώς στην Ελλάδα.
Απέναντι το μαγαζί, παλιό κουρείο του μακαρίτη Γιάννη Δαλβαδάνη που λειτούργησε παλαιότερα και σαν παντοπωλείο ο Κώστας Εμμανουήλ. Εδώ γύρω στα 1940 στεγαζόταν και το Κοινοτικό Γραφείο με γραμματικό το Στραρτή Αξιωτέλλη.
Παρακάτω η κλειστή ταβέρνα του Νικολάου Κανελή. Κι αυτός… μακαρίτης. Στον πάνω όροφο τούτου του κτιρίου και λίγο πριν το 1930, ημερομηνία ίδρυσης του σημερινού Δημοτικού Σχολείου, στεγάστηκαν για λίγο χρονικό διάστημα και κάποιες τάξεις του σχολείοου.
Εδώ ένας άλλος δρόμος σε οδηγεί στο «μπουγλού σουκάτς». Είναι μια άλλη συνοικία του χωριού μας. και εδώ μπροστά μας το αρχοντικό των Προκοπίου. Εδώ η τέχνη της λιθογλυπτικής, έχει δώσει ένα αριστουργηματικό διάκοσμο που δεν συναντάμε παρόμοιο σε άλλο σπίτι μέσα στο Λισβόρι. Και εδώ έχει λαξευτεί λεπτά η ίδια πέτρα σε ιωνικά κιονόκρανα, φύλλα άκανθας, φολίδες, ρόδακες. Ήρθανε από έξω λένε οι Προκοπίου με μπόλικο παρά και έφτιαξαν τούτο το σπίτι, που σήμερα πέρασε σε ξένα χέρια.
Κατεβαίνουμε και αριστερά μας το ξερολάγκαδο, «Γκα τσεσμέ», μπροστά μας δε ένα ακόμη ιδιωτικό λιοτρίβι, που δεν υπάρχει πια. Αυτό ανήκε στους αδελφούς Ζουπαντή. Βρίσκεται στην έξοδο του χω­ριού, απέναντι στο χείμαρρο. Τούτο δεν υπάρχει πλέον αφού άλλαξε χρήση και λειτουργεί σαν σύγχρονος αλευρόμυλος, όπου αλέθονται τα σιτάρια του χωριού, από τον Παναγιώτη και την Ελένη Παπαναστασίου. Δίπλα ακριβώς ένα άλλο κομμάτι αυτού του κτιρίου, ο παλιός ο αλευρόμυλος, με τις μυλόπετρες και την πετρελαιομηχανή, του μακαρίτη Τάκη Ζουπαντή. Κτίστηκε όλο τούτο το κτίριο στις 5 Αυγ. του 1908.
Από την άλλη μεριά του ποταμού, βλέπουμε ερειπωμένο, με το μισοπεσμένο του φουγάρο, λιοτρίβι της εκκλησίας, που χτίστηκε το 1910. Τούτο δούλεψε μέ­χρι το 1948. Ανήκει τώρα το μισό στην Εκκλησία και το υπόλοιπο μισό σε δέκα άλλους μετόχους.
Ο δρόμος από δω και πέρα συνεχίζει για το Σκαμιούδι, τη σκάλα και λιμάνι του Λισβορίου. Θα βρεις μπροστά σου τη διασταύρωση για την περιοχή της Τίδας και της Φραγκοκλησιάς, όπου και τα ξωκκλήσια της Αγίας Παρασκευής και Αγίας Κυριακής.
Ένας άλλος δρόμος πιο κάτω σε βγάζει στη περιοχή της «Κάπης».
Κατεβαίνοντας στο Σκαμιούδι, δεξιά μας, ένας δρομίσκος οδηγεί στον Αη Σπυρίδωνα. Καινούριο εκκλησάκι έχει αντικαταστήσει το παλιό όπου η ανάγλυφη πέτρα μαρτυρεί τη χρονολογία του:. «Φεβρουαρίου 17 έτος 1930».
Είναι εδώ η περιοχή «Καυκάρα». Για αυτήν εδώ γράφει ο Ι. Κοντής «ότι εκτός από παλαιοχριστιανικά και πάλι λείψανα, υπάρχουν στην επιφάνεια και παλαιότερα όστρακα, αναφέρεται δε από τους χωρικούς και συχνή αποκάλυψη ταφών».
Ένας άλλος δρόμος από τα αριστερά βγαίνει στην περιοχή «Μπλο», με το ξωκκλήσι της Μεταμορφώσεως , συνδέεται και με τον ασφαλτόδρομο των θερμοπηγών.
Εδώ λοιπόν στο δρόμο της Καυκάρας μόλις τελειώσει η κατηφόρα, είναι και το εκκλησάκι της Παναγιούδας.
Εδώ πέρα και κοντά στην Παναγιούδα, ένας δρόμος σε βγάζει στις θερμοπηγές και ένας άλλος λίγο παραπέρα στις περιοχές «Μτσε», και «Ρουδαφνίδια» με τον υπέροχο υδρόμυλο. Προχωρώντας και μέσα από μπόλικες διασταυρώσεις και αγροτικούς χωματόδρομους θα βρεθείς ή στην Αγία Φωτεινή ή από ένα άλλο δρόμο στον Ταξιάρχη της «Πετραδερή». Θα καταλήξεις τελικά στο δρόμο Σκάλας Πολιχνίτου - Αχλαδερής, και στην περιοχή «Αρμυρός». Από δεξιά Σκαμιούδι, από αριστερά Σκάλα Πολιχνίτου.
Πιο κάτω απ’ την Παναγιούδα και δεξιά η διασταύρωση για την περιοχή Τέμενος και τον Άγιο Ισίδωρο.
Συνεχίζεις ευθεία και βρίσκεις μπροστά σου το Σκαμιούδι, με τις πανέμορφες ταβέρνες, το λιμάνι, τις βάρκες και τους ψαράδες και ο Άη - Νικόλας.
Πριν βρεις μπροστά σου τη θάλασσα, το σταυροδρόμι, Σκάλας Πολιχνίτου, Αχλαδερής. Απ’ τη μεριά της Αχλαδερής, δεξιά, τα «Λιβάδια», το ‘Αλικούδι» όπου και η πλαζ του χωριού, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια του Γιάννη Κουλαρά, ο Άγιος Παύλος, η Αχλαδερή.
(Φωτογραφίες έχουμε πάρει απ' το λεύκωμα της κ. Τζέλλης Χατζηδημητρίου ' 39 ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΚΟΥΡΕΙΟ).

Τρίτη 22 Απριλίου 2008

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ - ΠΑΣΧΑ - ΑΝΑΛΗΨΗ

Μεγάλη Εβδομάδα

«Βάγια Βάγια του Βαγιώ τρώνι ψάρια τσι κουλιό». Κυριακή των Βαΐων.
Μέρα γιορτής. Ο κόσμος όλος, το χωριό όλο, θα εκκλησιαστεί για ν’ ακούσει το τροπάριο, «Την κοινήν Ανάστασιν προ του Σου πάθους πιστούμενος…».. Η Εκκλησιά σήμερα είναι καταστόλιστη με βάγιες. Μερικοί κοιτάζοντας τις βάγιες θα κάνουν και τις προβλέψεις τους για την ερχόμενη ελαιοπαραγωγή. Αν έχει πολύ καρπό η βάγια θα έχουμε και καλό μαξούλι. Στο τέλος της λειτουργίας ο παπάς θα μοιράσει την ευλογημένη βάγια στον κόσμο, που όλοι θα την πάρουν με κάθε ευλάβεια στο χέρι τους, θα αλληλοχτυπηθούν ελαφρά στο κεφάλι, θα ευχηθούν με το απαραίτητο «τσι τ΄ χρον» και θα επιστρέψουν στο σπίτι. Οι νοικοκυρές θα τοποθετήσουν τα βαγιόκλαδα στο εικονοστάσι και θα ανασκουμπωθούν για τις δουλειές. Στο τραπέζι σήμερα ψαροφαγία. Ο παστός κολιός αδύνατο να λείπει τούτη τη μέρα. Λίγη αναστολή στη νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής. λόγω εορτής, και από αύριο Μ. Δευτέρα ξανά πάλι στην αυστηρά νηστεία.
Τη μέρα τούτη έχουμε στο Λισβόρι το « Ρουμάνι». Άλλοτε το συναντάμε και το Σάββατο του Λαζάρου το απόγευμα. Ένα μεγάλο κλαδί βάγιας πάνω στο οποίο είναι δεμένα διάφορα πολύχρωμα κουρέλια, το σηκώνει ο νεωκόρος ή κάποιος άλλος και με τη συνοδεία παιδιών, μετά τη λειτουργία, το περιφέρουν στα σπίτια του χωριού, για τα κάλαντα των Βαΐων. «Όξου ψύλοι, ποντικοί και μέσα του ρουμάνι, να φάει Βαϊόφυλλο να πέσει να πεθάνει». Οι νοικοκυράδες θα δώσουν στους επισκέπτες με το «Ρουμάνι» ρεγάλο αυγά, μερίδιο στα οποία έχει και ο παπάς.
Το βράδυ και πάλι στην Εκκλησία. Όλες βέβαια τις μέρες τούτες είναι αδιανόητο για το Λισβοριανό να μην εκκλησιαστεί. Απόψε «θα βγει ο Νυμφίος» και όλοι πρέπει να τον προσκυνήσουν.
Μεγάλη Δευτέρα και ξεκινά η Μεγάλη εβδομάδα. Το πρωί η προηγιασμένη. Στο σπίτι η νοικοκυρά ετοιμάζει το κουσάφι. Το νηστίσιμο Μικρασιάτικο ρόφημα – τύπου κομπόστας- με τις βρασμένες σταφίδες, τα κομμάτια από κυδώνι, το πορτοκαλόφυλλο, την κανέλα και τη ζάχαρη. Με κουσάφι ξεκινά η νηστεία της Μ. Σαρακοστής με κουσάφι και της Μ. Εβδομάδας. Στο τραπέζι αυστηρή νηστεία. Παράλληλα η απαραίτητες προετοιμασίες του σπιτιού –πρέπει όλα να λάμπουν- για τις Πασχαλινές ημέρες που έρχονται.
Τη μεγάλη Τρίτη έχουμε «τ’ς Κασσιανής του τρουπάρ». Μέρες προετοιμάζονται ψάλτες και βοηθοί για να αποδώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή». Με την απόλυση φεύγοντας ο καθένας θα πει και το δικό του σχόλιο.
-«όμουρφα του ’παν»
-«πιο καλά του ’παν πέρς».
Τη Μεγάλη Τετάρτη το Ευχέλαιο. Οι γυναίκες θα τρέξουν το απόγευμα στην Εκκλησία για να «φτσιλιαστούν». Απαραίτητο και ένα μπουκάλι λάδι –δώρο-, για τα κανδήλια της Εκκλησίας. Το βράδυ στα σπίτια ζυμώνεται «ατσοίμστ βλουγιά». Νοικοκυρές σε ιδιότυπη αγρυπνία θα ζυμώσουν με προσευχές και ψαλσίματα, και το ψιλοκοσκινισμένο σιταρένιο αλεύρι, την προσφορά για τη λειτουργία της Μ. Πέμπτης.
Ξημερώνει η Μεγάλη Πέμπτη. «Κότσιν Πέμτ». Μέρα δύσκολη και γεμάτη ασχολίες. Το πρωί η Θεία Λειτουργία. Ο παπάς θα προσκομίσει αυτή με την πιο όμορφη σφραγίδα, απ’ τις «ατσοίμστις βλουγιές». Σήμερα θα κοινωνήσει πολύς κόσμος. Και το ευτράπελο. «Είνι φουτιά γη μιτάδους σήμιρα, τσι ε καν να μιταλάβιν, νιες παντριμένις». Μετά τη Λειτουργία αμέσως στις δουλειές. Το σφάξιμο του αρνιού για τους άνδρες, το βάψιμο των αυγών για τις γυναίκες. Αυγά κόκκινα – «κότσιν Πέμτ», - αυγά πλουμιστά – φαραώ-. Το φυλλαράκι που διαλέχτηκε, μπαίνει πάνω στο αυγό, το αυγό δένεται σφιχτά μέσα σε ψιλή κάλτσα κι βάφεται έτσι. Όταν βγει από τη μπογιά, μένει, φυσική ζωγραφιά, στο σημείο που είχε κολλήσει το φυλλαράκι. άσπρο- , πάνω στο κόκκινο αυγό. Αυγά επίσης σε διάφορα χρώματα, με φυσικές μπογιές,. «καρυδότσιφλα», «αμυγδαλότσιφλα».
Το μάζεμα των λουλουδιών είναι μια ακόμη ασχολία της Μ. Πέμπτης. Το βράδυ, μετά την απόλυση της ακολουθίας πρέπει να στολιστεί ο Επιτάφιος και χρειάζονται λουλούδια. Οι κοπέλες λοιπόν αναλαμβάνουν τούτη τη δουλειά. Θα τρέξουν στα κοντινά χωράφια αλλά και στα διάφορα σπίτια για τη συγκέντρωση των απαραιτήτων λουλουδιών.
Το βράδυ η ακολουθία των Παθών. Θα διαβαστούν τα Δώδεκα Ευαγγέλια και θα βγει ο Εσταυρωμένος. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Στεφάνια από φυσικά λουλούδια που φτιάχτηκαν με μεράκι προηγουμένως, σκεπάζουν κυριολεκτικά ολόκληρο το Σταυρό.
Αργά το βράδυ και όλη τη νύχτα, μέσα στην Εκκλησία, το στόλισμα του Επιταφίου.
Μεγάλη Παρασκευή. «Σήμιρα Μαύρους ουρανός, σήμιρα μαύρη μέρα».
Απ’ το πρωί ο κόσμος στο πόδι. Να γίνουν οι τελευταίες ετοιμασίες για τον Επιτάφιο να τοποθετηθεί στη θέση του στο κέντρο του ναού και να είναι έτοιμος για την ταφή. Οι χωριανοί θα ρθουν, θα δουν τον Επιτάφιο και βέβαια θα σχολιάσουν για τις στολίστρες. Μετά όλοι στο νεκροταφείο για να ψαλλούν τα τρισάγια στους νεκρούς. Χρέος μεγάλο κι αυτό και δεν έχουμε δικαίωμα να το παραβλέψουμε. Οι νεκροί μας κάθε χρόνο τέτοια μέρα περιμένουν τις προσευχές μας. Θα επιστρέψουμε και πάλι όλοι στην Εκκλησία και θα ξεκινήσουν οι Μεγάλες ώρες της Μ. Παρασκευής και αμέσως μετά ο Εσπερινός με την Αποκαθήλωση και τη Ταφή. Βλέπεις σήμερα, στο πρόγραμμα της σημερινής μέρας δεν χωράει τίποτες άλλο. Όλα για Το Χριστό. Ακόμα και φαγητό στο τραπέζι, καλά – καλά δεν μπαίνει. Νωρίς το απόγευμα το μοιρολόι. Γύρω – γύρω στον Επιτάφιο μαζεμένοι μικροί και μεγάλοι τραγουδούν «Τ’ς Παναγιάς του τραγουδ». Μοιρολόι για το Χριστό μα και προφητεία για τη Ανάσταση.
Και συνεχίζουμε. Ο όρθρος του Μ. Σαββάτου. «Κύμματι θαλάσσης» και εγκώμια. Μεγάλη στιγμή κι αυτή. Όλη τη Σαρακοστή οι ψαλτάδες ετοιμάζουν τις χορωδίες για τα εγκώμια. Και βέβαια οι πιο καλλίφωνες το «Ω γλυκύ μου έαρ» και το «Έρραναν τον Τάφον».
Θα κλείσει η Μ. Παρασκευή με την περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού, παλαιότερα, απαραίτητο να επισκεφθεί και τους νεκρούς, η νεκραναστάσιμη αυτή λιτανεία και επιστρέφει πια ο κόσμος στα σπίτι για να επιστρέψει και πάλι πρωί – πρωί για τη λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου, την « πρώτη Ανάσταση». «Ανάστα ο Θεός…» και γεμίζει ο παπάς με φύλλα βάγιας όλη την Εκκλησία. Οι γυναίκες προσπαθούν να τα πιάσουν στο αέρα. Πριν πέσουν κάτω τα μαζεύουν για να τα πάρουν στο σπίτι. Είναι καλό φυλαχτό…
Στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου που σήμερα κατ’ εξαίρεση την κάνουμε μέσα στο κουβούκλιο του Επιταφίου και όχι πάνω στην Αγία Τράπεζα, δεν θα μείνουν και πολλοί ακοινώνητοι. Κατόπιν όλοι στο σπίτι. Πολλές οι δουλειές που περιμένουν τους χωριανούς. Φτάσαμε πλέον στην Ανάσταση και πρέπει όλα να τα κάνουμε Αναστάσιμα.
Ανάσταση

Και φθάνουμε στο αποκορύφωμα όλων αυτών των ημερών. Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Όλοι στο πόδι και πανέτοιμοι. Με τη λαμπάδα στο χέρι, - «λαμπάδα που μπορεί να είναι και από… χέρι» που την κρατά καμαρωτά η κοπελιά, λαμπάδα του νονού και της νονάς στα βαφτιστήρια -, με το αυγό το κόκκινο και τα σπίρτα στην τσέπη, για να αναστηθούν κι αυτά. Πριν ακόμη χτυπήσει η καμπάνα, στις 11 το βράδυ, η Εκκλησία ασφυκτικά γεμάτη. Όλοι με την καλή την φορεσιά τους με το χαμόγελο τους, με τις μπόλικες τις ευχές τους. Μετά το «Κύμματι θαλάσσης», θ’ ανάψουν τις λαμπάδες τους, και θα περιμένουν να δουν «ποιος θα πάρει φέτος την Ανάσταση». Ο επίτροπος με το που ανάβουν τα φώτα μετά το «Δεύτε λάβετε φως…», έχει πάρει τη θέση του μπροστά στην Άγια Πόρτα. Κάνει τρεις μετάνοιες στον παπά που κρατά την Ανάσταση – το ξύλινο λάβαρο της Ανάστασης - στα χέρια του, την ασπάζεται και καμαρωτός στέκεται στο κέντρο του σολέα. «Η Αγία Ανάσταση προσφέρεται…». Κι αρχίζει το πλειοδότημα για το ποιος θα δώσει τα πιο πολλά για να σηκώσει φέτος την Ανάσταση απόψε και τη Κυριακή του Πάσχα.
Θα βγουν όλοι μαζί μετά στην αυλή, θα ακούσουν το «Χριστός Ανέστη» και μετά θα περάσουν όλοι να ασπαστούν την Ανάσταση και να ευχηθούν τα Χρόνια πολλά στον φετινό πλειοδότη που την κρατά. Μπαίνοντας ξανά στην Εκκλησία, οι πόρτες είναι κλειστές. Χρειάζεται η βροντερή φωνή του παπά, «Άρατε πύλας οι άρχοντες της γης», για να ανοίξουν και να εισέλθει «ο βασιλεύς της δόξης». Μάταια φωνάζει από μέσα ο επίτροπος, «Τις έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης». Ένα δυνατό σπρώξιμο απ’ τον παπά και οι πύλες ανοίγουν διάπλατα. Από κει και πέρα, άλλοι θα επιστρέψουν στο σπίτι με τις αναμμένες λαμπάδες για το φαγοπότι και άλλοι θα παραμείνουν στην Εκκλησία για την Αναστάσιμη θεία Λειτουργία. Όλοι όμως πριν μπουν στο σπίτι, θα κάνουν σταυρό με την κάπνα τις λαμπάδας στο ανώφλι της πόρτας και θ’ ανάψουν το καντήλι με το αναστημένο φως.
Την Κυριακή του Πάσχα έχουμε τη Δευτερανάσταση. Όλοι στα γιορτινά ντυμένοι, ιδιαίτερα οι κοπέλες που είναι σε ώρα γάμου έχουν κάτι ξεχωριστό να βάλουν για τον Εσπερινό της Αγάπης και την Αναστάσιμη λιτανεία στους δρόμους του χωριού.
Ακολουθεί η Διακαινήσιμη εβδομάδα. Και οι χωριανοί όλες αυτές τις μέρες γιορτάζουν αληθινά. Χαίρονται σωματικά και ψυχικά. Η Λαμπροδευτέρα βέβαια είναι και πάλι μέρα εκκλησιασμού, είναι κι αυτή Ανάσταση και μετά η προετοιμασία για τα «φουρνιστά».Θα ετοιμαστεί το γεμιστό αρνί, Θα γεμίσουν με ρύζι, εντόσθια ψιλοκομμένα και μυρωδικά το « κανάτι», θα μπει στον «καπατσιαστό» τζετζερέ, θα ετοιμαστεί ο φούρνος της γειτονιάς- τα πιο πολλά σπίτια είχαν και το φούρνο τους - και θα μπουν εκεί, όλης της γειτονιάς τα «καπατσιαστά» και θα μείνουν εκεί μέσα μέχρι να γίνουν «λουκούμι». Με την αναμονή βέβαια, χοροί και τραγούδια έξω απ’ της γειτονιάς το φούρνο. Και το γλέντι συνεχίζεται…


Λαμπροτρίτη.

Φρόντισαν, γράφει ο Απόστολος Αναγνώστου, οι Λισβοριανοί να κτίσουν μια μικρή εκκλησούλα στο όνομα της Παναγίας, που λόγω του μικρού μεγέθους της τη βάφτισαν «Παναγιούδα». Αυτή βρίσκεται στον καλοκαιρινό οικισμό της «Καυκάρας» που παλαιότερα σχεδόν όλοι οι νοικοκυραίοι είχαν τις ιδιότυπες κατοικίες τους, «τα ντάμια» και το απαραίτητο αλώνι. Εκεί συνάθροιζαν τα γεννήματα τους, και κυρίως το στάρι και εκεί γινόντουσαν όλες οι απαραίτητες εργασίες∙ αλωνίσματα, λιχνίσματα και τα λοιπά. Κι αυτό από το Μάιο μέχρι και το Σεπτέμβριο. Η Παναγιούδα μπορεί να χαρακτηριστεί για τα χρόνια εκείνα σαν ένας καλοκαιρινός ενοριακός Ναός για κείνον τον οικισμό. Την Τρίτη λοιπόν από το Πάσχα όλο το χωριό κατέβαινε στην Καυκάρα από το πρωί για να παρακολουθήσουν την Πασχαλιάτικη ακολουθία, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ανοιξιάτικη και αναστάσιμη.
Μετά το τέλος τη Θείας Λειτουργίας, όλοι μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, έπαιρναν το καφέ τους, ή το όποιο άλλο ποτό τους, συνήθως ούζο, στα πρόχειρα καφενεία που είχαν στηθεί, στα οποία φρόντιζαν να υπάρχουν και τα υποτυπώδη έπιπλα, μπουφές, τραπέζια, καρέκλες κ. λ. π. Εκεί οι μεζέδες έδιναν και έπαιρναν… αυγά, τυριά, ψητό κρέας. Γλέντι και τραγούδι, χορός και πανηγύρι στην Καυκάρα πολλές φορές και με ιδιότυπα όργανα, τον «τενεκέ», και το βράδυ η συνέχεια στο χωριό.
Όλες αυτές τις μέρες εύρισκαν ευκαιρία και οι ερωτευμένοι για να στείλουν στη αγαπημένη τους, «σ’ γιαβουκλού ντουν», ένα ερωτικό δώρο, που ήταν ένα χαρτί χαλβάς, που εκείνη απαντούσε στέλνοντας με τις φίλες της, μέσα σε μεταξωτό μαντήλι τα «φαραώ» αυγά με τα πολλά χρώματα.

Η Ανάληψη.

Σαράντα μέρες, μας λέει πάλι ο Απόστολος Αναγνώστου, μετά την Ανάσταση, την Ανάληψη, δηλαδή την εν­σώματη στους ουρανούς άνοδο, του Κυρίου μας, εορτάζουμε. Από το ρήμα ^αναλαμβάνω» η λέξη «Ανάληψη", και δηλώνει ότι ο Πατήρ ανά­λαβε -πήρε - στους ουρανούς, τον Υιό, μετά την ολοκλήρωση του έργου Του στη γη.
Η γιορτή είναι μεγάλη και γι" αυτό παλαιότερα ήταν αργία για τι σχολεία. Στο Λισβόρι που οι κάτοικοι από παλιά τιμούσαν όλες τις γιορ­τές, εκτός βέβαια από τον απαραίτητο εκκλησιασμό, τηρούσαν και διάφορα έθιμα σε συνδυασμό με τη γιορτή.
Θυμάμαι λοιπόν, δεν ξέρω αν τηρείτε από πολλούς σήμερα, τη μέ­ρα της Ανάληψης, απαραίτητα, έπρεπε ολόκληρη η οικογένεια να κάνει μπάνιο, ή στην ανάγκη μόνο να λουσθεί, με νερό που οι γυναίκες, την παραμονή, το προετοίμαζαν κατάλληλα. Έβραζαν λοιπόν μέσα στο νε­ρό που προοριζότανε για το μπάνιο της οικογένειας, διάφορα αρωματικά φυτά, δεντρολίβανο, μαντζουράνα, φύλλα καρυδιάς κ. λ. π, και την ημέ­ρα της Ανάληψης όλοι μικροί και μεγάλοι, έπρεπε να κάνουν, μ1 αυτό το μπάνιο τους. Η μάννα μου θυμάμαι, Φώναζε να διακόψουμε και το παιχνίδι ακόμα για το απαραίτητο λούσιμο. Σε κανένα άλλο μέρος, απ' τα γύρω χωρία δεν γνωρίζω να γίνεται κάτι τέτοιο.
Την ήμερα επίσης της Ανάληψης, απαραίτητο, για την οικογένεια, ένα ποτήρι γάλα, ή «ψυρούτς», ή ένα πιάτο ρυζόγαλο. Όσο αφορά τους τσομπάνηδες και αυτούς που έχουνε πρόβατα, για την υγεία των ζώων τους, πρέπει να μοιράσουν, τη μέρα αυτή, γάλα σε διάφορα σπιτικά.





Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ

Μόλις μπούμε στον καινούριο χρόνο και πάνε να ξεχαστούν οι πανηγυρισμοί του Δωδεκαημέρου, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, αμέσως τα ημερολόγια στα χέρια για να ψάξουμε για το Πάσχα. Πότε το Πάσχα εφέτος, πότε οι Αποκριές, πότε η Καθαρά Δευτέρα.
Τα ήθη και τα έθιμα δίνουν και παίρνουν και η ζωή μπαίνει σε άλλο ρυθμό. Φροντίδα της νοικοκυράς να προετοιμάσει κατάλληλα όλη την ατμόσφαιρα του σπιτιού για να φανεί ότι κάτι αλλάζει στην οικογένεια. Για να φανεί έρχεται η Σαρακοστή.
Όπως σ’ όλη τη Λέσβο έτσι και στο Λισβόρι οι εορτές, για τις Αποκριές, και οι προετοιμασίες γι’ αυτές αρχίζουν από την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνουν την Καθαρά Δευτέρα. Οι εορταστικές εκδηλώσεις εντείνονται όσο πλησιάζει η καθαρά Δευτέρα, και κορυφώνονται τις δυο Κυριακές πριν απ’ αυτήν, την Κυριακή δηλαδή των Απόκρεω και την Κυριακή της Τυρινής. Τις μέρες αυτές ομάδες μεταμφιεσμένων, παιδιών ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, περιέρχονται τους μαχαλάδες με ραβδιά στα χέρια και αστειεύονται με όλους, απειλούν με τα ραβδιά τους, γελούν και γλεντούν. Μπαίνουν μάλιστα και στα σπίτια και περιμένουν το ρεγάλο τους. Τούτα είναι τα «γιούνια». Για τις αταξίες, τις φωνές και την όλη συμπεριφορά τους ένα σκωπτικό δίστιχο λέει: «Γιούνια – Γιούνια, τ’ ς Απουκριγιάς τα γρούνια».
«Ένα ζευγάρι συνήθως από άνδρες, μας έγραψε ο Απόστολος Αναγνώστου, ο ένας γαμπρός και ο άλλος νύφη, με μουτζουρωμένα τα πρόσωπα, ήταν μια, παλιότερη, αποκριάτικη φιγούρα. Ένας τσιγγάνος και μια τσιγγάνα, που σου έλεγαν τη μοίρα ένα ακόμα ζευγάρι με «γιούνια».Ο Στρατής ο Παγώτης είχε αλείψει το Δημητρό τον Αποστολέλλη (του «γρουν»,όπως τον έλεγαν, με πετιμέζι και είχε κολλήσει στο σώμα του φτερά και με ένα λουρί που του ’χε περάσει στο λαιμό, παρίστανε τον αρκουδιάρη με την αρκούδα του. Μια άλλη κατασκευή που ο ίδιος έκανε, ήταν ένα αυτοσχέδιο βιολί, στο οποίο, μόλις τραβούσε το δοξάρι πάνω στα τέλια σηκωνότανε ένα ρεπάνι όρθιο. Μια έξυπνη…σόκιν κατασκευή.
Όλοι αυτοί οι μασκαράδες, «τα γιούνια», χόρευαν γυρίζοντας το χωριό, με συνοδεία ζωντανής μουσικής, ή γραμμόφωνου και της λατέρνας που την έφερε στο χωριό ο Νικόλαος Πετρίδης».
Όλη την εβδομάδα της Τυρινής έχουν την τιμητική τους οι πίτες, με πρώτες και καλύτερες τις πίτες με βάση το γάλα. Ριζόπιτες, μυζηθρόπιτες και γαλακτομπούρεκα, αλλά και χορτόπιτες, με «ψιλά» χόρτα και τυριά αλλά και ρυζόγαλα και κρέμες και ότι φανταστείς. Έφτιαχναν ακόμη «μτζιθρουπτάρια», γλύκισμα σε σχήμα κεφτέ με βάση τη μυζήθρα και τη ζάχαρη που το τηγάνιζαν και «κατμέρια» -«μπιστριμέδις»- πού ’ναι η σπιτική χωριάτικη τυρόπιτα με φύλλο ανοιγμένο στο χέρι και γέμισμα με τυρί και μυρωδικά, δυόσμο και πιπέρι, τηγανιτά κι αυτά. Τρώνε στο σπίτι, δίνουν στη γειτονιά, μοιράζουν σε φίλους και γνωστούς, κερνάνε τους μουσαφίρηδες. Στο τέλος το βράδι της Κυριακής της Τυρινής κλείνει «μι τ’ αυγού του τσίσλσμα». Τελειώνοντας από το γιορτινό αποκριάτικο τραπέζι, θα κυλήσουν το αυγό πάνω στο τραπέζι, πριν το σπάσουν για να το φάνε, με την ευχή: «σα που τσλα τ’ αυγό έδιετς να τσλυς τσι γη Σαρακουστή».
«Τις Απόκριες, μας είπε παλαιότερα ο Παναγιώτης (Δούκα) Τσεσμελής, μαζεύονταν πολλές οικογένειες σ’ ένα σπίτι, έπαιζαν το ταψί, και χόρευαν. Πολλοί απ’ αυτούς ντύνονταν «γιούνια».
Την τελευταία Αποκριά έκαναν πολλά φαγητά, όπως πίτες διάφορες. Κότες πιλάφια και ότι έμενε το έδιναν την άλλη μέρα, Καθαρά Δευτέρα, στους Γιουρούκηδες, γύφτους, για να πάρουν ξύλα.
Οι «Γιουρούκδις» -Γιουρούκηδες, Γιουρούκοι – ήταν νομαδική φυλή, ομόθρησκοι με τους Τούρκους, που ζούσαν παλαιότερα στο δάση της Λέσβου και κύρια ασχολία τους ήτανε η υλοτομία και η εκμετάλλευση της ξυλείας από τα δάση.
Την Καθαρά Δευτέρα έτρωγαν κουκιά βρεγμένα μόνο κι έκαναν το κουσάφι, με νερό και σταφίδες. Όλη αυτή τη βδομάδα δεν έτρωγαν ούτε λάδι».
«Κουσάφ»: Μικρασιάτικο πιόμα, είναι ένα είδος κομπόστας με σταφίδες. Σταφίδες βρασμένες, με μυρωδικά, πορτοκαλόφυλλα, λίγη ζάχαρη αν τη τραβά η όρεξη, ίσως και κάποια μικρά κομματάκια κυδωνιού και σερβίρεται την Καθαρά Δευτέρα. Δεν υπάρχει σπίτι στο Λισβόρι που να μην διαθέτει και να μην κερνά «Κουσάφ», την Καθαρή Εβδομάδα.
Να σημειώσουμε εδώ και το «τρίμερο», το γνωστό στην εκκλησία μας ανέλαιο τριήμερο, κατά οποίο οι πλέον δυνατοί , γυναίκες περισσότερο νηστεύουν παντελώς, χωρίς να βάλουν στο στόμα τους ούτε νερό, τις πρώτες τρεις ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και κοινωνούν κατά την πρώτη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων της Τετάρτης.
Άμεση σχέση με το πρωτοβδόμαδο, την Καθαρά εβδομάδα, έχουν και τα λεγόμενα «τριμεριάτικα». Η νύφη στην πεθερά και στην κουνιάδα, η μητέρα του παιδιού στην κουμπάρα και τον κουμπάρο που βάφτισαν το παιδί της κατά τον άγραφο νόμο του χωριού πρέπει να πάει τα «τριμεριάτικα». Μέσα σε δίσκο στολισμένο μπαίνει το «κουσάφι» σε κανάτα, η κολοκυθόπιτα, οι καραμέλες, τα σύκα τα γεμιστά με καρύδι και μυρωδικά, όλα νηστίσιμα για να πάνε σαν δώρα, για το καλό των ημερών και να ανταλλαγούν οι καθιερωμένες ευχές για καλή Σαρακοστή. Φυσικά ο δίσκος θα επιστραφεί με τα ανάλογα αντιδώρα.
«Το βράδι της Κυριακής (της Τυρινής), σημειώνει ο Απόστολος Αναγνώστου, έπρεπε να πλυθούν όλα καλά μη τυχόν και μείνουν υπολείμματα από αρτύσιμες, των ημερών της κρεωφαγίας, τροφές.
Η πρώτη απ’ ότι θυμάμαι λαδερή τροφή μετά την Κυριακή αυτή, ήτανε χορτόπιτα, που ψηνότανε στα κάρβουνα του τζακιού, και την έτρωγε όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι, την Παρασκευή το βράδυ, μετά την απόλυση της Εκκλησίας, στους πρώτους «χαιρετισμούς». Λόγος για γαλακτερά και ψάρια πλέον δεν γίνεται παρά μόνον την εορτή του Ευαγγελισμού και την Κυριακή των Βαΐων.
Άμεση σχέση με τα παραπάνω και φυσικά τη ψυχαγωγία των κατοίκων, έχουν και τα παρακάτω αναφερόμενα από τον Απόστολό Αναγνώστου, συνταξιούχο εκπαιδευτικό και ιεροψάλτη του ναού μας και αναφέρονται σε μνήμες της Αποκριάς με κέντρο αναφοράς το «Μπάλλο», παραδοσιακό γλέντι και χορό των τελευταίων ημερών της εβδομάδας της Τυρινής.
«Ήρθαν και πάλι οι Αποκριές και πέρασαν όπως γίνεται χρόνια και χρόνια…
Θυμάμαι παλιότερα στο χωριό μας πως διασκέδαζαν, με τις όμορφες και συμβολικές μεταμφιέσεις, άνδρες και γυναίκες και μάλιστα όχι λίγοι, που διέθεταν και έμφυτο χίουμορ, χωρατατζήδες όπως τους λέμε, έβρισκαν την ευκαιρία να επιδείξουν τις ικανότητες τους. Η γύρα στο χωριό, την τελευταία Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα, ήταν το επιστέγασμα όλων αυτών των «υπαίθριων παραστάσεων»και ο κόσμος χαιρόταν και διασκέδαζε. Όλες αυτές τις μέρες και ιδιαίτερα τα βράδια των δυο Κυριακών, «Κριγιατνής»και «Τυρινής», γινόντουσαν οι διασκεδάσεις, οι «μπάλοι» οι χαρές και τα γέλια.
Θυμάμαι ακόμη το «μπάλλο», όπως λέγαμε τη διασκέδαση της τελευταίας Κυριακής.
Μικρός τότε, πρέπει να ήταν το …34 ή το …35 με …36, που στο χωριό και στα καφενεία της Αγοράς, έπαιζαν λαϊκές κομπανίες. Ήταν τότε άφθονες σ’ όλο το νησί.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι τότε χόρευαν πάντα ζευγάρια, άνδρας και γυναίκα (ανδρόγυνο), ή δυο φίλοι, ή δυο φίλες. Δεν υπήρχε αυτό το χάλι που βλέπουμε σήμερα, που κάθε άλλο παρά χορός είναι. Ο χορός είναι έκφραση συναισθημάτων και χάρη χορευτής έχει τη δική του χάρη όταν χορεύει. Εξ άλλου υπήρχε και μια διαδοχική και απαράβατη σειρά στο χορό. Συρτός, μπάλλος, καρσιλαμάς, και τελευταία ομαδικός –Σέρβικος – ή Καλαματιανός με όλη την παρέα του τραπεζιού. Δεν τολμούσε κανείς να σηκωθεί αν κάποιο ζευγάρι χόρευε. Στην περίπτωση αυτή που αναφέρω η αυτοσχέδια ορχήστρα, ανάλογα με την περίπτωση, δηλ. ποιο ζευγάρι χόρευε έλεγε και τα σχετικά τετράστιχα. Και ποιος πάνω σε τέτοιο κέφι δεν έριχνε λεφτά στις τραγουδίστριες…και ας πάει και το παλιάμπελο! Θυμάμαι που κόντευε να ξημερώσει και το κέφι ήταν αμείωτο, μπέτο.
Αυτές οι διασκεδάσεις ήταν το κάτι άλλο και δεν μοιάζουν με τις σημερινές άχαρες εκδηλώσεις τόσο σε ομαδικό όσο και σ ατομικό επίπεδο. Ίσως να έχω άδικο γιατί παρά είμαι μεγάλος και δεν μ’ αρέσουν τα σημερινά. Πιθανόν, αλλά βλέπω και τους νέους και τις νέες της εποχής που κάτι τέτοιες μέρες πλήττουν. Δεν διασκεδάζουν! Όταν κανείς χαίρεται, φαίνεται καθαρά. Και όταν μελαγχολεί πάλι φαίνεται».
Ακόμη ο Απόστολος Αναγνώστου μας έγραψε τις αναμνήσεις του για την «Καμήλα».Ένα ξεχασμένο έθιμο στο χωριό μας, των ημερών αυτών, που όμως το έχουμε δει να γίνεται και σε άλλα μέρη στο νησί μας, όπως τα Πάμφιλα και στο Μεσότοπο αλλά και εκτός νησιού, όπως στη Σταυρούπολη Ξάνθης και σε άλλες περιοχές, όπως κατέγραψε σε μια συγκριτική μελέτη με τίτλο ¨Δρώμενα και Λαϊκό Θέατρο. Θράκη Αιγαίο Κύπρος» ο Θόδωρος Γραμματάς.
«Αυτές τις μέρες των Αποκρεών, που γίνεται μεγάλη βαβούρα κυρίως από τα κανάλια και των παρουσιάσεων των προετοιμασιών στα διάφορα μέρη της χώρας μας, για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις που θα παρουσιαστούν την τελευταία Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα, θυμήθηκα τις Αποκριές στο χωριό μας πριν 60 -70… χρόνια… Τότε όλα ήταν αυθόρμητα· φτωχικά μεν αλλά πιο ζεστά και πιο ανθρώπινα.
Μια λοιπόν από τις Αποκριάτικες εκδηλώσεις ήταν και η «Καμήλα».
Δυο απ’ τους καμηλιέρηδες που θυμάμαι ήταν ο Φίλιππας ο Προκοπίου, ο Φίλιππας με το λεβέντικο παρουσιαστικό και πάντα αμετακίνητος στις απόψεις του και αργότερα ο Ευστράτιος ο Θερμιώτης, ο Τάκης, (που αν τολμούσε κανείς να τον φωνάξει με ολόκληρο το όνομα του, έπρεπε να είναι προετοιμασμένος να ακούσει τα εξ αμάξης).
Ένα πτώμα (κουφάρι) γαϊδάρου, ή αλόγου και συγκεκριμένα οι σπόνδυλοι του λαιμού και το κεφάλι, ήταν η πρώτη ύλη για την «καμήλα». Αυτά αφού θα καθαριστούν και θα συναρμολογηθούν πάνω σε μια σιδερένια βέργα θα αποτελέσουν το λαιμό και το κεφάλι της καμήλας. Το κεφάλι στο πάνω μέρος της βέργας και η κάτω σιαγόνα δένεται κατάλληλα με ένα σύρμα και κατά τέτοιο τρόπο ώστε το στόμα να ανοιγοκλείνει και να φαίνεται η «καμήλα» ζωντανή. Το άλλο άκρο της βέργας στερεώνεται πάνω σε μια σκάλα που είναι και ο σκελετός για το σώμα της «καμήλας».
Τη ξύλινη σκάλα που είχε κατάλληλες λαβές στα πλάγια τη σήκωναν νέοι στους ώμους τους σκεπασμένοι με ένα χράμι, ώστε να μην φαίνονται και από πάνω ήταν ριγμένο ένα καρπετί όπως αυτά με τα οποία στόλιζαν κατασάμαρα τα ζώα στα πανηγύρια. Στο πίσω μέρος της σκάλας, που υποτίθεται είναι τα οπίσθια της «καμήλας», έδεναν την ουρά. Σκληρές λαγάρες με μια τούφα στην άκρη από τρίχες βοδιών, που κατάλληλα σηκωνόταν για να διώξει τις μύγες· το δεύτερο ζωντανό σημείο της καμήλας. Κάπου στη μέση ένα μαξιλάρι έδειχνε την καμπούρα της «καμήλας».
Επάνω λοιπόν σ’ αυτή την κατασκευή ο καμηλιέρης ντυμένος Βεδουίνος, με μια μακριά κελεμπία, ένα χρωματιστό γιλέκο, ένα σαρίκι με κορδόνια πολύχρωμα και ένα καμουτσίκι στο χέρι συμπλήρωνε όλη την παράσταση.
Αυτή η «καμήλα» έκανε βόλτες στο χωριό και κάνοντας διάφορες στάσεις, απάγγειλε ο καμηλιέρης αυτοσχέδια τετράστιχα εν μέσω ζωηρών χειροκροτημάτων και ζητωκραυγών».