Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Οι Καλ’κατζάρ’


Οι Καλ’κατζάρ’

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΛΒΑΝΟΥ


Αποτέλεσμα εικόνας για καλικαντζαρος


Σαν έφτανε το ∆ωδεκάµερο (1), η γιαγιά η Γιωργούλα γινόταν άλλος άνθρωπος. ∆ε γέλαγε , δεν αστειευόταν, δεν τραγούδαγε, δεν έκανε τις δουλειές που πάντα της άρεσε να κάνει, να βάλει µπουγάδα, να ζυµώσει, να υφάνει, να τυροκοµήσει…Έδειχνε σαν κάτι να την απασχολεί, σαν κάτι κακό να περίµενε, που όµως ήταν έτοιµη να το παλέψει και να το αντιµετωπίσει. Πολλές φορές την άκουγα να µονολογεί χαµηλόφωνα και µόλις ξεχώριζα να λέει : - Τ’ π’σσόκωλ’ (2) οι γιοι …οι ζηρζηβούλ’δης (3)…Ας έρτην (4) σαν τους βαστά…Χίλια παλούκια. θα µπουν στον κώλο τους … Έριχνε χοντρά κούτσουρα στη γωνιά, κάπου – κάπου και καµιά φούχτα χοντρό αλάτι (5),έσερνε το µαξιλάρι της δίπλα στη φωτιά και δόστου - φέρτου να κλώθει στο αδράχτι της ατέλειωτη βαµβακερή κλωστή. - Γιατί, γιαγιά Γιωργούλα, είσαι θυµωµένη απόψε ; ρώτησε µε παράπονο η µικρή εγγονούλα της, η αδελφή µου Μαρία. Κάναµε τίποτα κακό ; Είπαµε κάτι που δεν έπρεπε ; - ∆ε φταίτε σεις, παιδάκι µου ! κούνησε το κεφάλι της η γιαγιά. Φταίνε οι βηλζηβούλ’δης (3) οι µαγαρισµέν’ (6) .Όπου να ’ναι θα ξεπροβάλουν . Είναι οι µέρες τους. Θα έρθουν να µαγαρίσουν (7) πάλι όλο τον κόσµο. Τ’ π’σσόσκατ’ (2) οι γιοι! Τ’ αναγελάσµατα τ’ ανθρώπου … - Και τι είναι, γιαγιά, αυτοί τ’ π’σσόσκατ’ οι γιοι, οι ζηρζηβούλ’δης ; ρώτησε µε το στόµα ανοιχτό, γεµάτη απορία η Μαρία. - Είναι, παιδί µου, οι Καλ’κατζάρ’ !Αερικά, δαιµονισµένα πλάσµατα ! είπε η γιαγιά ,έκανε το σταυρό της κι έφτυσε τρεις φορές στον κόρφο της, για να ξορκίσει το κακό . Σαν έρχονται, µπροστά πάει ο αρχηγός τους ο Κουτσός, ο γαϊδουροπόδαρος .Τριγύρω του χορεύουνε και πηδάνε αµέτρητοι άλλοι. Είναι τόσοι δα, µια σταλιά, µα είναι διαβολεµένοι. Τρέχουν γυµνοί, φοράνε στα κεφάλια τις κουκούλες από γουρουνίσιες τρίχες και στα ποδάρια τους, που είναι σαν του τραγιού ή του γαϊδάρου, φοράνε σιδερένια τσαρούχια . Κρατάνε στα χέρια τους αγκλίτσες κι έχουνε νύχια σουβλερά και γυριστά σαν τα δρεπάνια. Φαφούτηδες, λιγδιάρηδες ,µε ξέπλεκο µαλλί, άλλος κουτσός, άλλος κουλός, µη δώσει ο Θεός, παιδί µου, και βρεθούνε στο δρόµο σου. - Κι από πού έρχονται, γιαγιά, οι Καλ’κατζάρ’; Ρώτησε τώρα µε τρεµάµενη από τον φόβο φωνή η Μαρία . Η γιαγιά συνδαύλισε τη φωτιά, έριξε κι άλλο κούτσουρο στη γωνιά , άφησε στο πλάι της το αδράχτι και πήρε στην αγκαλιά της τη Μαρία, που κρύφτηκε όσο µπορούσε πιο πολύ στη νησιώτικη βράκα της γιαγιάς. - Έρχονται από τον Κάτω Κόσµο, Μαρία µου !Ζούνε εκεί σε σκοτεινές αραχνιασµένες σπηλιές και τρώνε φίδια, σαύρες, ποντίκια και γάτες. Εκεί στον Κάτω Κόσµο πριονίζουν µε τα δόντια και µε τα νύχια τους ασταµάτητα ,µέρα και νύχτα, τις τρεις κολόνες που βαστάνε τον Απάνω Κόσµο. Θέλουνε να τις γκρεµίσουν και µαζί µ’ αυτές να γκρεµιστεί κι ο κόσµος όλος. Τις πελεκάνε τις κολόνες όλο τον χρόνο, παρά δώδεκα µέρες. Τότες πια δεν αντέχουν άλλο ,τις παρατάνε και βγαίνουν να ξανασάνουν στον Απάνω Κόσµο. Κάθονται δώδεκα µέρες, µα σα ξαναγυρίσουν ,οι κολόνες έχουν θρέψει κι αυτοί ξαναρχίζουν πάλι το πελέκηµα απ’ την αρχή. - Και τι κάνουν, γιαγιά, αυτές τις δώδεκα µέρες στον Απάνω Κόσµο ; ρώτησε τώρα, ξεθαρρεµένη στη ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς της ,η Μαρία. - Και τι δεν κάνουν ,παιδί µου, οι τρισκατάρατοι !Τρυπώνουν στα σπίτια απ’ όπου βρούνε !Από τις καµινάδες, από τις κλειδαρότρυπες, από τις χαραµάδες…Σπάζουν τα κιούπια (8) και χύνονται τα κρασιά και τα λάδια. Σπάζουν τα σταµνιά και τα κουµάρια (9) και µένουν οι άνθρωποι χωρίς να έχουν νερό να πιούνε. Σκορπούν το στάρι και το αλεύρι και µαγαρίζουν τα φαγητά. Κατουράνε και σβήνουν τη φωτιά και σκορπάνε µέσα στο σπίτι τη στάχτη. Πειράζουνε στον δρόµο όποιον βρούνε και δεν τον παρατάνε, αν δε λαλήσει ο µαύρος πετεινός. Τις νύχτες µε φεγγάρι χορεύουνε στις ράχες και στα ξέφωτα κι άµα βρούνε κανέναν µοναχικό στα χωράφια ,τον παίρνουν και τον αναγκάζουν να χορεύει µαζί τους µέχρι που να λαλήσει ο πετεινός. Έχουν στο µάτι (10) τους µυλωνάδες κι όσους πηγαίνουν στον µύλο ν’ αλέσουν σιτάρι. Λερώνουν τ’ αλεύρι, ξεσκίζουν τα σακιά και το σκορπάνε στους δρόµους. Τροµάζουν τα ζώα και τους ανθρώπους ,κάνουν τον κόσµο άνω – κάτω… - Εσύ τους είδες τους Καλικάντζαρους, γιαγιά ; τη ρώτησα µε τη σειρά µου κι εγώ, θέλοντας να την πειράξω λιγάκι και να κάνω τάχα πως δεν τα πολυπιστεύω αυτά που λέει . - Εγώ δεν τους είδα, Θεός φυλάξει, Γιαννάκη µου ! απάντησε η γιαγιά, σταυροκοπήθηκε κι έφτυσε πάλι τρεις φορές στον κόρφο της. Τους είδε η γειτόνισσα το Ρηνιώ, που σηκώθηκε νύχτα να ζυµώσει και πήγαν και της σκόρπισαν τ’ αλεύρι. Τους είδε η Ελένη η Σταύραινα ,που πήγαινε αξηµέρωτα στον µύλο ν’ αλέσει σιτάρι και πήγαν και τρύπωσαν στο σαµάρι ανάµεσα στα τσουβάλια και τρόµαξε το ζώο και παραλίγο να τη ρίξει κάτω να τη σκοτώσει. Τους είδε ο Στέλιος ,του Μπόµπιρα ο γιος, που έβοσκε νύχτα τα πρόβατα και τον πήραν και τον χόρευαν στο Σκοτεινό Λαγκάδι (11) µέχρι που λάλησε ο πετεινός. Κι έµεινε από τότε ονειροπαρµένος κι αλαφροΐσκιωτος κι όλο γελά κι όλο κουνά τα χέρια του σα να θέλει να χορέψει… - Κι εµείς τι θα κάνουµε τώρα , γιαγιά ; Πώς θα τους κρατήσουµε µακριά από το σπίτι µας ; ρωτήσαµε τώρα µ’ ένα στόµα κι οι δυο τη γιαγιά . - Έννοια σας και ξέρω εγώ να τους χορέψω (12) ! απάντησε θυµωµένη η γιαγιά Γιωργούλα .Τα έµαθα από τη µάννα µου κι απ’ τη δική µου τη γιαγιά, Θεός σ’χωρέσ’ τες . Εσύ , Μαρία, πάρε το αναµµένο κερί κι έλα να µε βοηθήσεις να κάνουµε µε τη φλόγα του σταυρούς στα παράθυρα στις πόρτες. Οι καταραµένοι φοβούνται τον Σταυρό και δεν τολµούνε να πλησιάσουν. Εσύ, Γιαννάκη, πήγαινε στην αποθήκη και φέρε χοντρά κούτσουρα για το τζάκι. Φέρε κι από τ’ αγκάθια που έχουµε για προσάναµµα. Οι Καλ’κατζάρ’ φοβούνται τη φωτιά, γι’ αυτό όλη τη νύχτα θα πρέπει να καίει στη γωνιά. Με τ’ αγκάθια θα κλείσουµε τις τρύπες και τις χαραµάδες του σπιτιού, καθώς και τα στόµατα (13) στα κιούπια ,τις στάµνες και στα κουµάρια. Είναι γυµνοί και τρέµουνε να περάσουν από τ’ αγκάθια. Και σαν τα τελέψεις αυτά, πάρε τ’ αδράχτι κι έλα να τυλίξουµε γύρω το σπίτι µε την κλωστή, να τη βλέπουν ,να φοβούνται µην πιαστούν, και να ξεµακραίνουν από το σπίτι. Φέρε και στάχτη να ρίξουµε στα θεµέλια, να βλέπουν πως δεν υπάρχει στο σπίτι µέσα στάχτη να τη σκορπίσουν. Προτού βασιλέψει ο ήλιος, να θυµηθείτε να θυµιάσουµε καλά το σπίτι µέσα κι έξω. Να κάψουµε και κανένα λάστιχο, γιατί φοβούνται τις µυρουδιές και δεν κοντεύουν. Αφού είπε αυτά η γιαγιά Γιωργούλα, πήγε µέσα στο σπίτι, πήρε τα λανάρια (14) της ,στάθηκε στη µέση της αυλής ,άρχισε να λαναρίζει και µε δυνατή φωνή να λέει και να ξαναλέει : Τράκα – τράκα (15)τα λανάρια, φέρτη µοι τρίγια πουδάρια(16) να τα ρίξου µες στα π’γάδια… - Τι είναι αυτά που λες, γιαγιά ; ρωτούσαµε χωρίς να καταλαβαίνουµε τίποτα απ’ αυτά που έλεγε κι έκανε η γιαγιά. Μα η γιαγιά Γιωργούλα δεν ήθελε ή δεν µπορούσε και η ίδια να τα εξηγήσει…Μόνο σαν µπήκαµε πια στο σπίτι κι έκλεισε καλά τις πόρτες και τα παράθυρα, συµπλήρωσε : - Οι Καλ’κατζάρ’ , παιδιά µου, έρχονται στον Απάνω Κόσµο την παραµονή των Χριστουγέννων και φεύγουν την παραµονή των Φώτων µε τον πρώτο Αγιασµό που κάνει ο παπάς. Τρέµουνε τη βρεχτούρα του και την αγιαστούρα του και άµα τον δούνε τον παπά παίρνουνε ποδάρι ξεφωνίζοντας τροµαγµένοι : - Τρέξητη να τρέξουµη τσι έρχητι η ζουρλόπαπας µη την αγιαστούρα του τσι µη τη βρηχτούρα του… Τσακίζονται και πάνε πάλι στην πίσσα και στον πειρασµό. Κι από το κακό τους, που αφήσανε τον Απάνω Κόσµο, αρχίζουν πάλι να ροκανίζουν τις τρεις κολόνες που στηρίζουν τον Απάνω Κόσµο. Αυτά είπε η γιαγιά Γιωργούλα και σώπασε .Πήρε ύστερα το κόσκινο, το κρέµασε πίσω από την κλειδαρότρυπα, να βλέπει τις τρύπες ο βελζεβούλης, να κάθεται να τις µετρά, να µπερδεύεται, να ξαναρχίζει να ξαναµετρά και να τα ξαναχάνει, ώσπου να λαλήσει ο πρώτος πετεινός, να πάρει δρόµο και να χαθεί στ’ ανάθεµα του Θεού…
Γλωσσάρι 1.το ∆ωδεκαήµερο : Οι 12 µέρες από την παραµονή των Χριστουγέννων µέχρι την παραµονή των Φώτων. 2.ο π’σσόκουλος και π’σσόσκατους : Αυτός που έχει κώλο µαύρο σαν την πίσσα, που βράζει µέσα στην πίσσα στην κόλαση, ο σατανάς. 3. ο ζερζεβούλης και βελζεβούλης : γιος του βιβλικού Βεελζεβούλ, αρχηγού των διαβόλων. 4. έρτην : έρθουν . 5. το χοντρό αλάτι, όταν σκάει πάνω στη φωτιά ,κάνει κρότο, που τροµάζει τους Καλικάντζαρους. 6. οι µαγαρισµένοι : µιαροί, βρώµικοι, µολυσµένοι. 7. µαγαρίζω : βρωµίζω, µολύνω. 8. το κιούπι : το πιθάρι. 9. το κουµάρι : πήλινο σταµνί. 10. έχω στο µάτι : εχθρεύοµαι, µισώ. 11.το Σκοτεινό Λαγκάδι : τοπωνύµιο. Ανήλιαγο Λαγκάδι . 12. να τους χορέψω: να τους δείξω εγώ, να µάθουν… 13.το στόµα : στόµιο . 14. το λανάρι : χειροκίνητο εργαλείο για το λανάρισµα του µαλλιού των προβάτων. 15. τράκα-τράκα : ο θόρυβος που κάνουν τα λανάρια στο λανάρισµα. 16 .τρία ποδάρια : ίσως υπονοεί τις τρεις κολόνες ,που στηρίζουν τη γη .

ΤΟΥ ΠΟΥΔΑΡ' ΚΟ


Του πουδαρ'κό

Του Γιώργου Αλβανού


Αποτέλεσμα εικόνας για ποδαρικο πρωτοχρονιασ

Καλή µέρα τσι τ' Αγιου Βασ'λειού Γεια, χαρά τσι γηρουσύν' (1) ούλου µάλαµα τσι ασήµ' Σίδηρου απάνου, σίδηρου κάτου σίδηρου τσι γοι ανθρώπ' που 'νι µέσα. Στάρια πουλλά, καθάρια πουλά, ιλιές πουλλές. Σα που 'νι του ρόδ' γιµάτου , να 'νι τσι του σπίτ' γιµάτου. Σα που βαρεί του σίδηρου, να 'νι βαριά τσι τ' πατέρα µ' η κισέ...(2) Τα λόγια στριφογύριζαν επίµονα στο µυαλό του δεκάχρονου αγοριού, όλη τη νύχτα της παραµονής της Πρωτοχρονιάς και δεν τον άφηναν να κλείσει µάτι. Έπρεπε να σηκωθεί χαράµατα, να πάει να φέρει «τ' αµιλ'του του νιρό» (3) και να κάνει και το «πουδαρ'κό» του σπιτιού. Αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι δα και µικρό πράµα! Σ' αυτόν είχε πέσει η δραχµή στο κόψιµο της βασιλόπιτας και σίγουρα αυτός ήταν ο πιο τυχερός του σπιτιού. Στο δικό του ποδαρικό στήριζε τις ελπίδες της για µια καλή χρονιά ολόκληρη η οικογένεια. Η υγεία όλων, οι δουλειές του πατέρα, το κάρπισµα των χωραφιών κρίνονταν από το πόσο γούρικο θα 'ταν το ποδαρικό του. Όχι, να µην πάει τίποτα καλά, και να σου λένε ύστερα πως εσύ ήσουν ο γουρσούζης... Με τέτοια έγνοια είναι δυνατό να κλείσει µάτι; Σηκώθηκε µόνος, από τα µαύρα µεσάνυχτα, χωρίς να περιµένει να τον φωνάξει η µάνα, όπως γινόταν κάθε πρωί, µόλις χτυπούσε η καµπάνα για το σχολειό. Κατέβηκε στο κατεβατό. (4) Μέσα στη γωνιά (5) το δισκάκι. µε το ποτήρι το κονιάκ, την «πλατσέντα» (6) και τα «κουρµάδια» (7) ήταν απείραχτα. ΟΑι - Βασίλης δε θα 'ρθε για να κεραστεί. Γι αυτό δε θα 'πρεπε να ξεχάσει να πάρει µαζί του το κοµµάτι της βασιλόπιτας, που είχε ξεχωρίσει ο πατέρας για τον Άγιο, και να το αφήσει πάνω στη βρύση, τώρα που θα πήγαινε να φέρει το αµίλητο νερό. Πήρε «του κµάρ'» (8) και πήγε να ξεµανταλώσει την πόρτα. Στο σίδερο (9) κρεµόταν ο «τρουβάς», γεµάτος µε τα χρειαζούµενα για το ποδαρικό. Έσφιξε καλά τα χείλη, µην τυχόν κι άθελα του µιλήσει σε κανέναν στο δρόµο, κι άνοιξε την πόρτα. Σα γύρισε οι άλλοι είχαν ξυπνήσει, µα δεν είχαν σηκωθεί ακόµα από το στρώµα, περίµεναν να κάνει πρώτα το ποδαρικό. Ξεκρέµασε από το σίδερο της πόρτας τον τρουβά και µε συγκίνηση και σοβαρότητα, ανάλογη µε την επισηµότητα της στιγµής, ο µικρός τελετουργός άρχισε τη µεγάλη ιεροτελεστία του ποδαρικού. Πρώτο βγάζει το σφυρί από τον τρουβά και ρίχνοντας το στο πάτωµα φωνάζει µε φωνή όσο γίνεται πιο στέρεα και καθάρια την αντίστοιχη ευχή: «Σίδηρου πάνου, σίδηρου κάτου, σίδηρου τσι γοι ανθρώπ' που 'νι µέσα...». Ακολουθεί το ψωµί, ολοστρόγγυλο καρβέλι: «Στάρια πουλλά, κθάρια πουλά, ψουµιά πουλλά...», το ρόδι: «σα πού 'νι του ρόδ' γιµάτου, να 'νι τσι του σπίτ' γιµάτου», το κλαδί της ελιάς: «ιλιες πουλλές», η πέτρα: «σα που τσ'λα η πέτρα να τσ'λήσ' η χρόνους..». Με την τελευταία ευχή βγάζει στεναγµό ανακούφισης. Τα είπε όλα χωρίς τίποτα να ξεχάσει! Ακούει τις ευχές των άλλων: «τσι τ' χρόν', γιε µ'», και σκέφτεται πως τούτη τη χρονιά σίγουρα θα 'ναι πιο ευτυχισµένη από τις άλλες! Το ποδαρικό του ήταν καλό. Η νονά του -του Βασ'λούδ' -είχε να το λέει και κάθε Πρωτοχρονιά δεν ξεµαντάλωνε την πόρτα, αν δεν πήγαινε πρώτα εκείνος να κάνει το ποδαρικό στο σπίτι της. Ακόµα προχτές, που πήγε να φιλήσει το χέρι της για να µεταλάβει (10) του φώναζε µέχρι την πόρτα: «Τ' Αγιου Βασλειού να µη ξίχάεις νάρτ'ς για του πουδαρ'κό...». Χαρούµενος, άρπαξε µ' ανάλαφρη καρδιά «τ' φούσκα» από «του µνούχου», που είχαν σφάξει, και, πήρε δρόµο, για την εκκλησία, να προλάβει να «φορέσ'». Σήµερα θα πήγαινε µονάχος, η αδερφή του -κοπέλα πια δεκαοκτώ χρονών- , που τον κρατούσε κάθε Κυριακή από το χέρι και πήγαιναν µαζί στην εκκλησία, σήµερα δεν θα ερχόταν. Εκείνη είχε τις δικές της έγνοιες. Από τα χτες το βράδυ, την ώρα που οι άντρες του σπιτιού έλειπαν στα καφενεία κι έπαιζαν πλακάκια και τριάντα ένα, µελέτησε µε το φύλλο της ελιάς αν θα της έκαναν εφέτος το ποδαρικό. Σάλιωσε το φύλλο, το έριξε πάνω στα τραβηγµένα και µουρµούρισε: «Άµα 'νι να ρθει, να πδήξ' 'τσι να βρουντήξ. Άµα δεν είνι να ρθει, να ψ'τεί να µαραθεί τσι στου φούρνου να καγεί» Και το φύλλο φούσκωσε, πήδηξε και βρόντηξε πάνω στην πυρωµένη στάχτη, σηµάδι ολοφάνερο πως θα της έκαναν το ποδαρικό. Μια φορά το χρόνο είναι αυτή. Το «κουπελάρ' σ'» (11) µπορεί να ρθει µέσα στο ίδιο σου το σπίτι, να του µιλήσεις ξέφοβα, να το κεράσεις µε τα ίδια σου τα χέρια. Κανείς δεν µπορεί να σε κακολογήσει. Σήµερα η πόρτα είναι ανοιχτή ακόµα και στον εχθρό σου.... Εβδοµάδες ολόκληρες ζούσε µε την προσµονή τούτης της ώρας. Στόλισε τους ντενεκέδες µε τη φακή, το βίκο και τα κουκιά. Όλο το Σαραντάµερο τους πότιζε και τους φύλαγε στην πιο σκοτεινή γωνιά του σπιτιού και τώρα τους καµάρίκτνε µε τα ασπροκίτρινα φυλλαράκια τους. Κρέµασε τις φωτογραφίες κοντά στον καθρέφτη. Από το καλοκαίρι µάζευε φύλλα από αγριολούλουδα, που τα 'ντύσε µε χρυσόχαρτα, για να πλουµίσει τα κάδρα τους. Έβαλε στον καναπέ τα πιο καλά µαξιλάρια, στο δίσκο τον ακριβότερο µαστραπά (12). Όλα είναι έτοιµα. Τα φώτα στην αγορά χαµηλώνουν, τα µαγαζιά κλείνουν. Στα γειτονικά σπίτια ακούονται κιόλας οι πρώτες παρέες: «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία..» ; Ευχές δίνουν και παίρνουν. Οι λάµπες πλησιάζουν στα παράθυρα, για να φέξουν το δρόµο. " Η µια παρέα φεύγει, ή άλλη έρχεται. Σήµερα το σπίτι είναι ανοιχτό, ακόµα καί για τον εχθρό σου... βέβαια µέχρι που να έρθει το «πρόσωπο» γιατί ύστερα πέφτει µανίάλι (13). Αραδιασµένα τα παλικάρια στον καναπέ, µέσα στην καλή κάµαφα, λένε τον Άι-Βασίλη: .....Και το ραβδί ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια πέτα. - ροδοκόκκινη βιολέτα – κι απάνω στα βλαστάρια της πέρδικες κελαηδούσαν δεν ήταν µόνο πέρδικες, µον' και περιστόράκια, -µαύρα µου γλυκά µατάκια-... Πόσο αλλιώτικο νόηµα παίρνουν τα λόγια στο στόµα των παλικαριών! σκέφτηκε η κοπέλα. Γιατί αυτή σίγουρα είναι η πέρδικα, η κόκκινη βιολέτα, τα περιστεράρα, τα µαύρα γλυκά µατάκια Αυτή βέβαια έπρεπε να πάρει το δίσκο και να κεράσει, αφού τα παλικάρια τραγουδούν: Έχεις µια κόρη όµορφη βάλε την να κεντήσει κι απά στα πέντε δάκτυλα ποτήρι να γυρίσει... Και καθώς µε τρεµάµενα χέρια κερνά τα παλικάρια, σκέφτεται πως ναι, µπορεί το τραγούδι να λέει: Έχεις µια κόρη όµορφη γραµµατικός τη θέλει. Αν είναι και γραµµατικός πολλά προικιά γυρεύει, γυρεύει αµπέλια ατρύγητα, χωράφια µε τα στάχυα, γυρεύει και τη Βενετία, µ' όλα της τα παλάτια.. Μα το δικό της «κουπελάρ'» δεν είναι γραµµατικός και δε γυρεύει αµπέλια και χωράφια, παρά µονάχα εκείνη και την ευχή των γονιών της. Ποιος ξέρει... Το ποδαρικό µπορεί να ήταν καλό... Ο Αι - Βασίλης έφερνε -τότε- σ' όλους την ευτυχία....

Γλωσσάρι 1. δύναµη, ευρωστία. 2. το πουγγί. 3. χωρίς να µιλήσει σε κανέναν. 4. ισόγειο δωµάτιο. 5. τζάκι. 6. δίπλες. 7. µελοµακάρονα. 8. πήλινο σταµνί. 9. µάνταλο. 10. τα παιδιά προτού κοινωνήσουν φιλούσαν το χέρι των µεγάλων. Αυτοί έδιναν φιλοδωρήµατα. 11. το αγόρι, ο αγαπηµένος. 1.2. είδος κανάτας. 13. κλειδώνεται η πόρτα.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ





Με την ευκαιρία των 3 μεγαλύτερων γιορτών της Χριστιανοσύνης κρίνε­ται σκόπιμο, να υπενθυμίσουμε στους παλιότερους και να γνωρίσουμε στους νεότερους χωριανούς μας τα έθιμα των ημερών αυτών και να θυμηθούμε, πως οι γονείς μας γιόρταζαν, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα.
Η επισημότητα των γιορτών άρχιζε την πα­ραμονή των Χριστουγέννων.
Βέβαια η προετοιμασίες αρχίζουν αρκετά νωρίτερα γιατί είναι πολλές οι δουλειές και λίγος ο χρόνος. Είναι βλέπεις και τα μάζεμα της ελιάς, είναι τα ζώα, είναι τα καθαρίσματα στα σπίτια και τα στολίσματα, είναι τόσα και τόσα…
Κύρια έγνοια των τελευταίων ημερών και τα Χριστουγεννιάτικα γλυκά. Τα «φνίτσια», με την καρυδοπαπούσα στο κέντρο, ή όπως αλλιώς τα λένε τα «κουρμάδια», (τα μελομακάρονα), βουτηγμένα στο σιρόπι και πασπαλισμένα με κοπανισμένη καρυδόψυχα, πρέπει να ετοιμαστούν. Δεν μπορούμε να τα αφήσουμε την τελευταία στιγμή γιατί είναι τόσα και τόσα. Και δεν είναι πρέπον να μας βρουν τα Χριστούγεννα χωρίς γλυκά. Όσα σπίτια μάλιστα έχουν λογοδώσματα και αρραβωνιάσματα έχουν πιο πολλούς λόγους για τέτοια και για να κεράσουν μα και για να πάνε τους στολισμένους δίσκους στους γαμπρούς, τις νύφες και τα συμπεθεριά. στα συμπεθεριά
Βιασύνη λοιπόν γιατί η παραμονή έφτασε.
Μικροί και μεγάλοι, με λίγες εξαιρέσεις απαραίτητα τη μέρα εκείνη, της παραμονής, 24 Δεκέμβρη, περίμεναν την καμπάνα, που χτυπούσε χαράματα, «γιατί τα γράμματα είναι πολλά» για να πάνε στην Εκκλησία να παρακολουθήσουν την ακολουθία των Μεγάλων Ωρών, ν’ ακούσουν το «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου…» και το Μεγάλο Εσπερινό των Χριστουγέννων και βέβαια, απαραιτήτως, να κοινωνήσουν στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Δύσκολες μέρες βέβαια. Χρόνια δίσεχτα. Δουλειά και πάλι δουλειά, μα… μεροδούλι μεροφάι. Το ζευγάρι τα γιορτινά παπούτσια ένα και μοναδικό για όλα τα παιδιά της οικογένειας., και το φυλάγανε «ως κόρην οφθαλμού». Ο Παναγιώτης (Βασιλείου) Χατζηπαναγιώτης μας λέει ότι πήγαιναν ένα – ένα τα αγόρια της οικογένειας στην Εκκλησία για να κοινωνήσουν, γιατί περίμεναν να επιστρέψει ο προηγούμενος, για να φορέσουν τα παπούτσια που φορούσε και να πάει και ο επόμενος. Από κει και πέρα μετά την απόλυση ο καθένας στη δουλειά του. Οι άνδρες για το σφαχτό αν βέβαια δεν είχανε προλάβει τις προηγούμενες μέρες και οι γυναίκες για το σπίτι και τις προετοιμασίες για την αυριανή μεγάλη γιορτή. Το σφαχτό είναι το αρνί, το οποίο απαραιτήτως έτρεφε όλο το χρόνο κάθε οικογένεια για τις μέρες αυτές, δεν υπήρχανε τότες τα χασάπικα, ή και το γουρούνι, ανάλογα με το τι διέθετε κάθε οικογένεια. Τούτο αρχικά το κρεμούσαν στο το μέσα μέρος της εξώπορ­τας, «στις πλάκες», το πλακόστρωτο ανάμεσα στην εξώπορτα και το μαγερειό, διότι δεν υπήρχαν ψυγεία και έπρεπε να αερίζεται για να μην χαλάσει. Οι νοικοκυρές θα μαγείρευαν ένα κομμάτι, όσο χρειάζονταν για τις πρώτες μέρες και το υπόλοιπο θα γινότανε «καβουρμάς».Καβούρντιζαν δηλαδή το περισσευούμενο κρέας που είχανε πλέον κόψει σε κομμάτια και το τοποθετούσαν στη «μπουτούδα», την πήλινο μικρό πιθάρι. Ακόμη καβούρντιζαν (τζιτζίριζαν) το πάχος, (τις γλίνες) του αρνιού και το λιωμένο πάχος το τοποθετούσαν σε ταψί ώστε μόλις κρυώσει να πάρει το σχήμα του ταψιού, που το είχανε για καλούπι και να φτιάξουν την «πλάκα». Ότι στερεό από τα λίπη, περίσσευε στο τηγάνι και δεν έλιωνε, αποτελούσε τις «τζιτζιρίδις». Και η «πλάκα» και οι «τζιτζιρίδις», αποτελούσαν ένα θαυμάσιο «καφαλτί». Όταν λοιπόν κάποιο μέλος της οικογέ­νειας ήθελε κάτι για προσφάι έπαιρνε, το ζυμωτό και ψημένο στο φούρνο της αυλής, σταρένιο ψωμί, το έκοβε σε μικρές φέτες, 2-3 αυγά και ένα κομμάτι απ’ την αρνίσια «πλάκα», στο τηγάνι και έφτιαχνε «καπιράδες». Ακόμη το λίπος αυτό θα το χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές και στη μαγειρική. Ένα κομμάτι απ’ το παχύ έντερο του γουρουνιού θα γεμίσει με κιμά κομμένο στο χέρι και ανακατεμένο με αλάτι πιπέρι. Μυρωδικά και πορτοκαλόφλουδα για να γίνει η «Ματιά».Τέλος πρέπει να γίνει και το «χοιρινό». Το λαρδί θα κοπεί σε κομμάτια θα πασπαλιστεί με αλάτι, θα κρεμαστεί και θα φαγωθεί μόλις φωτιστούν τα νερά.

Μόλις πιάνει να νυχτώνει, τα παιδιά θα ξεχυθούν στους δρόμους για τα κάλαντα. Το ρεγάλο τους φρούτο, καραμέλα και «φνιτς. Τυχεροί όσοι πάρουν στα χέρια τους καμιά πεντάρα.
Το βράδυ η νοικοκυρά, θα ρίξει στην πήλινη κατσαρό­λα το κρέας, για να σιγοβράζει όλη τη νύχτα στα κάρβουνα της «φουφούς» και να είναι έτοιμο μόλις το πρωί επιστρέψει η οικογένεια στο σπίτι απ’ τη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία.
Ξημερώματα, 5 το πρωί ανήμερα των Χριστουγέν­νων, και χτυπά η πρώτη καμπάνα, για να καλέσει τους χωριανούς στην εκκλησία, που σε λίγη ώρα γέμιζε ασφυκτικά απ' όλους τους χωριανούς. Μικροί και μεγάλοι γιόρταζαν με ιδι­αίτερη χαρά και συγκίνηση το μεγαλύτερο γεγονός της Γέννησης του Χριστού.
Ιδιαίτερη βέβαια χαρά, αισθάνονται τα μικρά παιδιά, γιατί όλο και κάποιο δώρο θα έπαιρναν από τον πατέρα, τη νονά ή το νονό και βέβαια θα συνεχίσουν τα κάλαντα, όπου δεν πρόλαβαν αποβραδίς να πάνε.
Μετά την Εκκλησία σύσσωμη η οικογένεια στο Χριστουγεννιάτικο γιορτινό τραπέζι.
Η δεύτερη γιορτή που συναντάμε είναι η Πρωτοχρονιά.
Το σπίτι βέβαια είναι έτοιμο και στολισμένο από τις προηγούμενες Χριστουγεννιάτικες μέρες μα και τώρα χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα για τα φαγητά και τα γλυκά των οποίων η προετοιμασία αρχίζει 2-3 ημέρες πριν και τα οποία οι νοι­κοκυρές έβαζαν όλη τη μαεστρία εφόσον θα περνούσε από κριτική, μια και θα τα έψηναν στους κεντρικούς φούρνους του χωριού.
«Η μπακλαβού» με το χειροποίητο, το ανοιγμένο στο χέρι φύλλο με τη «ματσόβεργα», με σιταρένιο αλεύρι. Πλούσιες μπακλαβούδες με πολλά-πολλά φύλλα και μπόλικο αμύγδαλο. Μάλιστα για να φτάσει αφού θα πάμε στην πεθερά και σε άλλους συγγενείς απαραίτητα τα δυο «σνια», τα μεγάλα μπακιρένια ταψιά
«Η πλατσέντα», που επίσης άνοιγαν φύλ­λο και μέσα ανοιγμένο όπως ήταν σκορπίζανε αμυγδαλόψιχα, κοπανισμένη « στου γδι», μάζευαν το φύλλο με τη βέργα που ακόμη την είχαν στη μια άκρη του, και μετά αφού αφαιρούσαν τη βέργα, το έβαζαν «στου "σνι"». Αυτή η διαδικασία κρατούσε μέχρι να γεμίσει το σινί με τα ανάλογα φύλλα.
Τόσο τη "μπακλαβού" όσο και την "πλατσέντα", αφού ψηνόταν στο φούρνο της αυλής ή της γειτονιάς, θα μελωνότανε με το «δεμένο» σι­ρόπι.
Ακόμη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς απαραίτητη η βασιλόπιττα με το προζύμι και τα διά­φορα μυρωδικά. Στο κέντρο το νόμισμα για τον τυχερό της χρονιάς, που βέβαια αποκαλυπτόταν ανήμερα το μεσημέρι, μετά το γεύμα, αφού τότες ο πατέρας ανελάμβανε το χρέος να κόψει τη βασιλόπιττα της οικογένειας, όλων απαραίτητα παρόντων.
Το απόγευμα της παραμονής θα φτιαχτεί το στεφάνι για την καλή την χαρούμενη και την ευλογημένη χρονιά, από αγιόκλημα, ελιά για αφθονία, αγριάγκαθο για τα μάτια των εχθρών.
Μόλις πιάνει να νυχτώνει, τα παιδιά και πάλι θα ξεχυθούν στους δρόμους για τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Το ρεγάλο τους φρούτο, καραμέλα, γλυκά.
Πρωί-πρωί της Πρωτοχρονιάς και πριν μαζευτεί σύσσωμο το χωριό στην Εκκλησία, στο σπίτι του «πουδαρκό».
Ο αρχηγός της οικογένειας σπάζει ένα ρό­δι, για την αφθονία των αγαθών -όπως αυτό είναι πλούσια γεμάτο- της χρονιάς.
Η «μαλλιαρή πέτρα», χρησιμοποιείται για την υγεία και ευτυχία των μελών της οικογένειας.
Το σίδερο για τη γεροσύνη.
Το στρογγυλό καρβέλι για τα πολλά σιτάρια και τα σπαρτά.
Το κλαδί της ελιάς για πολλές ελιές και λάδια.
Οι νοικοκυρές ακόμη για το πρώτο ποδαρικό της χρονιάς, συνήθιζαν να δέχονται ένα μικρό αγο­ράκι του οποίου οι ευχές ήταν ολόψυχες και αγνές. Οι εξώπορτες των σπιτιών έμεναν όλη μέρα ανοιχτές, έτσι ώστε οι παρέες που έρχο­νταν για ποδαρικό, εύκολα να μπορούν να περνούν στο εσωτερικό του σπιτιού.
Τα παιδιά μετά το τέλος της εκκλησίας ακούγονταν να λένε ξανά τα κάλαντα.
Φτάνουμε προς το τέλος των γιορτών. Στις 5 του Γενάρη με το Μεγάλου Αγιασμό. Είναι η παραμονή των Φώτων και στην Εκκλησία, χαράματα και πάλι η ώρα της καμπάνας., είναι και σήμερα πολλά τα γράμματα, με τις Μεγάλες Ώρες των Θεοφανείων τη Θεία λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, τη συνυφασμένη με τον Εσπερινό της εορτής και βεβαίως το Μεγάλο Αγιασμό. Όλοι στην Εκκλησία με τα μπουκάλια στα χέρια. Απαραίτητο να τα γεμίσουν με Μ. Αγιασμό για να ραντίσουν τα σπίτια και κυρίως τα αμπέλια, τους ελαιώνες, τα σπαρτά και γενικά όλες τις αγροτικές περιοχές.
Η παραμονή είναι και ημέρα αυστηρά τηρούμενης νηστείας για να πιούν όλοι με την αύριο από το Μεγάλο Αγιασμό των Θεοφανείων.
Το απόγευμα της παραμονής τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπί­τι κι έλεγαν τα κάλαντα:
Στις 6 του Γενάρη η μεγάλη γιορτή των Φώτων.
Αργά το βράδυ και ξημερώματα παρέες από νεαρούς αλλά και ανθρώπους κάθε ηλικίας, γύρι­ζαν από σπίτι σε σπίτι κι έλεγαν τα κάλαντα και μαζί τις ανάλογες ευχές. Έτσι στους νεαρούς δινόταν η δεύτερη ευκαιρία (πρώτη την Πρωτο­χρονιά) να δουν από κοντά τις αγαπημένες τους και με το "νόμο" χωρίς το αγριομάτιασμα των γονιών τους.
Η νοικοκυρά και η κοπελιά του σπιτιού έπαιρνε το δίσκο με τα ποτηρά­κια του πιοτού, που από νωρίς το απόγευμα είχε ετοιμάσει, για να είναι αργά τη νύχτα έτοιμος, και κέρναγαν τις παρέες που ήρθαν για να «καλαντίσουν» τον άξιο αφέντη και τη νοικοκυρά, την όμορφη κόρη που είναι της παντρειάς, τα άλλα παιδιά, και να ευχηθούν τραγουδιστά για τα χωράφια, για τα ζώα, για τους ξενιτεμένους, για όλους και για όλα.
Θα πάρουν το κέρασμα και το μπαξίσι τους, θα ειπωθούν οι σχετικές ευχές και πάνε «σ’ άλλη πόρτα.
Ανήμερα των Φώτων, όλοι οι χωριανοί πήγαιναν στην εκ­κλησία για "να αγιαστούν" όπως έλεγαν γιατί εκείνη την ημέρα αγιάζονταν τα νερά. Το θεωρούσαν δε πολύ καλό να βαφτίζουν παιδί εκείνη την ημέρα, γιατί αγιάζονταν τα νε­ρά. Σιγά-σιγά με το πέρασμα των γιορτών η ζωή έβρισκε τον καθημερινό της ρυθμό, περιμένοντας τις Αποκριές για να ξε­φύγουν λίγο από τη ρουτίνα.