Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ 6ο


Το γαμήλιο μπάνιο της νύφης.

Εδώ και το «γαμήλιο μπάνιο της νύφης της παραμονές του γάμου της. Βλέπεις κάθε στιγμή της ζωής των κατοίκων του χωριού απ’ τις πιο απλές μέχρι και τις πιο καίριες και σημαντικές είναι ζυμωμένη με τον τόπο τους. Κάθε πέτρα, κάθε σπιθαμή χώμα έχει κάτι να μαρτυρήσει, έχει μια ιστορία να πει.
Έτσι και ο κάθε γάμος είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον τόπο τούτο των θερμοπηγών. Απομεσήμερο λοιπόν Σαββάτου, τότε μόνο τη Κυριακή ξέραμε σαν ημέρα γάμου, κοπέλες και φίλες της νύφης, αφού μαζεύονταν στο νυφοστολισμένο σπίτι της, την παραλάμβαναν για να την οδηγήσουν συνοδεία «στα μπάνια», για το νυφιάτικο λουτρό. Στο δρόμο χαρές και νυφιάτικα τραγούδια. Σημειώνουμε και πάλι πως τα χρόνια εκείνα από τα σπίτια έλειπε όχι μόνο το μπάνιο μα και το νερό. Τις ανάγκες για νερό εξυπηρετούσαν κάποιες κοινόχρηστες βρύσες του χωριού.
Η νύφη καθισμένη σε στολισμένο με λουλούδια άλογο έφτανε «στα μπάνια» κι εκεί «στη χαβούζα» αφού έπαιρνε θέση στο καθορισμένο για το σκοπό αυτό μέρος, ένα είδος χτιστού καθίσματος που μοιάζει με θρόνο[1], λουζόταν με τη βοήθεια των κοριτσιών που ήταν μαζί της. Φυσικά τα τραγούδια και τα σχετικά γαμήλια πειράγματα έδιναν και έπαιρναν.
Το λουτρό θα πλήρωνε ο γαμπρός, ο οποίος τώρα περιμένει, με μουσικάντες, τη νύφη και τη συνοδεία της στην είσοδο του χωριού, από τη μεριά των θερμοπηγών, για να την παραλάβει  μετά το μπάνιο της. Στο σημείο συνάντησης θα τη ράνει με ροδοπέταλα, θα κεράσει όλο το ασκέρι με γλυκό πιοτό, «σερμπέτι», θα σκορπίσει από τη χαρά του κέρματα, τα οποία θα μαζέψουν τα παιδιά και θα συνεχιστούν τα γαμήλια δρώμενα της παραμονής του γάμου με τον «κνα», τα τραγούδια, τα κεράσματα και όλα τα παρεπόμενα.


Η τελετή του «κνα»
Απ’ το σημείο λοιπόν της συνάντησης όλης τούτης της γαμήλιας συνοδείας όλοι μαζί, γαμπρός νύφη, κοπέλες και παλικάρια κινούσαν για την αλάνα –ξέφωτο –όπου ο γαμπρός είχε από προηγουμένως –απόγευμα Παρασκευής - κουβαλήσει και συγκεντρώσει ξύλα όπου και θα τελεσθεί η τελετή του «κνα». Σε τούτη τη χαρούμενη ολονύκτια τελετή τη γεμάτη με τραγούδια, χορό, πειράγματα, υπονοούμενα, «αδιάτρουπα» και τα παρεπόμενα, όλες οι κοπέλες που έπαιρναν μέρος, με πρώτη –πρώτη τη νύφη, έβαφαν τα νύχια τους με ένα βαθύ κόκκινο χρώμα, που έφτιαχναν ίδιες  από ένα ειδικό φυτό που λεγότανε «κνας» από όπου πήρε και το όνομά της όλη η τελετή. Γέροι στο χωριό μας λένε πως θυμούνται τας παιδικά τους χρόνια όταν κάτι τέτοιες μέρες κοίταζαν κρυφά –κρυφά να βάψουν λίγο τα δάχτυλά τους με αυτό το κόκκινο χρώμα.
Από τούτη την τελετή και τη χρήση του «κνα» έχει προέλθει και η λέξη «κναδιασμέν» που είναι ένα  ψεγάδι για την συντηρητική κοινωνία του χωριού και δηλώνει τις γυναίκες που χρησιμοποιούν φτιασίδια για τον καλλωπισμό τους και κατ’ επέκταση είναι ξεδιάντροπες.
Πέρα, όμως από το χορό και το τραγούδι στην τελετή αυτή το κόκκινο χρώμα του «κνα»έχει και τη συμβολική του. Ανέκαθεν το κόκκινο είναι χρώμα ζωηρό, χαρούμενο, σύμβολο γονιμότητας μα και αποτρεπτικό του κακού. Έτσι τέτοιες ώρες, ώρες γάμου, είναι απαραίτητη η χρήση του για να επιδράσουν θετικά οι ιδιότητες αυτές.
Ο «κνας» χρηστικό υλικό του τούρκικου γάμου, επέδρασε και μετεδόθη και στους Χριστιανούς. Στο Λισβόρι το οποίο ως γνωστόν ήτο «χωρίον υπό Χριστιανών και Τούρκων κατοικούμενον» φυσικά και δεν περιορίστηκε μόνο στους τούρκους κατοίκους του χωριού αλλά η επίδρασή του ήτανε έντονη και για τους Χριστιανούς. 
Τουρκοπούλες λοιπόν την παραμονή του γάμου των άλειφαν τα χέρια τους με λιωμένο «κνα» τα χέρια τους. Εκεί μέσα στις παλάμες τους οι συγγενείς τους έβαζαν τα δώρα τους χρυσαφικά και νομίσματα. Κατόπιν έδεναν τα χέρια της νύφης με τέχνη με σκοινί και από πάνω τα τύλιγαν με λουρίδες από ύφασμα. Την επόμενη ημέρα, ημέρα του γάμου, έλυναν τα περιτυλίγματα από τα χέρια της νύφης, τα οποία φάνταζαν σαν δυο κόκκινα λουλούδια από τα σχέδια που άφηναν πάνω στο δέρμα  τους τα σκοινιά και τα υφάσματα.
Λέγεται πως η φυτική αυτή ουσία ήτανε γνωστή και σε άλλα μέρη όπως μάλιστα στις γυναίκες της Ανατολής οι οποίες αφού την πολτοποιούσαν την χρησιμοποιούσαν σαν καλλωπιστικό «φτιασίδι» για το βάψιμο προσώπου, μαλλιών και νυχιών. 
Εκεί λοιπόν στο ξέφωτο, τον τόπο της τελετής του «κνα» άναβαν φωτιά με τα ξύλα που ο γαμπρός είχε συγκεντρώσει και όλοι μαζί γύρω από τη φωτιά, χόρευαν και τραγουδούσαν.
Εδώ οι ώρες τούτες είναι και ώρες ευκαιρίες για τους νέους να διαλέξουν το ταίρι τους,  να δουν τον αγαπητικό ή την αγαπητικιά τους και να χορέψουν μαζί αφού ελάχιστες ήταν οι ευκαιρίες της τότε κοινωνίας για τέτοιες στιγμές. Και εικά για τις κοπέλες που έπρεπε να είναι «άβγαλτες», «αμύρστα λουλούδια».                                                
 Τα τραγούδια που λέγονταν στην τελετή του «κνα» δεν είναι ακριβώς γαμήλια τραγούδια αλλά περισσότερο ερωτικά και πολλές φορές σκωπτικά και αυτοσχέδια με πολλά πειράγματα και ερωτικά υπονοούμενα –«τσατμάδις».
 Όταν σε πρωτοείδανε τα μάτια τα δικά μου,
Ήταν το στήθος μου ανοιχτό και μπήκες στην καρδιά μου.
Ν’ αναστενάξω ήθελα, φοβούμαι μην ανάψει,
Την φλόγα της καρδούλας μου και το κορμί μου κάψει.
Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι, πως σε φιλώ στο στόμα,
Ξυπνώ και νιώθω μυρουδιά στο στόμα μου ακόμα.
Ο έρωτας δεν είν’ ανθός μαζί του για να παίξεις,
Μον’ είναι βάτος και κλαδί κι αλοίμονο αν πλέξεις.
Τα δίστιχα αυτά τα τραγουδούσαν με ένα ιδιαίτερο ρυθμό, ο οποίος συνοδευότανε με τη ρυθμική ανάκρουση αυτοσχέδιων μουσικών οργάνων - ταψιά, τενεκέδες -  και έτσι δημιουργούταν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.
Η τελετουργία αυτή του «κνα» με την έντονη παρέμβαση της Εκκλησίας σιγά- σιγά ατόνησε και καταργήθηκε. Με εγκυκλίους τους οι Μητροπόλεις του νησιού, με συστάσεις και απαγορεύσεις προσπάθησαν να καταδείξουν στους χριστιανούς κατοίκους της επαρχίας των ότι αυτού του είδους οι τελετουργίες είναι ξένες προς την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση αλλά και ο θόρυβος και οι ακρότητες που δημιουργούνται σε τέτοιες περιπτώσεις, ήθη που δεν σχετίζονται με την χριστιανική ιδιότητα. Μάλιστα για να μπορέσουν να αποτρέψουν τέτοιες τελετουργίες έφτασαν στο σημείο να απαγορεύσουν την τέλεση του μυστηρίου του γάμου σε περιπτώσεις που είχε προηγηθεί αυτή η τελετή.
(ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ)


[1] Οι Φωτογραφίες των  εσωτερικών χώρων των θερμοπηγών Λισβορίου είναι της Τζέλλης Χατζηδημητρίου από το λεύκωμα «ΤΟ ΑΓΙΟ ΝΕΡΟ».

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011


Η απελευθέρωση της Λέσβου το 1912


Το φθινόπωρο του 1912 έφερε στη Λέσβο την άνοιξη. Έβλεπαν οι χριστιανοί ότι η μεγάλη στιγμή για την απελευθέρωση πλησιάζει. Πίστευαν στον καινούργιο κυβερνήτη της Ελλάδας, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον άνθρωπο που ήταν γιομάτος φως κι αξιοσύνη, ότι θα έκανε πραγματικότητα τον πόθο των Λεσβίων, για τη λύτρωσή τους από τη βάρβαρη τουρκική κατοχή. Στις 26 Οκτωβρίου 1912 ο ηρωικός ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, την πολυτραγουδισμένη από το λαό μας Θεσσαλονίκη.
Η Λέσβος ολόκληρη βρισκόταν σε έξαρση προετοιμασίας για τη μεγάλη ώρα που πλησίαζε.
Η Μήθυμνα ζούσε έντονα την προσμονή της μεγάλης στιγμής της απελευθέρωσης από την αξημέρωτη νύχτα της τουρκικής κατοχής. Ένας νεαρός ιχθυοπώλης από τη Μήθυμνα, ο Μιχάλης Σαβάδας, με το συνεταίρο του Μουσταφά Εφέντη, βρέθηκαν με τη βάρκα τους στο απέναντι από τη Μήθυμνα χωριό της Μ. Ασίας Μπαμπά-Καλέ. Ήταν οι πρώτες μέρες του Νοεμβρίου του 1912.
Στον όρμο του Μπαμπά-Καλέ είχαν πέσει γουφάρια. Φόρτωσαν λοιπόν γουφάρια και σε λίγες ώρες τα έφεραν να τα πουλήσουν στη Μήθυμνα.
O μικρός Μιχάλης Σαβάδας είπε στους χωριανούς τους τι άκουσαν από τους τρομοκρατημένους Τούρκους ψαράδες του Μπαμπά-Καλέ. Ελληνικά καράβια με τον ατρόμητο «Αβέρωφ» γύριζαν μπροστά στον Ελλήσποντο κι ετοιμάζονταν να καταλάβουν τη Λέσβο.
Το νέο, πετώντας από στόμα σε στόμα, πήγε και στ' αφτιά του καϊμακάμη, ο οποίος διέταξε και συνέλαβαν το νεαρό Μιχάλη. Αρχισαν τις ανακρίσεις με ραβδισμούς. Ευτυχώς έτρεξε ο συνεταίρος του Μουσταφάς και τον γλίτωσε, λέγοντας στις αρχές ότι τα νέα τα άκουσαν από τις λιμενικές αρχές του Μπα-μπά Καλέ.
Σε λίγες μέρες, το πρωί της 8-11-1912 διαδόθηκε πάλι το μήνυμα της κίνησης του ελληνικού στόλου στα λεσβιακά νερά. Αυτή την είδηση την πήρε με τον τηλέγραφο ο διευθυντής του τηλεγραφείου Μήθυμνας Εμίν Εφέντης, που επικοινωνούσε με τις τουρκικές αρχές της Μυτιλήνης. Βρισκόμασταν στην αυγή της πολυπόθητης λευτεριάς. Μετά από λίγες ώρες ήλθε το μεγάλο, το πολυπόθητο μήνυμα. Η πόλη της Μυτιλήνης απελευθερώθηκε από τη σκοτεινή τουρκική κατοχή, με τα ελληνικά δοξασμένα καράβια, μ' αρχηγό το θωρηκτό Αβέρωφ.
Οργανώθηκαν επιτροπές στη Μυτιλήνη και στο Πλωμάρι και ρίχτηκαν στον αγώνα για γρήγορη επέμβαση του στόλου. Οι Λέσβιοι αγρυπνούσαν και περίμεναν τα τιμημένα ελληνικά καράβια, με τον άρχοντα του Αιγαίου «Αβέρωφ», να έρθουν και να σκορπίσουν την αξημέρωτη νύχτα της τουρκικής κατοχής, που τους καταπλάκωνε 450 ολόκληρα χρόνια. Η επιτροπή Πλωμαρίου κατόρθωσε να φθάσει με το δικό της καΐκι στο Μούδρο της Λήμνου, να συναντήσει το ναύαρχο Κουντουριώτη, τον αρχηγό του ελληνικού στόλου.
Του παρέδωσαν μάλιστα τα έγγραφα του μητροπολίτη Κύριλλου, των δημογερόντων Μυτιλήνης και Πλωμαρίου, που τον παρακαλούσαν να καταλάβει όσο πιο γρήγορα γινόταν το νησί.
Οι Πλωμαρίτες, εκτός την παράκληση, πίεσαν όσο μπόρεσαν τον Κουντουριώτη γι' αυτόν το σκοπό.
Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι η κίνηση αυτή των Πλωμαριτών απέδωσε θετικά. Αποφασίστηκε να γίνει η κατάληψη της Λέσβου στις 8 Νοεμβρίου, λίγο πιο γρήγορα απ' ό,τι έλεγαν τα επιτελικά σχέδια του ελληνικού στρατού, λίγο πιο αργά από τις προσδοκίες των Μυτιληνιών. Στην πόλη της Μυτιλήνης, εκτός από την κρυφή ελληνική επιτροπή του αγώνα, συστήνεται μια μεικτή φιλειρηνική επιτροπή από χριστιανούς και μουσουλμάνους για την αποφυγή αιματοχυσίας στη Μυτιλήνη. Εκ μέρους των χριστιανών ο μητροπολίτης Κύριλλος, ο δήμαρχος Βασιλείου και άλλοι δημογέροντες και εκ μέρους των ιθαγενών Τούρκων της Μυτιλήνης ο μουφτής, ο Μπεκίρ μπέης και άλλοι αξιωματούχοι Τούρκοι της Μυτιλήνης. Οι εκπρόσωποι των δύο εθνοτήτων αποφάσισαν να σταθούν ψύχραιμοι σ' αυτές τις δύσκολες ώρες. Αυτή η επιτροπή ζήτησε από το βαλή, αν τυχόν και έρθουν τα ελληνικά πολεμικά για την παράδοση του νησιού, ν' απομακρύνει την τουρκική φρουρά από την πόλη, για ν' αποφευχθεί το αιματοκύλισμα.
O βαλής υποσχέθηκε ότι θα διατάξει την απομάκρυνση της φρουράς και δήλωσε πως θα κρατήσει το λόγο του. Μονάχα ο φρούραρχος, ταγματάρχης Αμπτούλ Γκανί, είχε αντιρρήσεις και άρχισε να οργανώνει όσο μπορούσε πιο γρήγορα τη φρουρά του. Ξημέρωσε η άγια μέρα της 8ης Νοεμβρίου 1912 και στις 7 ώρα το πρωί μπροστά στη Μυτιλήνη βρίσκεται ο ελληνικός στόλος: Τα θωρηκτά «Αβέρωφ», «Σπέτσαι», «Ύδρα», «Ψαρά», τα αντιτορπιλικά «Ιέραξ», «Νίκη», «Ασπίς», τα τορπιλοβόλα «12» και «14», το πλοίο εφοδιασμού «Κανάρης» και το επίτακτο «Πέλοψ». Αργότερα έφθασαν το «Καλουτάς», το «Ισμήνη», το εύδρομο «Αρκαδία» και άλλα βοηθητικά πολεμικά.
Οι Έλληνες της Μυτιλήνης ξεχύνονται στους δρόμους, πλησιάζουν τις ακρογιαλιές, στα Τσαμάκια, στο λιμάνι, στο Κιόσκι, κι ακούνε από την μπάντα του «Αβέρωφ» το εμβατήριο «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» και η καρδιά τους γεμίζει από ξέφρενη χαρά και μεγαλείο. Το παραλήρημα του πλήθους από ενθουσιασμό είναι αφάνταστα μεγάλο. Χαιρετίζουν την πολυπόθητη λευτεριά. Χιλιάδες ελληνικές σημαίες στόλισαν τα χριστιανικά σπίτια, τα δημόσια κτήρια, το δημοτικό κήπο και την προκυμαία.
Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και χαιρετιστήριοι πυροβολισμοί ακούγονταν από τα χριστιανικά παράθυρα και μπαλκόνια και ο κόσμος αγκαλιαζόταν και φιλιόταν με γνωστούς και άγνωστους, φωνάζοντας Χριστός ανέστη.
Εκείνη την ώρα οι τοπικοί άρχοντες, Τούρκοι και Έλληνες, συσκέπτονταν στην έδρα του βαλή για όσο το δυνατόν αναίμακτη διαδοχή της αρχής της Μυτιλήνης.
Από το θωρηκτό «Αβέρωφ» έρχεται μια ατμάκατος στο λιμάνι, προς το Κουμερκάκι, με λευκή σημαία στην πλώρη και με ελληνική στην πρύμνη. Όρθιος ο Βασίλειος Καραμούζος, αξιωματικός του Ελληνικού Ναυτικού και πρώην πλοίαρχος της Ατμοπλοίας Χατζή Δαούτ. O κόσμος τον γνώριζε και τον αγαπούσε. Στο αντίκρισμά του άκρατος ενθουσιασμός επικρατεί. O Καραμούζος κατευθύνεται στο Διοικητήριο και παραδίδει τελεσίγραφο του ναυάρχου Κουντουριώτη στο μουτεσαρίφη Εράμ Μπέη, για την παράδοση της πόλης εντός τριών ωρών. Αυτή την πρόταση τη δέχτηκαν όλοι, εκτός από το φρούραρχο Αμπντούλ Γκανί, που δήλωσε ότι θα αντιτάξει άμυνα μέσα στην πόλη. Ζωηρές υπήρξαν οι διαμαρτυρίες των αντιπροσώπων των δύο κοινοτήτων και των προξένων της Μυτιλήνης.
O βαλής ανέλαβε να βρει μια λύση και πρότεινε τα εξής:


1ο. Ζήτησε εικοσιτετράωρη προθεσμία, για να συνεννοηθεί με την κυβέρνησή του στην Κωνσταντινούπολη. Σ' αυτή την πρόταση συμφώνησε και ο φρούραρχος ταγματάρχης Αμπντούλ Γκανί ότι εάν διαταχθεί θα παρέδινε την πόλη χωρίς άμυνα.
2ο. Σε περίπτωση που δε θα γινόταν δεκτή αυτή η πρόταση εκ μέρους του διοικητή του ελληνικού στόλου, να επιτραπεί τότε στον τουρκικό στρατό να περάσει στην αντίπερα Ανατολή με τον οπλισμό και με τα πολεμοφόδιά του. Η μεταφορά αυτή να γίνει από ένα ελληνικό μεταγωγικό πλοίο.
3ο. Σε περίπτωση που η πρόταση αυτή ήθελε απορριφθεί, τότε να επιτραπεί στον τουρκικό στρατό ν' αποχωρήσει στο εσωτερικό του νησιού, για ν' αντιτάξει την άμυνά του.

Στις 11 η ώρα επιτροπή από το Μητροπολίτη Κύριλλο, το βαλή Εκρέμ μπέη και τους προξένους των ξένων δυνάμεων, έφθασε στο θωρηκτό «Αβέρωφ» και έθεσε τις προτάσεις στο ναύαρχο Κουντουριώτη.
Από την πρώτη στιγμή απέρριψε τις δύο πρώτες προτάσεις, την τρίτη όμως τη δέχτηκε, για να μη συμβεί κακό στους κατοίκους της Μυτιλήνης. Τους δήλωσε ότι μπορεί ν' αποσυρθεί στο εσωτερικό του νησιού ο τουρκικός στρατός και να κάνει ό,τι θέλει για την άμυνά του.
Έδωσε ακόμα μία ώρα προθεσμία και στη 1:30 άρχισε η νικηφόρα αποβίβαση του ελληνικού στρατού σε διάφορα μέρη ταυτόχρονα. Στο λιμάνι, στην Πετρόσκαλα και στην Επάνω Σκάλα. Ύστερα από 450 χρόνια σκλαβιάς οι Μυτιληνιοί ζούσαν την όμορφη ώρα του λυτρωμού τους.
Το παραλήρημα του πλήθους ήταν αφάνταστα συγκινητικό. Η εφημερίδα «Σάλπιγξ» της 8 Νοεμβρίου 1912 γράφει: «Σήμερον περί την 6ην πρωινήν ώραν το θωρηκτό "Αβέρωφ" μετά πέντε αντιτορπιλικών και ενός υπερωκεανίου μεταγωγικού έφθασαν προ του λιμένος μας».
Η εφημερίδα «Λαϊκός Αγών» της 8 Νοεμβρίου 1912 γράφει: «O ένδοξος ελληνικός στρατός, το καμάρι μας, αποβιβάζεται εκ των πολεμικών μας πλοίων. Είναι ακριβώς μία και ημίσεια ώρα και οι πεζοναύτες και οι πεζοί στρατιώτες μας, με τον ωραίον οπλισμόν των μάνλιχερ και με όλας τας αποσκευάς των, επιβιβάζονται και στοιβάζονται εις τας φορτηγίδας και τας λέμβους, που πρόθυμα προσεφέρθησαν από τους Μυτιληνιούς ιδιοκτήτες».
Η εφημερίδα «Λέσβος» της 8 Νοεμβρίου 1912 γράφει: «Η αυγή ομοία ταύτης ποτέ άλλοτε δεν θ' ανατείλη, επρόβαινε εις τον ορίζοντα και ήρξαντο να διαλύουσαι τα βαθέα σκότη και το χλωμόν της φως, το ολοέν εντονώτερον καθιστάμενον. Από την Πετρόσκαλαν εχαιρετίσαμεν την εμφάνιση του ελληνικού στόλου. Στις μία και ημίσεια ώρα στην Πετρόσκαλαν απεβιβάσθη το πρώτο ελληνικό άγημα. Προηγούντο δύο μυδραλιοβόλα "μαξίμ" και έπετο το άγημα με μίαν πελώρια ελληνική σημαίαν. Ηγείτο δε αυτού ο κ. Καραμούζας, ο συμπαθής γνώριμος των νησιών του Αιγαίου και καλός φίλος μας.
Υπό την οδηγία του κ. Καραμούζου το άγημα ακολούθησε την παραλιακήν οδόν άγουσαν προς το Καστράκι και εκείθεν ανήλθεν προς το θέρετρο του Νομάρχου.
Πάραυτα το άγημα έκαμε κατοχήν του κυβερνητικού κτιρίου και επί του εξώστου αυτού, του βλέποντος προς την θάλασσαν, υψώθη υπερήφανος, ως εν εξαίσιον σύμβολον πολιτισμού και ελευθερίας, η σημαία του αιωνίου πεπρωμένου του Ελληνικού έθνους, χαιρετισθείσα υπό του στόλου δια είκοσι και ενός κανονιοβολισμών, υπό τας επευφημίας του πλήθους και τα δάκρυα του».
Η Ελληνική δύναμη κατοχής στις 8 Νοεμβρίου 1912 ήταν 1096 στρατιώτες του τάγματος Μανουσάκη και 300 πεζοναύτες του αγήματος Κ. Μελά, αδελφού του ήρωα Μακεδονομάχου Παύλου Μελά. Η απελευθέρωση της πόλης της Μυτιλήνης ήταν πια γεγονός, ήταν η ένδοξη μέρα, η 8 Νοεμβρίου 1912.
O διοικητής του αγήματος κατοχής Ταγματάρχης Μανουσάκης διορίζεται επίτροπος της Ελληνικής Κυβέρνησης. O ελληνικός στρατός κατέλαβε τα δεσπόζοντα υψώματα της πόλης.
O αρχηγός του στόλου του Αιγαίου Παύλος Κουντουριώτης απηύθυνε το πρώτο ελληνικό διάγγελμα.
Εν ονόματι της A.M. του Βασιλέως των Ελλήνων
ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Α'
Ημείς, ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, αρχηγός του στόλου του Αιγαίου, προς τους κατοίκους της Νήσου Μυτιλήνης Διακηρύσσομεν και διατάσσομεν.
1) Η Νήσος Μυτιλήνη μεθ' όλων των εν αυτή πόλεων, κωμών και συνοικισμών, μετά των λιμένων και των ακτών αυτής, κατελήφθη υφ' ημών και διατελεί από τούδε εις την κατοχήν μας.
2) Αι εν τη Νήσω Οθωμανικαί Αρχαί εκτός των υπαλλήλων τοπικής διοικήσεως καθαιρούνται, την εξουσίαν δε αυτών θα ασκή ο Διοικητής του τάγματος της κατοχής Ταγματάρχης Μανουσάκης, ον διορίζομεν επίτροπον ημών. Η νήσος κηρύσσεται ολόκληρος εις κατάστασιν πολιορκίας κατά τον ΔΞΘ Νόμον και τα εκτελεστικά αυτού Β. Διατάγματα, καθιδρύεται δε εν τη πόλει της Μυτιλήνης έκτακτον Στρατοδικείον αρμόδιον δι' όλην την νήσον.
3) O επίτροπος ημών έχει την εξουσίαν να χρησιμοποίηση διά την διοίκησιν τους ήδη υπάρχοντας Οθωμανούς υπαλλήλους δύναται όμως να αντικαθιστά αυτούς κατά τας ανάγκας και τα συμφέροντα της υπηρεσίας.
4) Αι υποθέσεις τοπικής φύσεως διεξάγωνται μέχρι νεωτέρας διαταγής ημών, όπως και μέχρι τούδε, και υπό των αυτών τοπικών υπαλλήλων, αλλά υπό την ανωτέραν εποπτείαν του ημετέρου Επιτρόπου, έχοντος το δικαίωμα να αντικαθιστά τους κακούς ή αμελείς.
5) Οι μέχρι τούδε ισχύοντες Νόμοι και τοπικά έθιμα θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται υπό των διαφόρων Αρχών και υπό την εποπτείαν του ημετέρου Επιτρόπου, έχοντος το δικαίωμα να λαμβάνη γνώσιν πάσης υποθέσεως και να διατάσση την προς αυτόν υποβολήν ημερησίων ή περιοδικών αναφορών.
6) Εγγυώμεθα τον απόλυτον σεβασμόν και απρόσβλητον διατήρησιν των ιδιωτικών δικαιωμάτων της ζωής, της θρησκευτικής και προσωπικής ελευθερίας, της τιμής, των οικογενειακών σχέσεων και της ιδιοκτησίας, εις πάντας τους κατοίκους της καταληφθείσης νήσου, αδιακρίτως φυλετικής καταγωγής ή θρησκεύματος, θεωρούντες αυτούς πάντας αδιακρίτως ίσους μεταξύ των ως προς τε τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις, ιδιαιτέραν δε εγγυώμεθα προστασίαν εις τα ιερά και ευαγή και φιλανθρωπικά καθιδρύματα, ων η περιουσία θα μείνει άθικτος και θα διοιχήται, όπως και μέχρι τούδε, άνευ παρεμβάσεως του ημετέρου Επιτρόπου.
7) Την προφύλαξιν των ως άνω δικαιωμάτων κατά παντός κινδύνου προσβολής αυτών αναθέτομεν εις τον ημέτερον Επίτροπον ενεργούντα την αστυνομίαν της νήσου δια του Στρατού
της κατοχής και έχοντα την εξουσίαν να εκδίδη αστυνομικάς διαταγάς οιουδήποτε περιεχομένου αλλά γενικάς δι' όλους τους κατοίκους και επιβαλλούσας ίσας υποχρεώσεις εις αυτούς αδιακρίτως φυλετικής καταγωγής ή θρησκεύματος.
8) Ρητώς απαγορεύομεν εις πάντας τους κατοίκους της Νήσου την οπλοφορίαν, υποχρεούνται δε πάντες εντός της υπό του ημετέρου Επιτρόπου ορισθησομένης προθεσμίας να παραδώσωσιν τα όπλα εις τον στρατόν της κατοχής. Προς εκτέλεσιν του αφοπλισμού επιτρέπομεν εις τον ημέτερον Επίτροπον να επιβάλλη τας αυστηροτέρας ποινάς και να λαμβάνη τα αυστηρότερα μέτρα, ακόμη και εναντίον ολοκλήρων χωρίων.
9) Οι κάτοικοι της καταληφθείσης Νήσου είναι υπόχρεοι να εξακολουθήσουν πληρώνοντες εις τους υπό του ημετέρου Επιτρόπου ορισθησομένους εισπράκτορας τους μέχρι τούδε υπό του Οθωμανικού Κράτους κανονισμένους φόρους και τέλη, όπως εξ αυτών πληρώνονται κατά κύριον λόγον τα έξοδα της καλής διοικήσεως της Νήσου.
Επίσης υποχρεούνται οι κάτοικοι και τα χωρία να καταβάλλουν και τας εκτάκτους εις είδος ή εις χρήμα εισφοράς, όσας ήθελε διάταξη ο ημέτερος Επίτροπος, όστις έχει και το δικαίωμα της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως έναντι αποζημιώσεως.
10) Καλούμεν πάντας τους κατοίκους της Νήσου να συνεχίσουν εν ειρήνη και τάξει τας ιδιωτικάς αυτών υποθέσεις, υπακούοντες εις τους Νόμους και εις τας διαταγάς του ημετέρου
Επιτρόπου, αποφεύγοντες δε πάσαν ενέργειαν δυναμένην να διαταράξη την δημοσίαν ασφάλειαν.
11) Πάσα πράξις ή απόπειρα πράξεως θέτουσα εις κίνδυνον την ασφάλειαν του Στρατού της κατοχής, του Στόλου ή και εν γένει τα συμφέροντα της Ελλάδος, θα δικάζεται στρατιωτικώς ως έγκλημα εσχάτης προδοσίας και θα τιμωρήται με θάνατον 24 ώρας μετά την απόφασιν.
Το βράδυ της 8 Νοεμβρίου 1912 ο στόλος ανεχώρησε για την απελευθέρωση της Χίου. Έμειναν λίγα καράβια στο νησί.
Στις 9 Νοεμβρίου έφθασε στην Πέτρα το τορπιλοβόλο «14» με πλοίαρχο τον Π. Αργυρόπουλο και διαβεβαίωσε τους Πετριάνους ότι θα παρέμενε εκεί το πλοίο, μέχρι να έλθει ο ελληνικός στρατός. O κόσμος ενθουσιάστηκε. Αλλά τη νύχτα το καράβι πήρε σήμα για ένταξή του σε νηοπομπή κι έφυγε σύμφωνα με τη διαταγή. Τότε επέστρεψαν οι Τούρκοι χωροφύλακες μαζί με φενταήδες (ατάκτους) και λεηλάτησαν την Πέτρα. Σκότωσαν τον Ελευθέριο Τατά, το δημογέροντα Φωτιάδη, δύο ακόμα Πετριανούς, τραυμάτισαν σοβαρά τον καθηγητή Πανεπιστημίου Ν. Ελευθεριάδη και ξυλοκόπησαν πολλούς Πετριανούς.
Στις 10 Νοεμβρίου ελληνικά πλοία κατέλαβαν το Πλωμάρι, που στο μεταξύ είχε διώξει την τουρκική φρουρά.
Στις 12 Νοεμβρίου καταλύονται οι τουρκικές αρχές του Πολιχνίτου. Στις 15 Νοεμβρίου καταλύονται και στη Γέρα οι τουρκικές αρχές. Το νησί τώρα το κατέχουν δύο δυνάμεις. Το νοτιοανατολικό η Ελλάδα και το βορειοδυτικό ο τουρκικός στρατός, που είχε το στρατηγείο του στον Κλαπάδο.
Στη μεταβατική περίοδο του ενός μήνα, από τις 8 Νοεμβρίου έως τις 8 Δεκεμβρίου, που υπογράφτηκε το πρωτόκολλο παράδοσης του τουρκικού στρατού στο ύψωμα Πετσοφάς, μετά την πολύνεκρη μάχη, και απελευθερώθηκε ολόκληρη η Λέσβος, στην ύπαιθρο έγιναν τρομερά κακουργήματα από Τούρκους ατάκτους, με αρχηγό τους τον Κεμάλ αγά, πρώην αστυνομικό στην Καλλονή. Συνελάμβαναν χριστιανούς, τους ξυλοκοπούσαν άγρια και τους αποσπούσαν χρηματικά ποσά. Σκότωναν, ρήμαζαν χριστιανικά χωριά και ήταν ο τρόμος και ο φόβος από όπου περνούσαν.
Αυτή την περίοδο ο αγροτικός πληθυσμός την ονομάτισε τα «φόβια». Όμως τα γεγονότα βίας και η εγκληματικότητα θα ήταν πολλαπλάσια, εάν δεν επενέβαινε ο διοικητής του τουρκικού στρατού Αμπτούλ Γκανί, τίμιος στρατιωτικός. Καταδίκασε τη συμπεριφορά του Κεμάλ αγά και περιόρισε όσο μπόρεσε την απάνθρωπη δράση τους. Και από την πλευρά όμως των χριστιανών έγιναν άγρια εγκλήματα με τη δικαιολογία της άμυνάς τους, ενώ βαθύτερο κίνητρο στις πράξεις τους ήταν η εκδίκηση.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1912 το ελληνικό πολεμικό «Αρκαδία» εμφανίστηκε μπροστά στο λιμάνι της Μήθυμνας. Μέσα στο λιμάνι βρίσκονταν πολλά καΐκια χριστιανών και τούρκων. O διοικητής του «Αρκαδία», επειδή υποψιαζόταν πως αυτά τα καΐκια θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι, για να μεταφέρουν ενισχύσεις από τη Μ. Ασία, έστειλε ένα σημαιοφόρο με μια βενζίνα με λευκή σημαία και ζήτησε από τις τουρκικές αρχές της Μήθυμνας να του παραδώσουν τα τιμόνια των καϊκιών του λιμανιού. Οι τουρκικές αρχές αρνήθηκαν.
Το «Αρκαδία» βομβάρδισε το λιμάνι, κατέστρεψε τα καΐκια, το Λιμεναρχείο, το Τελωνείο και το Υγειονομείο.
Κατατρόμαξαν οι Τούρκοι με την επιτυχία και ακρίβεια των ελληνικών βολών. Με την πρώτη βολή κόπηκε στα δύο ο ιστός του Λιμεναρχείου, όπου κυμάτιζε η τουρκική σημαία.
Τα άτακτα στοιχεία των Τούρκων, οι φενταήδες, μαζί με τους φανατικούς Τούρκους της Μήθυμνας επεχείρησαν να τη λεηλατήσουν. Στη Μήθυμνα όμως υπήρχαν δύο κέντρα, που κατεύθυναν εκείνες τις μέρες τα γεγονότα.
Από την τουρκική πλευρά η Λέσχη των Νεότουρκων, που είχαν τα γραφεία τους στο κτήριο του Μαλέργου, απέναντι από το μεγάλο λουτρό, και που αρχηγός τους ήταν ο Τζελάλ μπέης, ο ιδιοκτήτης του αρχοντικού, όπου στεγάζεται σήμερα ο Δήμος Μήθυμνας.
Από τη χριστιανική πλευρά το καφενείο του Δανιήλ, αυτό που έχει σήμερα ο Λάμπρος Χαβουτσιώτης. Στο ιδιαίτερο δωμάτιο του γίνονταν οι συναντήσεις και αρχηγός τους ήταν ο δικηγόρος Δημήτριος Σάββας, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός βουλευτής στο τουρκικό κοινοβούλιο, γιατί οι Τούρκοι, με διάφορους εκλογικούς νόμους που μαγείρεψαν, κατόρθωσαν να μην εκλεγεί Χριστιανός βουλευτής, εκτός από τον πανέξυπνο Μηθυμναίο Δημήτριο Σάββα, που αποκαλούνταν «βόρεια αλώπηξ».
Τους φενταήδες υποκινούσαν οι Νεότουρκοι και ειδικά ο Τζελάλ μπέης.
Μέσα σ' αυτό το μίσος που επικρατούσε στη Μήθυμνα ξεπετάχτηκε ο καλόψυχος μουφτής της Μήθυμνας Νουχ εφέντης και οι δύο μετριοπαθείς Τούρκοι Μπέηδες και σε συνεργασία με το Δημήτριο Σάββα κατόρθωσαν ν' αποφύγει η Μήθυμνα τη λεηλασία.
Σε μια απόπειρα ενός Τούρκου να σκοτώσει το δήμαρχο Κωνσταντίνο Κέπετζη, ο μουφτής Νουχ εφέντης αγκάλιασε το δήμαρχο και τον γλίτωσε.
Επίσης ο Μουσταφάς εφέντης, λοχίας του τακτικού τουρκικού στρατού, με μια δυνατή κλοτσιά σ' ένα μαινόμενο άτακτο, που όρμησε να σκοτώσει με μαχαίρι το Δημήτριο Σάββα, κατόρθωσε να τον γλιτώσει.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν πάρθηκαν δύο πρωτοβουλίες από τη μετριοπαθή πτέρυγα των Τούρκων και χριστιανών, που πάσχιζαν να κρατήσουν τη Μήθυμνα μακριά από την αιματοχυσία στις δύσκολες αυτές ώρες.
O μουφτής Νουχ εφέντης, γνωστός του διοικητή του τούρκικου στρατού στο στρατόπεδο του Κλαπάδου, και ο Δημήτριος Σάββας, βουλευτής του τουρκικού κοινοβουλίου, άριστος γνώστης της τουρκικής γλώσσας, έγραψαν ένα γράμμα και παρακαλούσαν το διοικητή Γκανί μπέη ν' απομακρύνει τους φενταήδες από τη Μήθυμνα.
O Δημήτριος Σάββας αναλάμβανε εκ μέρους των Χριστιανών της Μήθυμνας να διαφυλάξει την ησυχία στο χωριό.
Το γράμμα το έστειλαν εμπιστευτικά με το Νικόλα Φριγγή, ένα πραγματικά άξιο παλικάρι, και το θρησκευόμενο Χουνσού. O μουφτής τους είπε ότι αυτό το γράμμα είναι θέλημα του Αλλάχ.
Οι απεσταλμένοι, όταν έφτασαν κοντά στη Λαφιώνα, με τα άσπρα μαντίλια τους, είδαν τα τουρκικά φυλάκια από μακριά. Τα καραούλια τους σταμάτησαν, τους έδεσαν τα μάτια και τους οδήγησαν στο στρατόπεδο στον Κλαπάδο, στο διοικητή τους Γκανί μπέη. Διάβασε εκείνος το γράμμα, διέταξε και τους έδωσαν συσσίτιο, τους κράτησαν μέχρι να σκοτεινιάσει και τους άφησαν να γυρίσουν στη Μήθυμνα.
O Γκανί μπέης τους είπε πηγαίνετε τα σεβάσματά μου στο μουφτή και στο φίλο μου Δημήτριο Σάββα και τούτο μονάχα πέστε τους. «Αλαχίν γκενί-γι-ολούρ» (του Θεού θα γίνει).
Πράγματι την άλλη μέρα εξαφανίστηκαν από τη Μήθυμνα οι φενταήδες.
Συγχρόνως μια επιτροπή από το Δημήτριο Σάββα και τους δύο μετριοπαθείς μπέηδες, επιβιβάστηκε σε μια βάρκα και συνάντησε τα ελληνικά πολεμικά πλοία στον όρμο της Πέτρας. Έδωσε έγγραφο της Δημογεροντίας της Μήθυμνας, στον επικεφαλής του στόλου πλοίαρχο Δαμιανό, όπου παρακαλούσαν την άμεση κατάληψη της Μήθυμνας από τον ελληνικό στόλο.
O πλοίαρχος Δαμιανός κατασυγκινημένος τους απάντησε. Αδυνατώ να κάνω κατοχή της Μήθυμνας, γιατί δεν έχω σχετική διαταγή από την Ελληνική κυβέρνηση.
Η επιτροπή γύρισε άπραχτη στη Μήθυμνα, αλλά οι αφηνιασμένοι Νεότουρκοι αποπειράθηκαν να τους συλλάβουν. Επενέβη όμως ο μουφτής Νούχ εφέντης και γλίτωσαν τη σύλληψη.
Στις 5 Δεκεμβρίου ήλθε στη Μήθυμνα ο Αμπντούλ Γκανί και σύστησε σε όλους ψυχραιμία και λογική σ' αυτές τις δύσκολες ώρες. O Αμπντούλ Γκανί επέστρεψε στο στρατόπεδο του στον Κλαπάδο, όπου στις 6 και 7 Δεκεμβρίου έγινε η ηρωική επίθεση του ελληνικού στρατού στα υψώματα «Τυραννίδι» και «Πετσοφάς», κοντά στο μοναστήρι του Λειμώνος.
Με την ακράτητη επίθεση του ελληνικού στρατού και με τον αδιάκοπο βομβαρδισμό των ελληνικών καραβιών από τον όρμο της Πέτρας, οι Τούρκοι υπέκυψαν και στις 8 Δεκεμβρίου στο ύψωμα «Πετσοφάς» υπέγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης του τουρκικού στρατού.
Τους Λέσβιους Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες, αφού τους αφόπλισαν τους έστειλαν στα σπίτια τους.
Το βράδυ της 8 Δεκεμβρίου όλος ο τουρκικός στρατός μεταφέρθηκε στο λιμάνι της Μήθυμνας. Τους τραυματίες την ίδια βραδιά τους έστειλαν με καΐκια στην πατρίδα τους τη Μικρά Ασία.
Όλους τους άλλους αξιωματικούς και στρατιώτες, σύνολο 1500, τους έστειλαν με ατμόπλοια στον Πειραιά ως αιχμάλωτους πολέμου.
Η Εφημερίδα «Εμπρός» Αθηνών του Δ. Καλαποθάκη με ημερομηνία 9-12-1912 γράφει: Τη νύκτα απεστάλη τηλεγράφημα προς το Υπουργείον των Ναυτικών, από τον αρχηγόν του Ευδρόμου «Μακεδονία» κύριον Τσουκαλάν εκ Πέτρας Λέσβου. Υπουργείον Ναυτικών.
Ταύτην την στιγμήν «χίλιοι επτακόσιοι αιχμάλωτοι Τούρκοι επιβιβάζονται εκ Μολύβου εις ελληνικά πλοία με κατεύθυνση προς Πειραιά. Αρχηγός Δαμιανός.
Εδώ γράφτηκε ο επίλογος μιας βάρβαρης σκλαβιάς 450 χρόνων, που έζησε και γνώρισε αυτός ο τόπος.
Μεγάλη κι ολόφωτη η μέρα της 8 Δεκεμβρίου 1912 και η πολυπόθητη λευτεριά στη Λέσβο ήταν πραγματικότητα. Λεύτεροι.
 
αναδημοσίευση από
http://agiassoslesvou.blogspot.com

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

ΤΑ ΚΑΠΝΑ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ






ΤΑ ΚΑΠΝΑ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ.

ΓΡΑΦΕΙ:  ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΈΝΤΑΣ



Τώρα που απαγορεύτηκε παντελώς το κάπνισμα και προβλέπονται αυστηρές ποινές για τους παραβάτες , θυμήθηκα τα χρόνια τα παλιά και ειδικά τη δεκαετία του ‘ 30 τότε που η καλλιέργεια του καπνού ανθούσε στο χωριό μας. Θα προσπαθήσω λοιπόν να καταγράψω όσα έχουν παραμείνει ανεξίτηλα στη μνήμη μου για τα καπνά από τα χρόνια εκείνα.
Κάθε χρόνο λοιπόν αρχές Φλεβάρη αρχίζει η διαδικασία αυτή.
Και ξεκινάμε με τη σπορά.

Τους σπόρους του καπνού τπους έσπερναν σε «πρασιά» σε ειδικά διαμορφωμένο έδαφος, ώστε να γίνουν τα φυτά, με κοπριά χωνεμένη. Φυσικά λιπάσματα δεν υπήρχαν. Η φροντίδα των φυτών έτσι ώστε να γίνουν κατάλληλα για τη μεταφύτευσή τους, ήταν καθημερινή με πότισμα και ξεβοτάνισμα. Απαιτούσε πολύ προσοχή και κόπο, η σωστή διαμόρφωση του εδάφους και η φροντίδα των φυτών, έτσι ώστε να μη σαπίσουν και να φτάσουν στο κατάλληλο μέγεθος.
Αυτό έκαναν σχεδόν όλοι οι καπνοπαραγωγοί μικροί και μεγάλοι. Ο Χαράλάμπος Αναγνώστου ήτανε ένας μεγάλος καπνοπαραγωγός και σ’ αυτόν οφείλω και τις εμπειρίες που σας καταγράφω.
Το φύτρωμα των μικρών φυτών είχε δυσκολίες αν και δεν υπήρχαν τότε ασθένειες. Οι γαιοσκώληκες μόνο όργωναν τα φυτώρια –πρασιές- και ξερίζωναν τα φυτά. Η καταπολέμησή τους γινόταν με χυμό που έπαιρναν από τη ρίζα του ασφοδέλου (σπουρδούλι). Έπαιρναν λοιπόν τη ρίζα του φυτού, την κοπάνιζαν σούρωναν το χυμό που έβγαινε με σουρωτήρι πάνινο και μ’ αυτό πότιζαν το φυτώριο. Έτσι απομάκρυναν τα σκουλήκια.
Όλες οι οικογένειες που θα ασχοληθούν με την καλλιέργεια του καπνού κάνουν πολλά όνειρα. Τα λεφτά ήτανε λίγα και τα είχανε ορισμένοι. Άλλοι πάλι δανείζονταν τοκογλυφικά σχεδόν πάντα και με την ελπίδα να κερδίσουν κάτι απ[ό τα καπνά και να καλυτερεύσουν τα οικονομικά τους σαν θα πουλούσαν στο τέλος το προϊόν των κόπων τους.
Τον Απρίλιο λοιπόν, σχεδόν μετά το Πάσχα, η ομάδα για το φύτεμα του καπνού «ο ταϊφάς», ξεκινούσε.
Τρεις τέσσερις άνδρες, πέντε, έξι γυναίκες, ένας μικρός για το πότισμα, το αφεντικό  με κάποιο αρχιεργάτη βοηθό και  ένα μουλάρι φορτωμένο με δυο ξύλινα βαρέλια με άνοιγμα στο πάνω μέρος και βρυσούλα (κάνουλα) στη μια από τις δυο επίπεδες επιφάνειες. Ένα άλλο ζώο συνήθως γαϊδούρι φορτωμένο με κασόνια για τα φυντάνια, χωνιά και τενεκέδες για το νερό, τσάπες και φυτευτήρια. Το φυτευτήρι είχε σχήμα κεφαλαίου Γ με τη μεγάλη του πλευρά να καταλήγει σε μύτη που είχε σιδερένιο κάλυμμα.
Όλοι του ταϊφά, άνδρες και γυναίκες, είχαν μαζί τους το μεσημεριανό τους φαγητό. Μια τασόπκα (τάπερ) με φασόλες τις πιο φορές, μια δυο σμαρίδες παστές, λίγες ελιές, ένα κρεμμύδι καμιά φορά κεφτεδάκια τα «πτάρια», γιαπρακέλια, λίγο γλυκό, τηγανίτες με αλεύρι ή κανένα σύκο ξερό και φυσικά το κουμάρι ή το παγούρι με το νερό.
Ξεκινούσα όλοι νωρίς το πρωί, μέσα στη φτώχεια τους, για το χωράφι. Πρώτα θα πήγαιναν στα φυτώρια που ήσαν συνήθως στην Καυκάρα από όπου θα ξεφύτρωναν τα φυντάνια. Τα έκαναν ματσάκια και τα έβαζαν στα κασόνια με τη σειρά κάνοντάς τα ντάνες - ντάνες. Έβγαζαν τόσα φυντάνια όσα υπολόγιζαν πως θα τους χρειάζονταν στο φύτεμα μέχρι το βραδύ.

Όταν ο ταϊφάς έφτανε στο χωράφι, πρώτα οι άνδρες άρχιζαν τη δουλειά. Ο ένας δίπλα στον άλλον σε παράταξη κατά μέτωπο, άνοιγαν αυλάκια τα επονομαζόμενα χαρίκια, από όπου και οι άνδρες πήραν την ονομασία γι’  ατή τη δουλειά  «χαρικτσίδις»
Προηγουμένως έπρεπε ν’  ανοίξουν μεγάλα αυλάκια, «σαλμάδις», μακρυά όσο και το μήκος του χωραφιού και σε απόσταση τεσσάρων περίπου μέτρων το ένα από το άλλο στο πλάτος του καπνοχώραφου.
Οι γυναίκες ήσαν με τις βράκες τι υφαντές και τα διάφορα σχέδια, με τα ρούσικα από πάνω και τις άσπρες μαντίλες στο κεφάλι, που δένονταν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται μόνο τα μάτια για να μην βλέπει το πρόσωπό τους ο ήλιος και στα χέρια τα ειδικά γάντια με τα δάχτυλα απέξω για να δουλεύουν ελεύθερα.
Στο ένα χέρι τα φυντάνια του καπνού και στο άλλο το φυτευτήρι. Το αφεντικό τα ετοίμαζε αφού τα βουτούσε μέσα σε νερουλή λάσπη και ο μικρός τα έδινε στις γυναίκες. Ο αγωγιάτης, «ο μουλαράς» προηγουμένως είχε γεμίσει τα ξύλινα βαρέλια με νερό και ο «ποτιστής», ο μικρός συνήθως, πότιζε με το «σουβαρμά» πίσω από τις γυναίκες.
Η εργασία συνεχιζόταν με γρήγορο ρυθμό και επομένως ήταν και κουραστική. Το χωράφι έπρεπε να φυτευτεί το δυνατόν γρηγορότερα για να μικραίνει και το κόστος παραγωγής.
Το μεσημέρι στρωνόταν το υπαίθριο τραπέζι κάτω από τα υπάρχοντα δένδρα. Με πειράγματα και γέλια με τραγούδια από τους καλλίφωνους και με λοξές ματιές αν τύχαινε μέσα στο ταϊφά να υπάρχει και κανένα ερωτευμένο ζευγάρι, γευμάτιζαν φτωχικά μεν μα χαρούμενα. Είναι η ώρα της διαφορετικής νότας στη ρουτίνα της βασανιστικής εργασίας.

Αυτή η διαδικασία συνεχιζόταν όλο το διάστημα, μέχρι να τελειώσει το φύτεμα όλων των χωραφιών που είχαν προγραμματιστεί γι’  αυτό τοπ σκοπό από τον καπνοπαραγωγό.
Στην ίδια ρότα και οι μικρότεροι καλλιεργητές μόνο που τα εργατικά χέρια ήσαν της οικογένειάς τους.
Έχουμε φτάσει στο τέλος του Απρίλη και έχει τελειώσει και το πρώτο στάδιο στην καπνοκαλλιέργεια.
 Όταν τα φυντάνια μεγαλώσουν και βγουν έξω από τη «χαρικιά». αρχίζει το σκάψιμο. Γυναίκες με μικρά κοφτερά τσαπιά τα σκαλίζουν γύρω – γύρω βγάζοντας και τα χόρτα. Θα επακολουθήσει το δεύτερο τσάπισμα πιο βαθύ τώρα και ίσως χρειαστεί και το τρίτο.
Σαν τα φυτά θα έχουν μεγαλώσει αρκετά και φθάσουν το μισό μέτρο ή και πιο πολύ θα γίνει το τελευταίο σκάψιμο από άνδρες με κασμάδες. Θα χαλαστούν τα χαρίκια και θα εμφανιστούν οι σειρές του καπνού με απόσταση τόση μεταξύ τους όσο να χωρεί να περάσει κάποιος ανάμεσά τους.
Εδώ τελειώνει και το δεύτερο στάδιο, ενώ ο παραγωγός συνεχίζει να παρακολουθεί επισταμένως την εξέλιξη του φυτού.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε και τα τερτίπια του καιρού σχετικά με την εξέλιξη των καπνόφυτων.
Τα φυτά τώρα έχουν μεγαλώσει τώρα. Έχουν φτάσει το ένα μέτρο και περισσότερο με ένα και μοναδικό βλαστό και βγαίνουν τα φύλλα κατά μήκος του, από τη ρίζα μέχρι και την κορυφή. Αυτά θα ωριμάσουν σιγά – σιγά και θα αρχίσουν να κιτρινίζουν. Πρέπει να αρχίσει το μάζεμα.
Σ’ ένα χωράφι τώρα χωρίς δένδρα, επίπεδο και κοντά στο χωριό συνήθως ο παραγωγός θα κάνει τις παρακάτω εργασίες.
Θα φτιάξει ένα «τσαρντάκι» όπως λεγόταν από ροδοδάφνες και λυγαριές δεκαπέντε τετραγωνικά περίπου με δύο πόρτες και ένα παράθυρο, θα το ισοπεδώσει και θα είναι έτοιμο να δεχτεί τις εργάτριες.
Έξω από το τσαρδάκι θα φτιαχτεί ο «κρεμανταλάς». Δυο σειρές παλούκια – γύρω στο ενάμισι μέτρο περίπου απόσταση το ένα από το άλλο επάνω στα οποία καρφώνονται δυο σύρματα σ’ όλο το μήκος των σειρών και τα οποία στις άκρες στερεώνονται καλά στο έδαφος. Εκεί στο ειδικό ξηραντήρικρεμανταλά-  θα κρεμάσουν τις αρμάθες και τις ξηραίνουν με φυσικό τρόπο στον ήλιο και τον αέρα.
Εκεί κοντά φτιάχνονται ίσιες επιφάνειες μήκους τριάντα μέτρων περίπου ή ανάλογα με το μήκος του χωραφιού τα επονομαζόμενα «σεργιά».
Τώρα πλέον είναι έτοιμοι για να ξεκινήσει το μάζεμα των φύλλων του καπνού, το «κίρτισμα». Είμαστε στο τέλος του Ιουνίου.
Για να είναι εφικτή η συγκομιδή, χρειάζονταν τα φύλλα του καπνού να διατηρούν ορισμένη υγρασία. Μέσα στο κατακαλόκαιρο, μόνο τη νύχτα μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό. Έτσι λοιπόν, ξεκινούσαν από τα μεσάνυχτα, και άρχιζαν τη δουλειά μέσα στη νύχτα. Όλος ο κάμπος ένα πανηγύρι και κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί αμέριμνος. Όλοι στα χωράφια μάζευαν φύλλο -  φύλλο τον πολύτιμο καπνό, μέχρι να βγει ο ήλιος που μάραινε τα φύλλα και έτσι μετά τις 9 το πρωί αναγκάζονταν να σταματήσουν.
Εκεί αρχίζει το «κίρντισμα».
Κάθε γυναίκα πιάνει και μια σειρά από τις καπνουλιές κόβοντας από τα κάτω προς τα πάνω δυο, τρία ή και τέσσερα φύλλα καπνού. Τα φύλλα που έκοβαν τα έκαναν μάτσο και τον κρατούσαν στην αγκαλιά τους. Η σταδιακή ωρίμανση των φύλλων, επέβαλε το «κίρτισμα» (όπως έλεγαν τη συγκομιδή), να γίνεται και  σε τέσσερα ή και  πέντε «χέρια». Αυτό είναι το πρώτο χέρι.
Τώρα τα ματσάκια που έφτιαχναν οι γυναίκες είναι  οι επονομαζόμενες τάπες. Ένα παιδί συνήθως έπαιρνε τις τάπες από τις γυναίκες  και ο κεχαγιάς τις τοποθετούσε κατάλληλα μέσα στις κόφες.
Αυτή η εργασία όπως είπαμε κρατούσε μέχρι τη ανατολή του ήλιου γιατί μετά με τον ήλιο και τη ζέστη τα καπνόφυλλα μαραίνοντας και δεν έπρεπε να κοπούν.
Ανάλογα τώρα με τα άτομα του συνεργείου γέμιζαν τέσσερις ή και παραπάνω κόφες οι οποίες γέμιζαν και πάνω από τα χείλη φτιάχνοντας έτσι τρούλο από καπνόφυλλα.
Τώρα το συνεργείο παίρνει το δρόμο για το «τσαρδάκι» και οι γυναίκες αρχίζουν τη δουλειά τους. Η μια δίπλα στην άλλη. Τα φύλλα έπρεπε να ξεραθούν στον ήλιο κρεμασμένα από σχοινιά.
Δίπλα τους είχανε καλάμια τριών περίπου μέτρων μήκους το καθένα με ένα κομμάτι γερό σπάγγο στερεωμένο στις δυο άκρες.
Με μια μεταλλική βελόνα 20 με 30 εκατοστών μήκος και τρύπα στη μια της άκρη άρχιζε το «βελόνιασμα», το τρύπημα των φύλλων. Τούτα έπρεπε να τρυπηθούν στο κεντρικό τους νεύρο και προς το επάνω μέρος. Τούτη η δουλειά γινότανε γρήγορα και με ένα ιδιότυπο συναγωνισμό ανάμεσα στις γυναίκες.
Η βελόνα κρατιόταν με το αριστερό χέρι στην αριστερή μασχάλη  και με το άλλο κρατώντας τα ματσάκια περνούσαν πάνω της τα φύλλα. Όταν γέμιζε η βελόνα, την άδειαζαν στο σπάγγο του καλαμιού μέχρι να γεμίσει όλο. Τούτη η εργασία συνεχιζόταν μέχρι να αδειάσουν όλες οι κόφες, των οποίων το άδειασμα συνέπιπτε και με το τέλος της ημέρας. Αφού τελείωναν και τρώγανε, είχαν ελάχιστες ώρες ύπνου μέχρι να χρειαστεί να σηκωθούν πάλι από τα μεσάνυχτα και να πάνε και πάλι στο χωράφι για να συνεχιστεί η ίδια εργασία..
Τώρα η κάθε γυναίκα έπρεπε να κουβαλήσει τις καπνόβεργες, όπως λέγανε τα γεμάτα με φύλλα καλάμια, στον «κρεμανταλά». Σημειώνουμε ότι συνήθως υπήρχαν τρεις με τέσσερις κρεμανταλάδες. Το αφεντικό ή κάποιος ‘άλλος κρεμούσε εδώ τις καπνόβεργες όπου θα έμεναν μια περίπου εβδομάδα. Ύστερα τα ξεκρέμαζαν και τα άπλωναν στα «σιργιά» για να ξεραθούν καλά.
Δεν έπρεπε να υπάρχει πουθενά στο φύλλο, πράσινο, χλωρό μέρος. Γι’  αυτό εδώ στα σιργιά γύριζαν τις καπνόβεργες και από τις δυο μεριές. Αυτό γινόταν συνήθως το πρωί. Όταν θα έχουν ξεραθεί καλά τα μάζευαν και τα πήγαιναν για το πάτημα, όπου θα πιεστούν για μπαλάρισμα σε ειδική μηχανή.
Τούτη η εργασία συνεχιζόταν όλο τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και το μισό σχεδόν Σεπτέμβρη από τις τρεις τα ξημερώματα μέχρι και τις εφτά το βράδυ. Ο καπνοπαραγωγός, αν είναι και μεγαλοπαραγωγός τα παίρνει όλα τα χωράφια με τη σειρά, ώσπου να τελειώσει το πρώτο χέρι, ξαναπιάνουν από την αρχή για το δεύτερο χέρι, ξανά για το τρίτο, το τέταρτο κ.λ.π. κόβοντας δυο τρία φύλλα από την καπνουλιά κάθε φορά. Να σημειώσουμε ότι τα καλλίτερης ποιότητας καπνόφυλλα είναι τα μεσαία  Τα πρώτα και τα τελευταία είναι δεύτερης ποιότητας. Και αυτό λαμβάνεται υπ’  όψη μέχρι το τέλος., στο κίρντισμα, στο βελόνιασμα, στο ξέραμα, αφού υπάρχουν και οι διαφορετικές τιμέ

Τώρα μέσα σε κλειστό χώρο, ένα δωμάτιο συνήθως υπόγειο γίνεται η δραματοποίηση του καπνού. Τα φύλλα έβγαιναν από τα ράμματα και στοιβάζονταν ένα - ένα σε ματσάκια που τα συσκεύαζαν σε σφιχτοδεμένα δέματα. Τότε γινόταν και η διαλογή των φύλλων, ώστε να βγουν τα ακατάλληλα φύλλα από την τελική σοδειά και να επιτευχθεί η άριστη ποιότητ

Όταν θα τελειώσει το γέμισμα και το πάτημα, θα αφαιρεθεί η κινητή πλευρά της κάσας και το δέμα ελευθερώνεται τυλιγμένο τώρα από τις τέσσερις πλευρές με τη λινάτσα. Οι δυο πλευρές, πάνω και κάτω παραμένουν ελεύθερες. Το βάρος του δέματος κυμαίνεται από 30 έως 60 οκάδες. Αυτό τοποθετούνται σε κλειστό και χωρίς υγρασία μέρος και φυλάσσονται μέχρι να έρθει η μέρα για να πωληθούν.
Μέσα στο Σεπτέμβριο και αργότερα φθάνουν στο χωριό οι καπνέμποροι και οιο μεσάζοντες των εμπόρων των τσιγάρων. Η τιμή είναι άγνωστη. Ζητάνε οιο καπνοπαραγωγοί π[άνω – κάτω την περσινή τιμή μα κι αυτό δεν είναι σίγουρο. Γινόταν πιο μπροστά από όλους τους παραγωγούς του Λιοσβορίου μια υποτυπώδης συμφωνία και κατόπιν και με τους άλλους παραγωγούς του Πολιχνίτου, της Βρίσας και των Βασιλικών  ώστε να διαμορφωθεί μια τιμή. Οι μάγκες όμως της εμπορίας κατάφερναν να σπάσουν αυτή τη συμφωνία δίνοντας μια καλλίτερη τιμή σε κάποιο μεγαλοπαραγωγό και στη συνέχεια έριχναν  τα καπνά σε χαμηλότερες τιμές.
Υπήρχε όμως και άλλο πιο βρώμικο παιχνίδι.
Οι έμποροι άνοιγαν λίγο  ένα - ένα τα προς πώληση δέματα και μόλις έβρισκαν μέσα κανένα λίγο μαραμένο φύλλο ή πιο σκούρο από τα άλλα ακόμα αν έβρισκαν φύλλα ανακατωμένα του πρώτου χεριού μα άλλα κιρτίσματα, αφαιρούσαν αυθαίρετα  από το βάρος του δεματιού όσες οκάδες σήκωνε η ψυχή τους. Τελικά από τις χίλιες οκάδες που μπορούσε να έχει ο καπνοπαραγωγός πληρωνότανε μόνο τις οχτακόσες και λιγότερο. Τα λεφτά θα τα έπαιρναν αργότερα, κοντά στα Χριστούγεννα και μ’ αυτά θα έπρεπε να πληρωθούν πρώτα τα δάνεια υπήρχαν και μετά να τακτοποιηθούν και οι διάφορες μεγάλες και σοβαρές ανάγκες του παραγωγού. Να σκεφτείτε ότι ο άνθρωπος αυτός επτά ολόκληρους μήνες ζούσε με δάνεια και με τα λίγα περισσεύματα από τα αλλά προϊόντα του.
Πολύς κόπος, μεγάλη φασαρία όπως καταλαβαίνεται από όλη την καταγραφή με ελάχιστη απολαβή. Πόσες φορές πέρναγε το ίδιο φύλλο από τα χέρια του αγρότη μέχρι να καταλήξει συσκευασμένο στο δέμα; Πόσο κόπο κατέβαλλαν οι αγρότες για να καταλήξουν με τη σοδειά του καπνού στην αποθήκη τους; Πόσες ώρες πάλευαν με τον καιρό, την εξάντληση, την αϋπνία, τη δίψα και την πείνα στο χωράφι; Πόσο πόνο υπέφεραν από τη σωματική καταπόνηση; Κανείς που δεν το έζησε δεν μπορεί να το κατανοήσει πλήρως.
Και όμως συνεχιζόταν αυτή η παραγωγή όλη τη δεκαετία του ’30 γιατί από κει περίμεναν να περισσέψει καμιά δραχμή για να ζήσουν, να φτιάξουν το σπιτικό του κοριτσιού τους αφού δεν θα μπορούσαν να το παντρέψουν δίχως σπίτι και να δουν και ότι άλλο προγραμμάτιζαν.
Φυσικά δεν υπήρχε τότε καμιά μέριμνα από την πολιτεία για συντάξεις για περίθαλψη ή κάτι παρόμοιο.
Σήμερα πολλά από αυτά διορθωθήκαν μα άρχισαν σε πολλούς τομείς και να χειροτερεύουν τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι όμως η ώρα για τέτοιες καταγραφές αφού άλλο το θέμα μας.

Ο καλλίτερος λαός, δηλαδή είναι οι γεωργοί αφού μ’ αυτούς μπορούμε να φτιάξουμε και καλλίτερη δημοκρατία εκεί όπου το πλήθους ζει από τη καλλιέργεια της γης ή τη βοσκή των ποιμνίων.

























ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ