Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ...

ΤΑΚΤΙΚΌΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ


Γράφει ο Ιωάννης Τακτικός

Γεννήθηκε στα 1892 με 1894 και λόγω αδελφού αποβιώσαντος επιστρατεύθηκε νωρίτερα. Συνολικά έκαμε 10 χρόνια στρατιώτης. Έδωσε αμέτρητες μάχες σε πολλές πόλεις της Μικράς Ασίας, Πέργαμο, Δικελή, στο Μένανδρο, Αϊβαλί, ως οπλίτης του πεζικού. Μετά γύρισε και πηγαίνει ξανά στο μέτωπο της Βουλγαρίας όπου πήγε μέχρι τη Σόφια και επιστρέφοντας για να θυμάται πήρε ως λάφυρο ένα τσεκούρι..
Μετά μετατέθηκε στο ιππικό όπου σε μια μεγάλη μάχη, όπου πέφτανε τα κεφάλια στο χώμα, σαν να ήτανε καρπούζια και όπου ύστερα από μέρες νικήθηκαν, πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με άλλους και τους έκλεισαν στο στρατόπεδο. Εκεί τους έρριξαν σε μια άκρη μαζί με τους οπλισμούς τους.
Εκεί πέρα λέει στους συντοπίτες του, Δημήτριο Χαδεμένο, συγχωριανό του και στους Δημοσθένη Παλαιολόγο και Ηλία Χαχάλη από τα Βασιλικά, να πηδήσουν τα συρματοπλέγματα και να το σκάσουν. Δεν τον ακολούθησε κανένας, γιατί αν τους έπιανε ο εχθρός, θα τους εκτελούσαν.
Τη νύχτα, μόνος του, παίρνει δυο ξιφολόγχες, τις βάζει μια στο ένα πόδι, μια στο άλλο, πετά τη χλαίνη στα σύρματα και πηδά.
Τρέχει ασταμάτητα δυο μερόνυχτα. Άπλυτος, η ψείρα τον έτρωγε και τις πετούσε με τη χούφτα, έτρωγε βλαστούς δένδρων, αγριοαχλάδια και έπινε νερό από τις λακκούβες που έκαναν στο δρόμο τα πατήματα των αλόγων.
Τότε με τη βοήθεια του Θεού βλέπει μια κηδεία. Τη νύχτα βγάζει από το νεκρό, που ήτανε χότζας τη φορεσιά του, τη φοράει, βάζει και το κουκούλι και έτσι στην υπόλοιπη διαδρομή περπατούσε πιο ελεύθερα.
Μετά από σαράντα μερόνυχτα, φτάνει απέναντι από τα Βατερά (στα Μικρασιατικά παράλια) και από ψηλά βλέπει ένα ψαρά με τη βαρκούλα του να κάθεται στην παραλία.
Τα τούρκικα τα μιλά άπταιστα, οπότε πάει και λέει στο ψαρά.
-Έλα να κάνεις ένα καλό, ένα χαΐρι.
-Ναι χότζα μου απαντά ο ψαράς.
Μα όταν του ζήτησε να τον περάσει απέναντι στα Βατερά της Λέσβου, ο ψαράς αρνήθηκε.
Σηκώνει τότε την κελεμπία του χότζα που φορούσε και φάνηκαν οι ξιφολόγχες, οπότε ο ψαράς άλλαξε γνώμη και του λέει πάμε και έτσι τον πέρασε απέναντι. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και χωρίστηκαν, ο καθένας για τον τόπο του. Ο ψαράς επιστρέφει κα ο Τακτικός ξεκινά για το Λισβόρι.
Τα μεσάνυχτα μπαίνει στο χωριό. Τα σκυλιά τον βάζουν μπροστά και τα έδιωχνε με τις ξιφολόγχες.
Έφτασε στο σπίτι του, μα η ταλαιπωρία δεν τελειώνει.
Η γυναίκα του, η Στρατηγούλα δεν του ανοίγει.
- Ο άντρας μου είναι στο στρατό, μήπως έχω εφιάλτες ή κάποιος θέλει να μου κάνει κακό, σκέφτηκε.
Τότε αυτός πάει και φέρνει τον κουμπάρο του και τον παπά, μα ούτε τότε ανοίγει.
Τότε ξύπνησε όλη η γειτονιά και μια γειτόνισσα λέει:
Κρατάτε σιγή και πιάνει τις τσιρίδες και τα κλάματα, χτυπά την πόρτα, και φωνάζει, δώσε μου λίγο αλεύρι και κάηκε το παιδί μου.
Χαράζει την πόρτα για να δώσει το αλεύρι, σπρώχνουν την πόρτα και έτσι τελειώνει η τραγωδία του Ευστρατίου Τακτικού, του ήρωα του Λισβορίου..
Τούτος έπαθε τόσα πολλά…Στις μάχες, όταν τραυματίστηκε ένα από τα ξαδέλφια του, τον σήκωσε στην πλάτη του και τον πήγε στο νοσοκομείο.
Άλλος, ξεψύχησε στην αγκαλιά του και τον θρήνησε όλο το χωριό, που ήτανε τότε το μισό Λισβόρι, Τακτικοί.
Ο Τακτικός Ευστράτιος του Σπύρου, εργάστηκε σκληρά και τίμια, απέκτησε οκτώ παιδιά, μετεγκαταστάθηκαν στην Αθήνα κα με τις ιστορίες του και τις φιλανθρωπίες του μάζεψε κάπυ δυο χιλιάδες κόσμο που τον τίμησαν στα ογδόντα έξι του χρόνια όταν πέθανε.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε.
Τα ονόματα των ξαδέλφων του, είναι γραμμένα στο ηρώο πεσόντων του Λισβορίου μαζί με άλλους Λισβοριανούς πεσόντες.