Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟΥ ΠΟΥΔΑΡ' ΚΟ


Του πουδαρ'κό

Του Γιώργου Αλβανού


Αποτέλεσμα εικόνας για ποδαρικο πρωτοχρονιασ

Καλή µέρα τσι τ' Αγιου Βασ'λειού Γεια, χαρά τσι γηρουσύν' (1) ούλου µάλαµα τσι ασήµ' Σίδηρου απάνου, σίδηρου κάτου σίδηρου τσι γοι ανθρώπ' που 'νι µέσα. Στάρια πουλλά, καθάρια πουλά, ιλιές πουλλές. Σα που 'νι του ρόδ' γιµάτου , να 'νι τσι του σπίτ' γιµάτου. Σα που βαρεί του σίδηρου, να 'νι βαριά τσι τ' πατέρα µ' η κισέ...(2) Τα λόγια στριφογύριζαν επίµονα στο µυαλό του δεκάχρονου αγοριού, όλη τη νύχτα της παραµονής της Πρωτοχρονιάς και δεν τον άφηναν να κλείσει µάτι. Έπρεπε να σηκωθεί χαράµατα, να πάει να φέρει «τ' αµιλ'του του νιρό» (3) και να κάνει και το «πουδαρ'κό» του σπιτιού. Αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι δα και µικρό πράµα! Σ' αυτόν είχε πέσει η δραχµή στο κόψιµο της βασιλόπιτας και σίγουρα αυτός ήταν ο πιο τυχερός του σπιτιού. Στο δικό του ποδαρικό στήριζε τις ελπίδες της για µια καλή χρονιά ολόκληρη η οικογένεια. Η υγεία όλων, οι δουλειές του πατέρα, το κάρπισµα των χωραφιών κρίνονταν από το πόσο γούρικο θα 'ταν το ποδαρικό του. Όχι, να µην πάει τίποτα καλά, και να σου λένε ύστερα πως εσύ ήσουν ο γουρσούζης... Με τέτοια έγνοια είναι δυνατό να κλείσει µάτι; Σηκώθηκε µόνος, από τα µαύρα µεσάνυχτα, χωρίς να περιµένει να τον φωνάξει η µάνα, όπως γινόταν κάθε πρωί, µόλις χτυπούσε η καµπάνα για το σχολειό. Κατέβηκε στο κατεβατό. (4) Μέσα στη γωνιά (5) το δισκάκι. µε το ποτήρι το κονιάκ, την «πλατσέντα» (6) και τα «κουρµάδια» (7) ήταν απείραχτα. ΟΑι - Βασίλης δε θα 'ρθε για να κεραστεί. Γι αυτό δε θα 'πρεπε να ξεχάσει να πάρει µαζί του το κοµµάτι της βασιλόπιτας, που είχε ξεχωρίσει ο πατέρας για τον Άγιο, και να το αφήσει πάνω στη βρύση, τώρα που θα πήγαινε να φέρει το αµίλητο νερό. Πήρε «του κµάρ'» (8) και πήγε να ξεµανταλώσει την πόρτα. Στο σίδερο (9) κρεµόταν ο «τρουβάς», γεµάτος µε τα χρειαζούµενα για το ποδαρικό. Έσφιξε καλά τα χείλη, µην τυχόν κι άθελα του µιλήσει σε κανέναν στο δρόµο, κι άνοιξε την πόρτα. Σα γύρισε οι άλλοι είχαν ξυπνήσει, µα δεν είχαν σηκωθεί ακόµα από το στρώµα, περίµεναν να κάνει πρώτα το ποδαρικό. Ξεκρέµασε από το σίδερο της πόρτας τον τρουβά και µε συγκίνηση και σοβαρότητα, ανάλογη µε την επισηµότητα της στιγµής, ο µικρός τελετουργός άρχισε τη µεγάλη ιεροτελεστία του ποδαρικού. Πρώτο βγάζει το σφυρί από τον τρουβά και ρίχνοντας το στο πάτωµα φωνάζει µε φωνή όσο γίνεται πιο στέρεα και καθάρια την αντίστοιχη ευχή: «Σίδηρου πάνου, σίδηρου κάτου, σίδηρου τσι γοι ανθρώπ' που 'νι µέσα...». Ακολουθεί το ψωµί, ολοστρόγγυλο καρβέλι: «Στάρια πουλλά, κθάρια πουλά, ψουµιά πουλλά...», το ρόδι: «σα πού 'νι του ρόδ' γιµάτου, να 'νι τσι του σπίτ' γιµάτου», το κλαδί της ελιάς: «ιλιες πουλλές», η πέτρα: «σα που τσ'λα η πέτρα να τσ'λήσ' η χρόνους..». Με την τελευταία ευχή βγάζει στεναγµό ανακούφισης. Τα είπε όλα χωρίς τίποτα να ξεχάσει! Ακούει τις ευχές των άλλων: «τσι τ' χρόν', γιε µ'», και σκέφτεται πως τούτη τη χρονιά σίγουρα θα 'ναι πιο ευτυχισµένη από τις άλλες! Το ποδαρικό του ήταν καλό. Η νονά του -του Βασ'λούδ' -είχε να το λέει και κάθε Πρωτοχρονιά δεν ξεµαντάλωνε την πόρτα, αν δεν πήγαινε πρώτα εκείνος να κάνει το ποδαρικό στο σπίτι της. Ακόµα προχτές, που πήγε να φιλήσει το χέρι της για να µεταλάβει (10) του φώναζε µέχρι την πόρτα: «Τ' Αγιου Βασλειού να µη ξίχάεις νάρτ'ς για του πουδαρ'κό...». Χαρούµενος, άρπαξε µ' ανάλαφρη καρδιά «τ' φούσκα» από «του µνούχου», που είχαν σφάξει, και, πήρε δρόµο, για την εκκλησία, να προλάβει να «φορέσ'». Σήµερα θα πήγαινε µονάχος, η αδερφή του -κοπέλα πια δεκαοκτώ χρονών- , που τον κρατούσε κάθε Κυριακή από το χέρι και πήγαιναν µαζί στην εκκλησία, σήµερα δεν θα ερχόταν. Εκείνη είχε τις δικές της έγνοιες. Από τα χτες το βράδυ, την ώρα που οι άντρες του σπιτιού έλειπαν στα καφενεία κι έπαιζαν πλακάκια και τριάντα ένα, µελέτησε µε το φύλλο της ελιάς αν θα της έκαναν εφέτος το ποδαρικό. Σάλιωσε το φύλλο, το έριξε πάνω στα τραβηγµένα και µουρµούρισε: «Άµα 'νι να ρθει, να πδήξ' 'τσι να βρουντήξ. Άµα δεν είνι να ρθει, να ψ'τεί να µαραθεί τσι στου φούρνου να καγεί» Και το φύλλο φούσκωσε, πήδηξε και βρόντηξε πάνω στην πυρωµένη στάχτη, σηµάδι ολοφάνερο πως θα της έκαναν το ποδαρικό. Μια φορά το χρόνο είναι αυτή. Το «κουπελάρ' σ'» (11) µπορεί να ρθει µέσα στο ίδιο σου το σπίτι, να του µιλήσεις ξέφοβα, να το κεράσεις µε τα ίδια σου τα χέρια. Κανείς δεν µπορεί να σε κακολογήσει. Σήµερα η πόρτα είναι ανοιχτή ακόµα και στον εχθρό σου.... Εβδοµάδες ολόκληρες ζούσε µε την προσµονή τούτης της ώρας. Στόλισε τους ντενεκέδες µε τη φακή, το βίκο και τα κουκιά. Όλο το Σαραντάµερο τους πότιζε και τους φύλαγε στην πιο σκοτεινή γωνιά του σπιτιού και τώρα τους καµάρίκτνε µε τα ασπροκίτρινα φυλλαράκια τους. Κρέµασε τις φωτογραφίες κοντά στον καθρέφτη. Από το καλοκαίρι µάζευε φύλλα από αγριολούλουδα, που τα 'ντύσε µε χρυσόχαρτα, για να πλουµίσει τα κάδρα τους. Έβαλε στον καναπέ τα πιο καλά µαξιλάρια, στο δίσκο τον ακριβότερο µαστραπά (12). Όλα είναι έτοιµα. Τα φώτα στην αγορά χαµηλώνουν, τα µαγαζιά κλείνουν. Στα γειτονικά σπίτια ακούονται κιόλας οι πρώτες παρέες: «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία..» ; Ευχές δίνουν και παίρνουν. Οι λάµπες πλησιάζουν στα παράθυρα, για να φέξουν το δρόµο. " Η µια παρέα φεύγει, ή άλλη έρχεται. Σήµερα το σπίτι είναι ανοιχτό, ακόµα καί για τον εχθρό σου... βέβαια µέχρι που να έρθει το «πρόσωπο» γιατί ύστερα πέφτει µανίάλι (13). Αραδιασµένα τα παλικάρια στον καναπέ, µέσα στην καλή κάµαφα, λένε τον Άι-Βασίλη: .....Και το ραβδί ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια πέτα. - ροδοκόκκινη βιολέτα – κι απάνω στα βλαστάρια της πέρδικες κελαηδούσαν δεν ήταν µόνο πέρδικες, µον' και περιστόράκια, -µαύρα µου γλυκά µατάκια-... Πόσο αλλιώτικο νόηµα παίρνουν τα λόγια στο στόµα των παλικαριών! σκέφτηκε η κοπέλα. Γιατί αυτή σίγουρα είναι η πέρδικα, η κόκκινη βιολέτα, τα περιστεράρα, τα µαύρα γλυκά µατάκια Αυτή βέβαια έπρεπε να πάρει το δίσκο και να κεράσει, αφού τα παλικάρια τραγουδούν: Έχεις µια κόρη όµορφη βάλε την να κεντήσει κι απά στα πέντε δάκτυλα ποτήρι να γυρίσει... Και καθώς µε τρεµάµενα χέρια κερνά τα παλικάρια, σκέφτεται πως ναι, µπορεί το τραγούδι να λέει: Έχεις µια κόρη όµορφη γραµµατικός τη θέλει. Αν είναι και γραµµατικός πολλά προικιά γυρεύει, γυρεύει αµπέλια ατρύγητα, χωράφια µε τα στάχυα, γυρεύει και τη Βενετία, µ' όλα της τα παλάτια.. Μα το δικό της «κουπελάρ'» δεν είναι γραµµατικός και δε γυρεύει αµπέλια και χωράφια, παρά µονάχα εκείνη και την ευχή των γονιών της. Ποιος ξέρει... Το ποδαρικό µπορεί να ήταν καλό... Ο Αι - Βασίλης έφερνε -τότε- σ' όλους την ευτυχία....

Γλωσσάρι 1. δύναµη, ευρωστία. 2. το πουγγί. 3. χωρίς να µιλήσει σε κανέναν. 4. ισόγειο δωµάτιο. 5. τζάκι. 6. δίπλες. 7. µελοµακάρονα. 8. πήλινο σταµνί. 9. µάνταλο. 10. τα παιδιά προτού κοινωνήσουν φιλούσαν το χέρι των µεγάλων. Αυτοί έδιναν φιλοδωρήµατα. 11. το αγόρι, ο αγαπηµένος. 1.2. είδος κανάτας. 13. κλειδώνεται η πόρτα.